Ο τρόπος που η Πάτι Σμίθ έχει κερδίσει την «αγιοσύνη» στην τέχνη της και έχει γίνει γυναίκα και καλλιτέχνης-πρότυπο για πολλούς, είναι χωρίς προηγούμενο.
Κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα πηγαίνω να τη δω και να την ακούσω. Βλέπω πώς ανταποκρίνεται το κοινό της, όταν την παρακολουθεί στη σκηνή ή όταν την ακολουθεί στα social media, και καταλαβαίνω ότι η Πάτι Σμιθ συμβολίζει πλέον κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που μπορεί να δει κανείς στη σκηνή. Εχει τη δύναμη, τη δύναμη της ζωής της, μεταμορφώνοντας και μετατρέποντας τις λέξεις που ερμηνεύει σε κάτι πιο μεγάλο, είτε απαγγέλλει είτε τραγουδάει.
Νομίζω ότι όλοι καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που έζησε μέχρι σήμερα μια ζωή γεμάτη νόημα. Δεν ξέρω αν είναι η ζωή που σχεδίασε η ίδια, αλλά είναι μια ζωή που στην πορεία την αποδέχθηκε και την έζησε με πληρότητα. Η πληρότητα αυτή καθρεφτίζεται στο πρόσωπό της, στα λόγια της, στο πώς προσεγγίζει τους ανθρώπους, στο πόσο ανοιχτή και γενναιόδωρη είναι. Νιώθω ότι κάθε φορά που βρέθηκε μπροστά σε προκλήσεις στη ζωή της και στην τέχνη της βρήκε τη «σωστή» απάντηση. Μπόρεσε έτσι να δώσει νόημα και περιεχόμενο στην καθημερινότητά της και στην ύπαρξή της.
Βρήκε την απάντηση που ταιριάζει χάρη στην καλλιέργεια που είχε από την οικογένειά της, στον ψυχισμό της, στη φιλοσοφία και στην ιδεολογία της. Ο τρόπος που την κοιτάζει το κοινό της είναι όπως όταν κοιτάς έναν σύγχρονο θαυματοποιό, έναν Μεσσία της τέχνης που μπορεί να περπατήσει στο νερό και να κάνει την καθημερινότητα πιο μεγάλη, πιο σημαντική και, κυρίως, όπως θα έπρεπε να είναι. Οι λέξεις μεταμορφώνονται με τον τρόπο που τις απαγγέλλει και πιθανότατα είναι κάτι που έμαθε πάρα πολύ καλά παρακολουθώντας από πολύ μικρή δύο ιερά τέρατα της αμερικανικής λογοτεχνίας, τον Αλεν Γκίνσμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ.
Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκε στη σκηνή της Στέγης, στο πλαίσιο του Correspondences – Ανταποκρίσεις, ενός διαρκώς εξελισσόμενου πρότζεκτ που προκύπτει από τη συνεργασία ανάμεσα στους Soundwalk Collective και την ίδια.
Ενα ιδιαίτερο έργο που παντρεύει τον ήχο, την εικόνα και την απαγγελία κειμένων/ποιημάτων τα οποία έχει γράψει η ίδια τα τελευταία 10 χρόνια. Κάποιες φορές αυτοσχεδιάζει, προσθέτοντας κείμενα αλλά και προτάσεις όπως συμβαίνουν ζωντανά, εκείνη τη στιγμή. Τα θέματα συνδέονται τόσο μέσω του ήχου που έχουν καταγράψει η κολεκτίβα των Soundwalk και ο Στέφαν Κρασνεάτσκι όσο και μέσω της εικόνας που έχει φτιάξει –με αφορμή αυτά τα ηχητικά ντοκουμέντα– ο Πορτογάλος κινηματογραφιστής Πέντρο Μάια.
Η Πάτι Σμιθ απαγγέλλει έχοντας στο επίκεντρο θέματα όπως ο πυρηνικός τρόμος και η ανθεκτικότητα της φύσης, η κλιματική κρίση, η πνευματικότητα και η ψυχή της ύπαρξής μας, τα όρια του καλλιτέχνη, ο πολύ επίκαιρος φέτος Πιέρ Πάολο Παζολίνι και η Μαρία Κάλλας.
