Το 1985 ο Μάνος Χατζιδάκις διοργάνωσε μια συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά. Ηταν περίφημη όχι μόνο για τη σύλληψη και την αισθητική της αλλά και για τον θόρυβο και τη θύελλα των αντιδράσεων που ξεσήκωσε τόσο στον τύπο όσο και στην πολιτική σκηνή της εποχής. Βλέπετε, πήρε για άλλη μια φορά στη ζωή του μία απόφαση που τον έφερε αντιμέτωπο με το κυρίαρχο ρεύμα που ήθελε την τέχνη μαζική και λαϊκή, στο όνομα και για όφελος της αφηρημένης έννοιας του λαού. Τι έκανε για όσους δεν θυμούνται; Ορισε την τιμή του εισιτηρίου της συναυλίας του πέντε φορές ακριβότερα από τη μέση τιμή των εισιτηρίων εκείνης της περιόδου. Το τι γράφτηκε και το τι λέχθηκε μπορεί να το αναζητήσει κανείς στα αρχεία των εφημερίδων.
Εκείνη την περίοδο, και για λόγους κυρίως προεκλογικούς, η πλειονότητα των συναυλιών που γίνονταν στις μεγάλες πόλεις ήταν με ελεύθερη είσοδο, κάτι που εξόργιζε τον Μάνο Χατζιδάκι. Βλέπαμε τότε σκηνές απείρου κάλλους πριν από την έναρξη αλλά και κατά τη διάρκεια των δωρεάν συναυλιών που σιγά σιγά όμως εκφυλίσθηκαν και βούλιαξαν στην αδιαφορία και στο «λεφτά δεν υπάρχουν». Ο ίδιος δήλωσε, όταν ρωτήθηκε, ότι δεν ήθελε τυχαίους ακροατές αλλά ακροατές που να θέλουν και να μπορούν να ακούσουν τη μουσική του, δηλαδή να έχουν και την κατάλληλη εκπαίδευση ώστε να μπορέσουν να εισέλθουν στον κόσμο της μουσικής του και των τραγουδιών. Εκτός από τα δημοσιεύματα και τις φωτογραφίες του τύπου, έχει μείνει φυσικά και το συγκλονιστικό τριπλό βινύλιο της Ρωμαϊκής Αγοράς με ορισμένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του παρουσιασμένα όπως ακριβώς ήθελε να ακουστούν εκείνη τη στιγμή… και ίσως και για πάντα!
Στην Ελλάδα ανέκαθεν συζητάγαμε για την ακριβή συναυλία ή την ακριβή παράσταση, ίσως γιατί για κάποιον λόγο με κάποιον τρόπο έχει περάσει μέσα μας ότι η τέχνη πρέπει να είναι δωρεάν. Για όσους παρακολουθούν τις τιμές των συναυλιών και των φεστιβάλ στο εξωτερικό ξέρουν ότι μετά τον Covid έχουν πάρει την ανηφόρα. Η συζήτηση επανέρχεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, τη μία φορά με αφορμή την τιμή των εισιτηρίων για τη συναυλία των Coldplay, και την άλλη για την τιμή του εισιτηρίου των Maneskin. Πρόσφατα οι λέξεις «είναι ακριβό» ακούστηκαν και για το σόλο live του λατρεμένου στην Ελλάδα Nick Cave στην κεντρική σκηνή της Στέγης.
Η αλήθεια είναι ότι μία συζήτηση για το τι είναι ακριβό και τι δεν είναι, ιδιαίτερα στον χώρο της ψυχαγωγίας, δεν μπορείς να την κάνεις χωρίς να προσβάλλεις αυτόν με τον οποίο συζητάς. Κι αν το κάνεις, εκτός από προσβλητικός, θα ακουστείς αλαζόνας και ελιτιστής. Η αλήθεια είναι επίσης ότι αυτό που ήθελε να δείξει η κίνηση του Μάνου Χατζιδάκι το 1985 είναι ότι ο καθένας έχει την ευθύνη των επιλογών του. Εδώ και αρκετά χρόνια θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μπορώ να παρακολουθώ δωρεάν όλα όσα αγαπώ στη μουσική, στο θέατρο και στα φεστιβάλ. Στο παρελθόν πλήρωσα και εγώ βέβαια το αντίτιμό μου και έκανα τις επιλογές μου.
Αυθόρμητα λοιπόν θα πω ότι συναυλία του Νick Cave είναι ακριβή για ένα ζευγάρι. Με τα χρήματα αυτά θα μπορούσε κανείς να αγοράσει ολόκληρη τη δισκογραφία του Cave και ένα πολύ καλό μπουκάλι ουίσκι και να το πιει στη βεράντα του σπιτιού του. Στην κεντρική όμως σκηνή της Στέγης θα είναι σαν να τον έχει στο σαλόνι του σπιτιού του. Το ερώτημα είναι τι αγοράζουμε όταν πληρώνουμε κάτι περισσότερο από αυτό που εμείς θεωρούμε δίκαιη τιμή.
