Μπορώ ακόμη να φέρω στον νου μου τη γεύση του κρέατος μετά από εκείνη τη νηστεία των παιδικών μου χρόνων. Δεν ξέρω ακριβώς πώς μού ’χε έρθει, μάλλον πάσχιζα ν’ αποδείξω ότι μπορώ να το κάνω, αλλά είχα αποφασίσει να απέχω αρχικά από το κρέας, μετά από τα γάλατα και τα τυροκομικά (δεν ήταν διαδεδομένα τα γάλατα βρώμης το 2006) και σταδιακά και από το λάδι. Εν ολίγοις, νήστευα, και μάλιστα είχα πάρει κατάκαρδα τα λόγια του Χριστού, να μην παινεύομαι για τη νηστεία μου, αλλά να δείχνω ταπείνωση – εγχείρημα που έκτοτε πάει απ’ το κακό στο χειρότερο.
Θυμάμαι, όντως, τη γεύση του κρέατος μετά τη νηστεία. Την ίδια ακριβώς γεύση έχει το νερό μετά το τρέξιμο, η ξεκούραση μετά από κάποιες ώρες συμπαγούς μελέτης. Είναι μία δύσκολα κερδισμένη γαλήνη που έχει γίνει αυτοσκοπός. Δείτε πόσος κόσμος (κανονικός κόσμος, όχι πρωταθλητές) δηλώνει πρόθυμος να τρέξει 42 χιλιόμετρα ή να τρέξει, να ποδηλατήσει στα κατσάβραχα και στο τέλος να κολυμπήσει και λίγο. Ή πόσος κόσμος κάνει fasting, νηστεία, δηλαδή, χωρίς το ηθικό περίβλημα και τις μεταφυσικές προεκτάσεις, σκέτη στέρηση εντός του κόσμου τούτου. Η πνευματικότητα είναι σε υψηλή ζήτηση ή τουλάχιστον το εξωτερικό τσόφλι της θρησκείας, η προσωποποιημένη θρησκειούλα που φτιάχνει κανείς αφού διαλέξει από ένα μενού επιλογών και σχηματίσει την προσωπική του πεποίθηση για το τι είναι σωστό. Οι προσευχές στον 21ο αιώνα είναι κάπως αυτοσχεδιαστικές (βλ. This Life: Secular Faith and Spiritual Freedom, Martin Hagglund, όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει μία κοσμική πίστη και μαζί την ελευθερία να διαλέγεις πώς θα ταΐσεις τις πνευματικές σου ανάγκες).
Πώς είναι να έχεις πίστη; Είναι μία μάλλον μαγική, συγκλονιστική εμπειρία προσωπικής επαφής με κάτι υψηλό. Πίσω στο Πάσχα των παιδικών μου χρόνων θυμάμαι μία συμμαθήτρια που νήστευε, αλλά έπαιρνε κάτι τεράστια ψωμιά και τα έτρωγε στο διάλειμμα. Ενας καθηγητής τής είχε εξηγήσει ότι το νόημα είναι στη στέρηση, όχι στο να είσαι εφευρετική με τους τρόπους αποφυγής του κρέατος. Της είπε: δεν πρέπει να τρώει κανείς μεγάλες ποσότητες από χόρτα και ψωμιά, αλλά να στερηθεί. Κάπως αυστηρή δίαιτα για ένα δεκαπεντάχρονο, αλλά μου ’χει μείνει, κυρίως επειδή δεν περίμενα ο συγκεκριμένος πραγματικά basic τύπος να έχει πνευματικές αναζητήσεις, θεωρούσα πως αυτό είναι αποκλειστικά δικό μου προνόμιο, άλλωστε ήμουν τόσο σοφή. Στην ενήλικη ζωή το κακό είναι ότι τη στέρησή σου πρέπει να τη διαλέξεις και μετά να την τηρήσεις και ότι, αν ψάχνεις όντως κάτι πνευματικό, πρέπει να κόψεις τα πολλά ψωμιά και στη δίαιτα του εσωτερικού σου κόσμου. Πού μπορεί, λοιπόν, να βρει κανείς ήσυχες τροφές για αυτό το πεινασμένο στόμα που απορεί μπροστά στο ενδεχόμενο ενός κόσμου χωρίς νοήματα και χωρίς τίποτα που να τον συγκρατεί από πίσω; Και πού μπορεί να βρει κανείς ενδείξεις πως αν πιστέψεις, ε, δεν θα γίνουν θαύματα, αλλά, για να δανειστώ μια φράση του Στ. Ζουμπουλάκη, ο κόσμος θα γίνει «κατοικήσιμος».
