Πλέον μου προκαλεί ένα γνήσιο εκνευρισμό η κριτική στα μικρά. Είναι βίαια; Είναι χαζά; Τι κάθονται μπροστά απ’ τις πολυκατοικίες φιδιασμένα να πιπιλάνε τσιγάρα με γεύση φρούτου, ν’ ακούνε βαλκανοτράπ και να σκρολάρουν σκαρφαλωμένα στα μηχανάκια; Πώς χάλασαν έτσι αναρωτιέται η τοπική ενήλικη κοινωνία, που ταΐζει τα παιδιά χούφτωμα, τραύμα, ουρλιαχτά, ανεργία και εκπαίδευση που δεν τους λέει και πολλά, γιατί δεν τους αφορά και τους μιλάει σε μία γλώσσα που δεν τους απευθύνεται.
Μα γιατί δεν μας μοιάζουν; Εμείς έτσι κι εμείς αλλιώς. «Αυτά τίποτα». Η κρυφή αγωνία όλων είναι προφανώς να τους καθρεφτίζουν όλοι οι άλλοι ώστε να μην τους μπερδεύουν, είναι δύσκολο να προσπαθείς να μπεις στη θέση του άλλου όταν δεν είναι ολόιδιος μ’ εσένα. Εν τω μεταξύ τα παιδιά μεγαλώνουν σ’ έναν κόσμο μ’ εξαφανίσεις εφήβων, υπερήλικους πολιτικούς αρχηγούς, ασπρομάλληδες δικτάτορες με πυρηνικά και άλλους μπαμπούληδες που τους πατάνε κάτω το μέλλον. Περίεργο είναι να φυτρώνεις στον κόσμο και να νιώθεις περίεργα; Κατά τη γνώμη μου καθόλου. Και υπάρχουν μελαγχολικά τραγούδια, τα βιβλία του Καμί, του Σαρτρ και η συντριπτική πλειονότητα των καλών μυθιστορημάτων, για να νιώσει κανείς οικεία μες στην ανοικείωση και να δημιουργήσει τις συνθήκες κάποιας ελευθερίας.
Σαν κεραίες τα μικρά πιάνουν τα σήματα ενός κόσμου που δολοφονεί παιδιά (βλ. πόλεμο, λιμοκτονία, προσφυγιά) και που αποκλείει παιδιά από το πολιτικό παιχνίδι – γίνονται δεκτά αφού μάθουν να μιλούν γεροντικά και γυαλισμένα, αφού διδαχθούν να μην ενοχλούν. Ιδού κάποιες συμπεριφορές ατόμων που γεννήθηκαν γύρω στο 2000κάτι που μου δίνουν ελπίδα. Θα τα γράψω λιγάκι ρομαντικά, γιατί δεν είναι όλα μαύρα και κάπως μ’ ενοχλεί πια αυτή η αντιστροφή του ποιος μεγαλώνει ποιον και ποιος φέρει την ευθύνη για τις αγέλες τρελαμένων μικρών αγοριών που λιμνάζουν σε πλατείες και γήπεδα βίας, ματαίωσης, γενικής παραίτησης. Η παρακάτω λίστα είναι προσωπική και αυθαίρετη, σπαράγματα εντυπώσεων από επαφές με μέλη της γενιάς Ζ σε συνεργασίες, ομιλίες και στον περίγυρό μου.
α) Μου αρέσει που είναι «ξενέρωτα». Κάποια μικρά «καλογερεύουν» (υπήρχε και η σχετική τάση στα κοινωνικά τους δίκτυα). Δεν τρέχουν στα πάρτι. Δεν τριπάρουν στην πίστα. Μαζεύονται σε κάποια σκοτεινή γωνία του δρόμου και καπνίζουν πράγματα ή κάθονται σπίτι και λιώνουν στο Ιντερνετ. Μερικά κάνουν αυτοφροντίδα, που δεν δικαιολογείται υποτίθεται από την ηλικία τους. Παίρνουν κρέμες, πίνουν νερά και λάτε, τρώνε υγιεινά. Μου φαίνεται λογικό, επειδή οι σχετικές βιομηχανίες τούς απευθύνονται άμεσα και με τον τρόπο που τους αρέσει, τους τρίβουν τα καλλυντικά κυριολεκτικά στο πρόσωπο. Από την άλλη, η φροντίδα του εαυτού ίσως να είναι μία αντίδραση στη συνειδητοποίηση ότι κανείς δεν θα σε φροντίσει (βλ. κατάρρευση της οργανωμένης παροχής φροντίδας). Θα σε φροντίσει, μάλλον, η οικογένεια, αλλά κι αυτό είναι κάπως ελληνικό φαινόμενο. Στο Instagram, για παράδειγμα, υπάρχουν δημοφιλείς ινφλουένσερ που είναι άστεγοι εργαζόμενοι στην Αμερική. Νεαρά άτομα, στα πρώτα είκοσι, που πλένονται στο γήπεδο μπάσκετ και τρώνε μακντόναλντς, γιατί μόνον αυτό μπορούν να αγοράσουν προτού πέσουν να κοιμηθούν στο αυτοκίνητό τους.
