Τη γλώσσα τη μεγαλώνουν οι λογοτέχνες. Το σκεφτόμουν τις προάλλες σε μία βραδιά ποίησης. Δεν πάω εγώ σε τέτοια, αλλά έτυχε και πήγα. Άκουσα μία ποιήτρια να διαβάζει απ’ το βιβλίο της που λέγεται μικρές κανίβαλες. Σ’ ένα σημείο είχε μία απροσδόκητη λέξη, μια βρισιά, και την είχε ρίξει εκεί μέσα μ’ έναν τρόπο που απέπνεε κάτι ιερό και τρυφερό. Όμως, όχι, λάθος. Τη γλώσσα τη μεγαλώνουν οι απλοί άνθρωποι.
Αυτοί είναι η γλώσσα. Η καθημερινότητά τους, αυτό το τρίψιμο με τις λέξεις. Όλες οι προφορές, οι εκφράσεις, οι αλλόκοτοι συνδυασμοί την πλουτίζουν. Χρειάζεται να πω ότι οι μετανάστες κάνουν καλό στις γλώσσες; Ζηλεύω, για παράδειγμα τα αγγλικά, επειδή όταν τα βάζω στο στόμα μου νιώθω ότι συμμετέχω σε κάτι μεγάλο. Τα χαλάω; Τα πλουτίζω; Κι εγώ και τόσοι άλλοι τα πλουτίζουμε με τον τρόπο μας. Κι υπάρχουν τόσες παραλλαγές ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν «τα σωστά» αγγλικά, αλλά ένα πλέγμα που πάλλεται. Αλλιώς τα μιλάνε στη Σιγκαπούρη, αλλιώς στο Δουβλίνο και διαφορετικά οι expats στην Αθήνα, όμως όλοι συνεννοούνται μεταξύ τους. Μαγεία.
Όμως, πίσω σ’ εμάς, τη γλώσσα τη μεγαλώνουν οι λογοτέχνες που ακούνε τη γλώσσα των απλών ανθρώπων. Αυτοί που μπαίνουν στη ροή του λόγου χωρίς να προσέχουν, χωρίς να λυπούνται συντακτικό, γραμματικές και τέτοια, όχι λες και πάνε να διορθώσουν τους ανθρώπους που μιλάνε, αλλά με μόνη αγωνία να τους κλέψουν τα λόγια και να τους τα γυρίσουν πίσω καινούργια. Μια λογοτεχνία που ζωηρεύει απ’ τη γλώσσα έτσι όπως μιλιέται τώρα, όχι που την εχθρεύεται. Παράδειγμα: Χρήστος Οικονόμου. Γράφει σαν να κυλάει ένα ποτάμι λέξεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Μπαίνει εκεί μέσα και καταγράφει. Δεν φτιάχνει κάτι, απλώς το γράφει. Περιττό να δηλώσω ότι τον θαυμάζω τόσο πολύ που ντρέπομαι να του μιλήσω και δεν το ΄χω κάνει ποτέ.
Η γλώσσα μικράινει όταν οι μετανάστες κι οι πρόσφυγες θεωρούν ωφέλιμο να μάθουν μια άλλη γλώσσα. Εκεί υπάρχει μια χαμένη ευκαιρία. Κι όταν κι οι άνθρωποι που μορφώνονται διεθνώς νιώθουν πως το πράγμα δεν τους αφορά. Έχει να κάνει και με τις ανθρωπιστικές σπουδές που ή θ’ αλλάξουν και θα γίνουν κουλ (δεν εννοώ να ενταχθούν σε κάποιο πρόγραμμα μανατζμεντ) ή θα αφανιστούν.
