Η ταυτότητα υπερισχύει της αποτελεσματικότητας. Αυτό έρχεται και επανέρχεται έντονα στο μυαλό μου αυτές τις μέρες και θα το θυμάμαι συνέχεια, ειδικά όσο θα προχωράμε προς τον Μάιο και θα πηγαίνουμε προς τον διαγωνισμό της Eurovision. Και αυτό γιατί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των έντονων και οργισμένων αντιδράσεων που προέκυψε με αφορμή το «Ζάρι», το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι, είχε σαν βάση του ποιοι είμαστε, πώς βλέπουμε τον εαυτό μας και κυρίως πώς θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι, ειδικά αυτοί οι περίφημοι ξένοι!
Ολοι οι ψυχολόγοι και όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα λένε ότι ένας άνθρωπος για να ’ναι ευτυχισμένος θα πρέπει το μέσα του να ταιριάζει με το έξω του, θα πρέπει δηλαδή η εικόνα που θέλει να προβάλλει αυτός για τον εαυτό του να είναι σε αρμονία με αυτό που είναι αληθινά ο ίδιος. Το ίδιο ισχύει και για τα έθνη και για τις χώρες.
Αν υπήρχε ένα τεράστιο κρεβάτι (και μάλλον υπάρχει και το όνομα αυτού είναι σόσιαλ μίντια) στο οποίο θα μας έβαζε κάποιος σαν λαό για να του μιλήσουμε και να του πούμε ποιοι είμαστε, τι θέλουμε, τι ονειρευόμαστε και τι μας απασχολεί, τότε θα έβγαζε κανείς συγκλονιστικά συμπεράσματα για τη χώρα μας και για τον καθένα μας χωριστά. Αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος.
Η μεγάλη αντίδραση λοιπόν προέκυψε από την εικόνα που προβάλλει το «Ζάρι». Την εικόνα μέσα από το βίντεο αλλά και την εικόνα που βγάζει η αισθητική της μουσικής που για πολλούς ήταν και εξακολουθεί να είναι ακαταλαβίστικη.
Εδώ και χρόνια κάνω μια σκέψη. Σαν χώρα και σαν κοινωνία, από τη Μεταπολίτευση και μετά, πορευτήκαμε στον χώρο του τραγουδιού και της μουσικής μέσα από ένα consensus. Ακολουθούσαμε όλοι δηλαδή έναν συγκεκριμένο μπούσουλα.
Αν άκουγες ελληνική μουσική θα ξεκίναγες με Χατζιδάκι, Θεοδωράκη,
Ολα αυτά δηλαδή ήταν το φροντιστήριό σου, η εκπαίδευσή σου για να βγεις έτοιμος στον κόσμο, στην κοινωνία, στους πολλούς. Αυτή ήταν η πραγματικότητα και την αποδέχονταν όλοι. Και η αλυσίδα λειτουργούσε άψογα. Μέχρι που τα τελευταία 10 χρόνια κάτι άλλαξε και ένας κρίκος έσπασε. Η νέα γενιά στο μεγάλο της σύνολο δεν ξεκινάει από την αλφαβήτα του σύγχρονου ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού αλλά μηδενίζει το κοντέρ και ξεκινάει να μετράει από το δικό της ΕΝΑ. Αυτό δημιουργεί ένα μεγάλο χάσμα, μια ρήξη στην πολιτισμική και πολιτιστική μας συνέχεια. Και φυσικά προκαλεί την έλλειψη επικοινωνίας.
Το έργο είναι σε εξέλιξη και μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί. Πάντως και πριν από πενήντα χρόνια κάποιοι αμφισβήτησαν την αισθητική και τις μουσικές των γονιών τους, του ’30, του ’40 και του ’50, για να ανακαλύψουν έναν καινούργιο δικό τους κόσμο και να φτιάξουν τη δική τους ταυτότητα και τη δική τους γλώσσα. Γι’ αυτό η ιστορία έχει ενδιαφέρον, γιατί επαναλαμβάνεται και δεν τελειώνει ποτέ.
ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ
Ο Γκάι Ρίτσι γνωρίζει πολύ καλά τη διαστρωμάτωση της βρετανικής κοινωνίας και τα δυο της άκρα: έναν κόσμο που κινείται στο περιθώριο αλλά και έναν κόσμο που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, στην αριστοκρατία. Γνωρίζει καλά και όλο το ανάμεσα. Oι χαρακτήρες του δεν κινούνται αποκλειστικά στο απόλυτο καλό και στο απόλυτο κακό, αλλά στο μεταίχμιο. Γι’ αυτό και τα πορτρέτα των χαρακτήρων του, οι ήρωες των ταινιών του, μας προκαλούν και ένα χαμόγελο. Μας φτιάχνουν τη διάθεση τόσο ο έμπορος ναρκωτικών που ξέρει όλα τα βασικά της ανθρώπινης ψυχολογίας (και γνωρίζει και τον Σέξπιρ του) όσο και ο αριστοκράτης που ξέρει να τσαλακώνει την εικόνα του. Οι χαρακτήρες του κινούνται ελεύθερα μες στην εξέλιξη της ιστορίας και μπορούν οποιαδήποτε στιγμή να πάρουν μια απόφαση και λίγο πιο κάτω να την αλλάξουν.
Στην καινούργια του σειρά που προβάλλεται αυτές τις μέρες στο Netflix με τίτλο «The Gentlemen», αφηγείται μία ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα περιβάλλον το οποίο του είναι οικείο. Παρότι μοιράζεται με την ομότιτλη ταινία του 2019 ένα κοινό πλαίσιο, η σειρά δεν είναι ούτε ούτε prequel, ούτε sequel αλλά ούτε και ένα εξαντλητικό τηλεοπτικό ξεχείλωμα που σε παρασύρει σε άλλο ένα χαμένο Σαββατοκύριακο. Ούτε καν έχει τα τρανταχτά ονόματα των Μάθιου Μακ Κόναχι και Χιου Γκραντ που πρωταγωνιστούσαν στην ταινία.
Ενας νεαρός αριστοκράτης με καριέρα στον στρατό κληρονομεί από τον πατέρα του την περιουσία της οικογένειάς του αλλά και μια από τις λίγες παλιές επαύλεις (μόλις 12) που εξακολουθούν να υπάρχουν στη Μεγάλη Βρετανία. Σύντομα όμως ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του, ο δούκας του Χάλστεντ, είχε προχωρήσει σε μία συμφωνία με ανθρώπους του λονδρέζικου υποκόσμου για τη λειτουργία ενός τεράστιου και εξαιρετικά επικερδούς θερμοκηπίου καλλιέργειας κάνναβης. Από εκεί προσποριζόταν αυτός και η οικογένειά του χωρίς να ρωτάει κανείς πολλά πολλά. Ο γιος του πρέπει πλέον να πάρει μια απόφαση: θα διατηρήσει το θερμοκήπιο ή θα βάλει ακόμη πιο βαθιά στη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του ένα μεγάλο κομμάτι του υποκόσμου; Η απόφαση που παίρνει είναι απολαυστική για την εξέλιξη της ιστορίας αφού θα περάσει από την οθόνη ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης βρετανικής κοινωνίας, λούμπεν και μη. Απλά προς το τέλος δεν θα ξέρεις ποιος είναι ο πραγματικά λούμπεν και ποιος όχι.
«Ξέρετε τι εκτιμώ στη βρετανική αριστοκρατία;» ρωτάει ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας και συνεχίζει δίνοντας μόνος του την απάντηση: «Είναι οι πρώτοι γκάγκστερ, οι αυθεντικοί. Ο λόγος που κατέχουν το 75% της χώρας είναι επειδή το έκλεψαν. Ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής ήταν χειρότερος από τον Αλ Καπόνε! Οταν ήρθε από τη Γαλλία άρπαξε όσα μπορούσαν να πιάσουν τα χέρια του και ύστερα έφτιαξε ένα σύστημα ώστε ο ίδιος και οι φίλοι του να τα κρατήσουν για πάντα. Φορολογία, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, όλα σχεδιασμένα να βοηθήσουν την αριστοκρατία να κρατήσει τη γη και το χρήμα της».
Ο Γκάι Ρίτσι δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη όταν μπορεί να κάνει ένα κοινωνικό σχόλιο που ταυτόχρονα είναι ακριβές ιστορικά. Γνωρίζει άλλωστε ότι ζει σε μία κοινωνία καθαρά ταξική όπου η κοινωνική κινητικότητα δεν είναι εφικτή. Σε αντίθεση με την πραγματικότητα, στο κινηματογραφικό του σύμπαν όλα μπορούν να συμβούν. Γι’ αυτό και το βρετανικό χιούμορ είναι τόσο ξεχωριστό.
Blender #20
Και μια λίστα με καινούργια ονόματα και με πολλές και σημαντικές επιστροφές στη δισκογραφία. Μια λίστα με καινούργιες κυκλοφορίες από το Blender και την Kathimerini στον λογαριασμό του Spotify.