Η φαινομενικά ξενέρωτη και σίγουρα κουλ στάση κάποιων μικρών έχει να κάνει και με το τι ελέγχουν. Δεν μπορούν να ελέγξουν την κλιματική καταστροφή – ταυτόχρονα είναι πλήρως ενήμερα. Δεν μπορούν να επουλώσουν όλα τα τραύματά τους ή να αλλάξουν γονείς – ταυτόχρονα γνωρίζουν το λεκτικό που άλλοτε γνώριζαν μόνο οι εθισμένοι στην ψυχοθεραπεία. Οπότε γιατί να μην ελέγξουν αυτά που μπορούν; Το ph στο δέρμα τους και τη χαλαρωτική μουσική τους. Τη χημεία του εγκεφάλου τους και τη φυσική τους κατάσταση. Την «ψυχική τους γαλήνη», που κάποιοι την ψάχνουν πλέον και στη θρησκεία και σίγουρα πολλοί στην πνευματικότητα.
β) Μου αρέσει που τους αρέσουν «παλιομοδίτικες δραστηριότητες». Ηδη το 2010, που ήμουν εγώ πρώτο έτος, ήταν πολύ της μόδας τα επιτραπέζια, τουλάχιστον στις παρέες φυτών που ήταν οι παρέες μου. Και θυμάμαι ήδη το ’15 να γίνεται της μόδας το πλέξιμο και η χειροτεχνία. Θυμάμαι καθαρά μία φορά στην Ολλανδία την περίοδο των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Ευρώπη, που το τρένο είχε κολλήσει και μία κοπέλα αγχώθηκε κι έβγαλε να πλέξει. Το είχα βρει τόσο τρυφερό που το θυμάμαι.
Τώρα τα μικρά έχουν μανία με τα μάνγκα, τα ιαπωνικά γκράφικ νόβελς. Οπως και με τα υπόλοιπα βιβλία, το πρόβλημά τους είναι ότι δεν έχουν και πολλά λεφτά να αγοράζουν. Αυτό πάλι πρέπει να απασχολήσει την κοινωνία των σοβαρών ενηλίκων, που διοργανώνει συζητήσεις για τα μικρά ερήμην τους και αναλύει τις αναγνωστικές τους συνθήκες αφαιρώντας από το κάδρο το υλικό πλαίσιο – δεν είναι ακριβά τα βιβλία, αλλά δεν και φθηνά άμα δεν έχεις καθόλου χρήματα. Ας γυρίσω στα θετικά, όμως. Μάνγκα: μία υπέρτατη μορφή τέχνης που συνδυάζει λόγο και ζωγραφική. Εχει μία μοναχικότητα και μία σκοτεινή εσωστρέφεια που προφανώς αγγίζει τα μετέφηβα όπως οι γκόθικ νότες στο έργο του Ντοστογιέφσκι και η σκοτεινή ησυχία στα ποιήματα. Πολλά μικρά γράφουν ποιήματα, όπως πάντα. Σ’ όλους τους αιώνες. Πάλι προβληματισμός για τον κόσμο των ενηλίκων: πώς ξεμαθαίνεις την ανάγκη για ποίηση; Πώς ξεχνάς να παρατηρείς μεγαλώνοντας, για να το ξαναβρείς ίσως μετά τα εξήντα;
γ) Μισούν την «τοξικότητα». Παρόλο που η διάλυση της ψυχική υγείας έχει ξεχειλώσει τόσο «σαν κόνσεπτ» ώστε να περιλαμβάνει αθώα σχόλια στη δουλειά μέχρι σάιτ που δεν λειτουργούν ή ελαττωματικές ηλεκτρικές συσκευές (πρόσφατα ένα εικοσάχρονο μου είπε ότι παθαίνει σύνδρομο μετατραυματικού στρες όταν κολλάει το λάπτοπ – υπερβολή που μου φάνηκε ακαταμάχητα διασκεδαστική), η αλήθεια είναι πως τα μικρά έχουν ένα «awareness», δηλαδή λίγη παραπάνω γνώση, γύρω από τις αρνητικές συνέπειες των συγκρούσεων, της έκθεσης σε κακεντρεχή σχόλια και της λεκτικής κακοποίησης. Γι’ αυτό μισούν το Facebook και αρκετά απ’ αυτά και το X, μεταξύ άλλων, γιατί είναι ένα μιζεριασμένο πεδίο σιχαμερών συγκρούσεων που οδηγούν στο απόλυτο τίποτα.