Από την πανδημία και μετά έχουν ανέβει πάρα πολύ τα κόστη. Εχουν αυξηθεί οι αμοιβές των καλλιτεχνών, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι ρευστές, αφού άλλες φορές είναι στα πάνω τους κι άλλες φορές στα κάτω τους. Εχουν ανέβει επίσης οι μετακινήσεις και τα ξενοδοχεία. Αρα πληρώνουμε το όνομα του καλλιτέχνη και το επίπεδό του, τη σπανιότητα και τη μοναδικότητα του event, το κόστος παραγωγής. Και πληρώνουμε και την επιθυμία μας που αφορά μια καλή μας πλευρά και μια κακή μας πλευρά. Πληρώνουμε για τη ματαιοδοξία ότι για τις επόμενες μέρες θα μπορούμε να λέμε το περίφημο «ήμουν και εγώ εκεί» και πληρώνουμε και την πλευρά αυτή που λέει ότι για το είδος μας τα πράγματα που αποκτούν μεγαλύτερη αξία είναι αυτά που τα μοιραζόμαστε με τους άλλους, γιατί αυτή η εμπειρία μας κάνει να μεγαλώνουμε και να εξελισσόμαστε συναισθηματικά. Αλλωστε τι να την κάνεις την απόλαυση όταν δεν μπορείς να τη μοιραστείς με τον διπλανό σου.
Τι είναι ακριβό; Ο καθένας μας βαθιά μέσα του ξέρει τι πληρώνει.
Το 1985 έξω από τη Ρωμαϊκή Αγορά υπήρχαν διαδηλωτές που είχαν αναρτήσει πανό διαμαρτυρόμενοι για την τιμή του εισιτηρίου της συναυλίας του Μανού Χατζιδάκι. Το 2024 ο Nick Cave φαντάζομαι πως δεν θα βρεθεί μπροστά σε παρόμοιες σκηνές.
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ 1546
Σάββατο βράδυ λίγο πριν από τις 10 περίπου 2.000 άτομα περιμένουν με ανυπομονησία, χαρά και λαχτάρα τον Παύλο Παυλίδη να ανέβει στη σκηνή για ένα live ύστερα από πολύ καιρό και με αφορμή το νέο του άλμπουμ «Μπρανκαλεόνε». Προχωρώντας προς τα μέσα πέφτω πάνω σε έναν φίλο μου που γυρνάει και μου λέει: «Ρε συ, πολλούς νέους δεν έχει μέσα; Κανονικά η γενιά μας δεν έπρεπε να είναι εδώ μέσα;»
Δεν του απαντώ αλλά χαμογελάω. Θυμάμαι ένα τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου που λέει σ’ αυτήν την ηλικία ή μιλάς της καθεμιάς γενιάς ξεχωριστά ή κλείνεις και σιωπάς. Είναι κάποιοι καλλιτέχνες που κέρδισαν στην πορεία τους αυτό το πολυπόθητο να «μιλούν της καθεμιάς γενιάς ξεχωριστά».
Ο Παύλος Παυλίδης είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι οι επιλογές του καλλιτέχνη είναι αυτές που καθορίζουν τη διαδρομή του, και την πορεία του και κυρίως την υστεροφημία του. Είναι οι αξίες του που μπαίνουν πάνω απ’ όλα και που πιθανόν να του στερούν κάτι άλλο: την πιθανότητα μίας μεγάλης μαζικής αναγνώρισης. Του δίνουν όμως μια άλλη βαθύτερη και πιο πολύτιμη εμπειρία. Ο τρόπος που κινείται όλα αυτά τα χρόνια ο Παυλίδης μου θυμίζει έντονα έναν Βρετανό μουσικό, τον Τζο Στράμερ των Clash, που υποστήριζε ότι χωρίς το κοινό του δεν είναι τίποτα.
Ο Παύλος Παυλίδης καταφέρνει να ηχεί φρέσκος, σημερινός και σύγχρονος λες και βουτάει μέσα στην Πηγή της Νεότητας, τον περίφημο πίνακα του Λουκάς Κράναχ του πρεσβύτερου, που χρονολογείται το 1546. Αιώνιος νεανίας και πνεύμα ανήσυχο, ο Παυλίδης είναι από τους καλλιτέχνες που ζουν και τροφοδοτούν τη δημιουργικότητά τους καθημερινά με πάρα πολλά ερεθίσματα: διάβασμα, ταινίες, νέες μουσικές και νέοι ήχοι, συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους. Μοναχικός και σιωπηλός, μιλάει πάντα για αυτά που τον αφορούν και μόνο, αδιαφορώντας πλήρως για τη φασαρία που προκαλεί η καθημερινότητα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η δύναμή του είναι οι αξίες του, οι αρχές του και το κοινό που τον λατρεύει και μοιράζεται μαζί του χρόνο από την καθημερινότητά του. Σάββατο βράδυ, ξημερώματα Κυριακής, λίγο πριν από τις 12:30 στην Πειραιώς παρακολουθούσα από απόσταση τα εκατοντάδες χαρούμενα πρόσωπα που έβγαιναν από το Floyd. Τραγούδησαν, χόρεψαν και μοιράστηκαν μια αληθινή στιγμή.