Τη Μεγάλη Εβδομάδα, τα μαγαζιά θα γεμίσουν κόσμο που θα ξοδεύει τα λεφτά του σε υπερκοστολογημένα πασχαλινά αυγά με λαγουδάκια και κορδέλες και οι εκκλησίες θα υποδεχθούν το ριάλιτι σόου της πίστης σε δημόσια θέα, ειδικά σε ό,τι αφορά τους υποψηφίους. Πού μπορεί να κρυφτεί κανείς, για να αηδιάζει λιγότερο απ’ όλ’ αυτά; Υπάρχει μία τύπισσα που εμπνέει, εντελώς παράδοξα, αρκετούς ανθρώπους σήμερα και που ζηλεύω πάντα το ντύσιμο, τα γυαλιά και το κούρεμά της, η Σιμόν Βέιλ, η οποία σίγουρα πήγε στα άκρα το ζήτημα της τροφής κάθε είδους. Μια βασική ιδέα γι’ αυτήν και για το πώς εμπνέει νέους ανθρώπους σήμερα με το παράδειγμά της μπορεί να πάρει κανείς στο podcast philosophise this! (στα αγγλικά). Για περισσότερα, κοίταξα στα βιβλία The need for roots και στη συλλογή με δοκίμια του Ζουμπουλάκη, Ηθική της Αγάπης Και Πολιτική Πράξη (απ’ τις εκδόσεις Πόλις, απ’ όπου, επίσης κυκλοφορεί Το πρόσωπο και το ιερό). Σ’ αυτήν τη συλλογή θα εστιάσω λίγο τώρα και συγκεκριμένα στο κείμενο για τη «μωρία της αγάπης», μιας που σε κάθε θρησκευτική γιορτή σκέφτομαι πως είναι κάπως συγκινητική η αφέλεια που χρειάζεται, για να πιστεύει κανείς σε κάτι, στο οτιδήποτε. Και σκέφτομαι πως η εποχή μας είναι κάπως κυνική, γιατί κατά βάθος έχουμε πληγωθεί, είναι μία μαζική συλλογική άμυνα σ’ ένα τραυματισμένο νόημα. Αλλά ας μην επεκταθώ, ας υποθέσουμε πως θέλει κανείς να ξεμπερδεύει με τον κυνισμό, πως παίρνει την απόφαση να αγαπά και να νηστεύει ή να προσεύχεται (αυτοσχεδιαστικά πάντα) και να αγαπά. Ή ας υποθέσουμε πως παίρνει κανείς την απόφαση ν’ αλλάξει λίγο, να ξεκουνηθεί. Εχει να του πει τίποτα η Σιμόν Βέιλ; Σίγουρα όχι. Αν ψάχνει κανείς «δέκα απλά βήματα προς την ηθική τελείωση». Μπορεί να στραφεί κανείς, όμως, στη Βέιλ, αν ψάχνει τροφή για τον εσωτερικό του κήπο, και μάλιστα χρειάζεται η βοήθεια κειμένων άλλων (γι’ αυτό εγώ χρησιμοποιώ τον Ζουμπουλάκη), γιατί είναι κάπως στριφνή και περίεργη, ειδικά για τους μη μυημένους (σ’ αυτούς ανήκω κι εγώ που είδα απλώς κάποτε μία καταγραφή στα ημερολόγια της Susan Sontag για τη Βέιλ, την έψαξα και μου ’χε φανεί επαρκώς κουλ ώστε μετά να ψάξω λίγο παραπάνω, αλλά χωρίς ποτέ να κινδυνεύω πραγματικά να πέσω σε κάποια λαγουδότρυπα με χριστιανούς, ηθικούς φιλοσόφους και στέρηση τροφής).