Η γλώσσα φτωχαίνει όταν όσοι δημιουργούν νιώθουν πως αυτό το εργαλείο δεν τους αφορά ή όταν το μεταχειρίζονται λες και έχουν στραμπουλήξει κάποιο σημείο του εγκεφάλου τους-αυτό που τους επέτρεπε να εκφράζονται φυσικά. Όταν οι δημιουργοί νιώθουν πως δεν συμβαίνουν ενδιαφέροντα πράγματα στη συγκεκριμένη γλώσσα, πράγματα πως να τους αφορούν προσωπικά. Φυσικά μικραίνει όταν είναι μικρό και το ανάστημα των δημιουργών. Κάτι χάνεται όταν η γλώσσα στις τέχνες γίνεται «λόγια λόγια λόγια» μέσα σ’ έναν στρόβιλο ναρκισσιστικής αποδόμησης, μία ποίηση του τσάτμποτ, ένα μηχανικό φιλ ιν κενών σε μία εικαστική έκθεση ή μία θεατρική παράσταση, ένας οχετός ασύνδετων στοιχείων «λόγου».
Κάτι χάνεται. Και κάτι χάνεται κι όταν οι άνθρωποι νιώθουν πως έχουν ξεμπερδέψει με τις λέξεις και προσεγγίζουν τον κόσμο μέσα απ’ την παραγωγή και κατανάλωση εικόνων. Αυτό πασχίζουν να βρουν μετά μιλώντας με τις ώρες στον ψυχίατρο και σε ηχητικά, αυτό που τους διαφεύγει όταν τους λείπουν οι λέξεις που θα πιάσουν την εμπειρία τους και θα την πυρπολήσουν.
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Γι αυτό γίνεται μπανάλ, μηχανική, ένα μήνυμα για αλγορίθμους (βλ λέξεις μετά από χάσταγκ) και αποδυναμώνεται. Φτωχαίνει όταν ο μόνος χώρος για να μιλήσεις ειλικρινά και όπως νιώθεις είναι το δωμάτιο της ψυχοθεραπείας. Φτωχαίνει όταν νέοι άνθρωποι δεν νιώθουν οκέι με το ενδεχόμενο όντως να μιλήσουνε ή να διαβάσουν στην χ γλώσσα (στην ελληνική συγκεκριμένα) προκειμένου να μάθουν πράγματα-εδώ υπάρχει πρόβλημα περιεχομένου. Φτωχαίνει όταν κάθε τζεν ζί αισθάνεται την ανάγκη κάποιας σταυροφορίας για τη χρήση διαφόρων άλλα ντ’ άλλων λέξεων, ενώ την ίδια ώρα το κάθε τζεν ζι αισθάνεται πως δεν μπορεί να εκφραστεί σ’ αυτήν τη γλώσσα, τη δική του, γιατί του έχει ζουλήξει το μυαλό ένα ιερατείο «σοφών» στο σχολείο, το φροντιστήριο και το μέτριο πανεπιστήμιο.
Σίγουρα φτωχαίνει όταν οι νέες γενιές δεν νιώθουν άνετα να μιλήσουν και να γράψουν σ’αυτήν, πόσο μάλλον να διαβάσουν. Κι αυτό είτε γιατί τις αποπαίρνουν διάφοροι «θεματοφύλακες», είτε γιατί έχουν ταιστεί πλήξη και μίσος για οτιδήποτε ελληνικό από την εμπειρία του μεγαλώματος στην Ελλάδα. Γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τη γλώσσα, γιατί θέλουν να σπάσουν αυτό το ανύπαρκτο κειμήλιο, το χαζοτοτέμ. Είναι μια αδιαφορία με πολιτική σημασία. Όλο γλώσσα γλώσσα και στην πράξη τίποτα αυτή η χώρα-έτσι σκεφτόμαστε. Αποτέλεσμα: καλλιτέχνες που μιλάνε σαν τσατμποτ, νέοι άνθρωποι που νομίζουν πως η ελληνική λογοτεχνία τελειώνει στον μεσοπόλεμο και «λάτρεις» που δεν τη θέλουν ζωντανή, αλλά αντικείμενο τυμβωρυχίας.