Το standing ovation στο τέλος της βραδιάς μου έδειξε την πίστη και την αφοσίωση που έχει το κοινό στην Πάτι Σμιθ, ενώ η βραδιά είχε ήδη κορυφωθεί στο τελευταίο κείμενο/εικόνα της βραδιάς με την μπιτάτη μουσική αφιερωμένη στον Παζολίνι.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΤΗ ΖΗΣΕΙΣ
Ο κόσμος μας κινείται από δύο δυνάμεις, την ανάγκη και την επιθυμία. Κάποιες φορές η αγάπη για κάποιον ή για κάτι έρχεται και τις γεφυρώνει.
Το «Πώς δουλεύει η Λογοτεχνία» του Τζέιμς Γουντ, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2023 από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση του Κώστα Σπαθαράκη, είναι ένα βιβλίο τόσο διαφωτιστικό και χρήσιμο ώστε εύχεσαι να το είχες διαβάσει όταν ξεκινούσες να διαβάζεις λογοτεχνία. Σε αυτό, ο Γουντ, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος, βουτάει με τον τρόπο του εραστή της τέχνης σε αυτό που αγαπάει περισσότερο: στη λογοτεχνία και συγκεκριμένα στο μυθιστόρημα. Αναγνωρίζει από τον πρόλογο κιόλας ότι υπάρχουν εντυπωσιακά λίγα βιβλία για την τέχνη του μυθιστορήματος που να απευθύνονται στον κοινό αναγνώστη, στον ανήσυχο συγγραφέα, στον φοιτητή, και ταυτόχρονα στον ακαδημαϊκό μελετητή. Αναφέρει μερικά από όσα ήδη υπάρχουν, όπως για παράδειγμα η συλλογή διαλέξεων του Ε.M. Φόρστερ, «Aspects Of The Novel», το έργο του Μίλαν Κούντερα «Η Τέχνη του μυθιστορήματος» και το κριτικό έργο του Ρολάν Μπαρτ. Σε αυτά όμως τα δύο τελευταία διακρίνει δύο συγγραφείς που περισσότερο μοιάζουν σαν να έχουν απομακρυνθεί από το δημιουργικό τους ένστικτο παρά σαν δύο κριτικούς λογοτεχνίας.
Η απάντηση στο ερώτημα «πώς δουλεύει η λογοτεχνία;» βρίσκεται στην ίδια τη ζωή μας, λέει ο Γουντ και έχει να κάνει με το πώς θέλουμε να τη ζήσουμε.
«Η λογοτεχνία διαφέρει από τη ζωή επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αταξινόμητες και άμορφες λεπτομέρειες και πολύ σπάνια μας κατευθύνει προς αυτές, ενώ η λογοτεχνία μας διδάσκει να τις παρατηρούμε. Αυτή η διδασκαλία είναι διαλεκτική. Η λογοτεχνία μας κάνει να παρατηρούμε καλύτερα τη ζωή και στην πορεία ασκούμαστε στην ίδια τη ζωή, πράγμα που με τη σειρά του μας κάνει να διαβάζουμε καλύτερα τη λεπτομέρεια στη λογοτεχνία. Μας κάνει έτσι καλύτερους αναγνώστες της ζωής και ούτω καθεξής». Αυτή είναι η κεντρική ιδέα του συγγραφέα για τον αναγνώστη του: να τον βοηθήσει να ξεκλειδώσει τη λογοτεχνία και ταυτόχρονα να ξεκλειδώσει και την ίδια τη ζωή.
«Η τέχνη δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη ζωή, είναι όμως κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά της» λέει σε κάποιο άλλο σημείο.
Θα ήθελα να το είχα διαβάσει στα 25 μου αυτό το βιβλίο. Το πιο πιθανό είναι ότι θα είχα «κόψει» αρκετό δρόμο.
Blender #21
Το 21ο Blender «κυκλοφορεί» την 21η Μαρτίου που γιορτάζουμε και την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Καλύτερη αφορμή από αυτήν για να διαλέξω μουσικούς και στιχουργούς που κέρδισαν δικαιωματικά τον τίτλο του ποιητή και έγιναν συνάδελφοι του Κιτς, του Γέιτς και της Πλαθ δεν θα μπορούσα να βρω… Οι περισσότεροι καλλιτέχνες που ακολουθούν σ’ αυτή τη λίστα έχουν κυκλοφορήσει βιβλία και ποιητικές συλλογές.