Οσες φορές συναναστράφηκα παιδιά γεννημένα γύρω στο 2000 σε κάποια δουλειά, ομιλία ή στον περίγυρό μου, έπαθα ένα όμορφο σοκ από την ευγένεια και τη διακριτικότητά τους. Ησυχα και καλοπροαίρετα, δουλεύουν σκληρά και ξέρουν ένα σωρό πράγματα. Μου άρεσε, γιατί κι εμένα μου φαίνεται ψυχανώμαλο να μαλώνεις στο ιντερνετικό καφενείο με τα τρολς και τα μποτς και πολύ φυσιολογικό να προτιμάς να τα κλείσεις όλα, ν’ ανάψεις το αρωματικό κερί και να διαβάσεις το περιοδικό σου ακούγοντας χαλαρωτική μουσικούλα.
Τα μικρά έχουν στρες, αλλά το στρες σ’ το δίνουν άλλοι όταν είσαι τόσο μικρός. Μερικά απ’ αυτά είναι βίαια, αλλά, προς θεού, όχι τα περισσότερα. Η χώρα έχει χάσμα γενεών κι έτσι βλέπει τα μικρά με απόσταση. Αυτό για πολλούς λόγους. Κάποιοι λογικά αφορούν: το εργατικό δυναμικό της χώρας, την έκφραση της νεολαίας –της αληθινής νεολαίας, όχι του κομματικού στρατού που μιλάει σαν κακό τσατμποτ– στην κεντρική πολιτική, την εξιδανίκευση της νεολαίας από γλειψιματικά δημοσιεύματα και την «καταδίκη» της από εξίσου κακά δημοσιεύματα αβάσιμης εσχατολογίας: έρχεται το τέλος. Και μάλλον έχει να κάνει και με τη φυγή πολλών παιδιών έξω ή την απόλυτη ιδιώτευσή τους για την οποία κατηγορούνται, ενώ οι προηγούμενοι έχουν φροντίσει πολύ καλά να την καταστήσουν όχι απλώς ελκυστική, αλλά βασικό εργαλείο επιβίωσης. Πόσο αντέχει κανείς να τρώει τα σωθικά του απογοητευμένος, όταν μπορεί να παίξει με το φυτό του ξεφυλλίζοντας ένα χοντρό μυθιστόρημα;
Εχει κάτι βαθιά ρομαντικό να μπορείς να πεις «γυρίζω την πλάτη μου στο μέλλον», αλλά είναι και λίγο αστείο όταν το μέλλον σ’ έχει ήδη γραμμένο, γιατί σ’ το ’χουνε στήσει έτσι που μόνο πλάτη βλέπεις αν γυρίσεις να το δεις, και είναι και λίγο γελοίο όταν αποπολιτικοποιείται κανείς από νωρίς, για ν’ αφήσει την πολιτική στα καρχαριόσκυλα. Βία; Ναι, μερικά μικρά είναι βίαια, φταίνε και δεν φταίνε, όμως που θέλουν να εκτονώσουν τις πιέσεις, τα ηλεκτρικά φορτία που τους πετυχαίνουν από τον κόσμο γύρω τους. Καλά θα ήταν να εκτόνωναν όλ’ αυτά κάπου πιο δημιουργικά – κάτι τέτοιο θα ήταν ελπιδοφόρο. Ή ίσως και απολύτως αναγκαίο εδώ και τώρα. Μία θετική εικόνα για κλείσιμο: Παγκράτι μετά τη βροχή. Δύο μικρά, σφιχτή αγκαλιά πάνω στο ηλεκτρικό πατίνι καλπάζουν στην αθηναϊκή νύχτα και όποτε τους πιάνει φανάρι, αγκαλιάζονται κι άλλο. Δεύτερη εικόνα: είσοδος πολυκατοικίας, Καλλιθέα, βράδυ. Δύο μικρά φιλιούνται ανάμεσα σε ξεραμένα φυτά και λογαριασμούς της ΔΕΗ. Τα παιδιά θα ’ναι οκ.