Πώς μεγαλώνει η γλώσσα; Μ’ εκρήξεις δυναμήτη μέσα της. Μ’ αλλαγές κοσμογονικές που περνούν απαρατήρητες, όπως όταν αρχίζεις να λες «άνθρωποι όλων των ειδών» αντί για «άνθρωποι κάθε λογής» κι όπως όταν ήσυχα ήσυχα κάπου γράφεται ένα καινούργιο καλό μυθιστόρημα.
Είναι η γλώσσα ταυτότητα; Ναι, γι αυτό κι αν θέλει κανείς πραγματικά ν’ αλλάξει τόπο, αρκεί να μπει σε μία άλλη γλώσσα. Να μεταφερθεί σ’ άλλα συντακτικά. Ίσως να βρει ελληνικά θαμμένα μες στα εξωτικά επιρρήματα, αλλά είναι σαν να βλέπεις έναν αρχαίο ρυθμό στα αξιοθέατα ενός άλλου μέρους, κάτι ξεκούραστο, δηλαδή, που δεν μικραίνει την απόλαυση της περιπλάνησης. Αν θες να πας κάπου, μάθε μια νέα γλώσσα. Αν θες να γίνεις κάτι άλλο, μίλα αλλιώς. Αν ψάχνεις νέα τοπία, μην ξεχνάς αυτά που φτιάχνουν οι λέξεις, είναι τα καλύτερα-απ’ τη μικρή μου εμπειρία.
Ο Οικονόμου, που ντρέπομαι να του μιλήσω ακριβώς επειδή με συγκινεί τόσο, λέει κάπου πως «το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα», μα δεν το λέει αυτός. Είναι τόσο πειστικός που νιώθω πως οι λέξεις του ανήκουν σε άλλον. Αυτός τις κουβαλάει και τις λέει, όμως είναι και κάποιου άλλου. Ποιου; Όταν τον διαβάζω νιώθω πως είναι δικές μου. Πώς κάποιος μου τις επιστρέφει. Με καθαρίζουν εσωτερικά οι λέξεις του. Με ξεπλένουν. Σαν να βγαίνει κάποιος πάνω στη σκηνή και να χτυπιέται για λογαριασμό μου, επειδή εγώ δεν μπορώ να χτυπηθώ. Μού αρέσει όταν βρίσκω συγγραφείς που μού το κάνουν αυτό στα ελληνικά. Με συγκινεί διπλά, γιατί δεν υπάρχει απόσταση (π.χ η απόσταση μιας μετάφρασης ή μίας γλώσσας που δεν είναι μητρική).
Γράφει ο Οικονόμου: […]«εδώ που τα λέμε, όλη η ζωή είναι ένα παραμύθι, το παραμύθι που λες στον εαυτό σου. Αυτό είναι η ζωή.[…] ». Μια φρέσκια φράση κι είναι σαν να περνάει ένα καλό χέρι βάψιμο πάνω στο σκηνικό του κόσμου. Έτσι μεγαλώνει η γλώσσα και μαζί της το σύμπαν. Μόνο σ΄έναν κόσμο φοβικό και ξινισμένο θα μιλούσαν για τη γλώσσα λες κι είναι μνημείο. Μόνο εκεί θα ζήταγαν να την προστατέψουν. Δεν γίνεται να σκοτώσεις ένα ζωντανό πράγμα που πολλαπλασιάζεται όποτε κάποιος ανοίγει το στόμα ή το λάπτοπ του.
Γίνεται, όμως, να ξεκάνεις την όρεξη όσων το μεταχειρίζονται. Γίνεται να τους ξενερώσεις. Και γίνεται και να κάνεις το ζωντανό πράγμα ζόμπι. Να μια έγνοια για την ημέρα της εθνικής επετείου. Πώς μεγαλώνει το ύφασμα του κόσμου, η γλώσσα. Όχι η γλώσσα «μας», η γλώσσα σκέτο. Αυτό το «μας» πάντα μού βρωμούσε φοβίες και υποκρισία. Σαν να προσπαθείς να κρατήσεις στη χούφτα σου κάτι που απ’ τη φύση του ρέει.