Λέει, λοιπόν ο Ζουμπουλάκης, διαβάζοντας τη Βέιλ. «Μόνη πηγή του ιερού είναι το αγαθό. Μέσα σε κάθε άνθρωπο ζει ανεπίγνωστα στο βάθος της καρδιάς του η προσδοκία του καλού. Η ιερότητα του ανθρώπου είναι ακριβώς η επιθυμία να μην του κάνουν κακό, το παράπονό του όταν του κάνουν, και η προσδοκία να του κάνουν καλό. Στη μακρά ιστορία του κακού, οι αναρίθμητοι άνθρωποι που έχουν βασανιστεί από τους κάθε λογής ισχυρούς, οι τσαλαπατημένοι άνθρωποι, οι σκλάβοι, αυτή την επιθυμία και προσδοκία δεν μπορούν πάντα να την εκφράσουν. Μένει ωστόσο ανεξάλειπτα ζωντανή, ένας αλάλητος στεναγμός, μια ανεκφώνητη διαμαρτυρία. Αντηχεί μέσα τους αδιάκοπα η βουβή κραυγή “γιατί μού κάνετε κακό;”». (Ηθική Της Αγάπης, σελ. 54). «Ο αλάλητος στεναγμός των αδικημένων, το ψέλλισμά τους, η βουβή κραυγή της οδυνηρής έκπληξής τους, όταν τους κάνουν κακό τίποτε από όλα αυτά δεν έχει προσωπικά χαρακτηριστικά».
Εχοντας αποφλιώσει την πνευματικότητα από το κοινωνικό (σε μία προσπάθεια απαλλαγής από την καταπίεση της κοινότητας ή της παράδοσης και από το βάρος των ηθικών καθηκόντων), έχουμε φέρει τη θρησκεία στα μέτρα μας, στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Μία πίστη χωρίς πίστη, χωρίς περίγυρο ή κάτι μεταφυσικό. Χωρίς ηθικές υποχρεώσεις και καθήκοντα, χωρίς, βάρη, μία σκέτη εκτέλεση τελετουργικών πράξεων από το fasting (που δεν είναι νηστεία, γιατί λείπει το πνευματικό στοιχείο) μέχρι τις ανάσες χωρίς την προσευχή, μέχρι τους θρησκευτικούς γάμους για το σόου του γάμου κ.λπ.
Είναι σαν οι άλλοι, ειδικά οι ταλαιπωρημένοι/πεινασμένοι/
Κι όμως, νιώθω μια ανάταση όταν διαβάζω γι’ αυτήν την ανεπίγνωστη προσδοκία καλού. Και παρόλο που διαφωνώ σ’ ένα σωρό πράγματα με τη Βέιλ και τους άλλους στοχαστές της συλλογής, παρόλο που μια χαρά μού φαίνεται και η αποδυνάμωση της επίσημης θρησκείας και η χαλαρότητα στην πίστη, βρίσκω ακαταμάχητα σαγηνευτική την ιδέα της αγάπης. Ενας σημερινός Χριστός –ή μία, κάποια, υποσιτισμένη οραματίστρια σαν τη Βέιλ– θα ήταν τόσο περίεργος/η σήμερα. Φαντάσου, όντως, να έλεγε κάποιος ν’ αγαπήσουμε τους γύρω μας. Οχι να τους ανεχτούμε, να τους αγαπήσουμε. Πραγματικά περίεργες, άφταστες ιδέες, σχεδόν σκανδαλώδεις, αλλά όταν χάνω την πίστη μου στην ανθρωπότητα ακούω JS Bach, το μόνιμο σάουντρακ σε κάθε αυτοσχεδιαστική προσευχή κι αυτή η πίστη γυρίζει πίσω και με ξαναβρίσκει, μου είναι κάπως πειστική, η πίστη κόντρα στα πράγματα, η πίστη παρά την πραγματικότητα και εντός της πραγματικότητας. Να μερικά ακόμη λόγια που ηχούν παράδοξα, αν όχι τρελά, σήμερα (Ηθική της αγάπης, σελ. 68, όπου παραθέτει Βέιλ): «Ο Χριστός αναγνωρίζει ως δικούς του εργάτες του καλού μόνο εκείνους που το έλεός τους στηρίζεται πάνω στη γνώση της δυστυχίας» […] «Ο εργάτης του καλού που ο Χριστός αναγνωρίζει ως δικό του, όταν βρίσκεται μπροστά σε έναν δυστυχισμένο νιώθει ότι δεν υπάρχει καμία απόσταση ανάμεσά τους, μεταφέρει στον άλλο όλη του την ύπαρξη». Πόσο τρομακτικό θα ήταν να παίρναμε στα σοβαρά αυτές τις λέξεις;