Αν κάτι μπορούμε να μάθουμε από την πορεία και την ιστορία του «Hallelujah», του πιο ανθεκτικού και πιο χαρακτηριστικού τραγουδιού του Λέοναρντ Κοέν, 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, είναι ότι οι άνθρωποι δεν ελέγχουμε τίποτα στις ζωές μας, ότι είναι σχεδόν αδύνατο να δούμε τη μεγάλη εικόνα και την εξέλιξή της, και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αφήνουμε τα ίχνη και τα έργα μας πίσω μας. Αυτά που είναι ωφέλιμα στο πνευματικό μας ταξίδι, αυτοί που ακολουθούν θα τα φροντίσουν.
Είναι ένα τραγούδι που έγινε θρύλος. Αποθεώθηκε και λατρεύτηκε, και μπήκε στα χείλη όλων για τους ιδιαίτερους και βαθυστόχαστους στίχους του, την υπνωτική μελωδία και τον ρυθμό που σε ρουφάνε μέσα τους, αλλά και την αντοχή του στον χρόνο, καθώς χρόνο με τον χρόνο και δεκαετία με τη δεκαετία απέκτησε διαστάσεις μεταφυσικές και ένα όλο και μεγαλύτερο κοινό, κοινό αναπάντεχο και διαφορετικό.
Ο Λέοναρντ Κοέν ξεκίνησε να γράφει το «Hallelujah» στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αντλώντας έμπνευση από τις ιστορίες της Βίβλου, τις προσωπικές του εμπειρίες, τις υπαρξιακές του αγωνίες, αλλά και την κατάθλιψη που τον κυνηγούσε μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του.
«Ως παιδί με συγκινούσε πολύ αυτός ο φορτισμένος λόγος που άκουγα στη συναγωγή, που όλα έμοιαζαν μεγάλα και σημαντικά. Ο κόσμος μας δημιουργήθηκε μέσω των λέξεων, μέσω του λόγου», έλεγε ο ίδιος για τις εικόνες τις θρησκευτικές που κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος του έργου του.
Ο μύθος λέει ότι όταν συναντήθηκαν με τον Μπομπ Ντίλαν στο Παρίσι, ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις, τον ρώτησε ο Ντίλαν πόσο του πήρε να γράψει το τραγούδι. Ο Μπομπ Ντίλαν ήτανε και από ελάχιστους στη δεκαετία του ’80 που είχε καταλάβει πόσο σπουδαίο τραγούδι ήταν το «Αλληλούια». Ντράπηκε να του πει ότι «με βασανίζει 6 με 7 χρόνια» και του είπε «δύο χρόνια». Πάντοτε ίδρωνε πάνω από το λευκό χαρτί.
Οι στίχοι του τραγουδιού υφαίνουν θρησκευτικές εικόνες και μνήμες προσωπικές, τις σχέσεις του με τις γυναίκες, και αντανακλούν όλο του το υπαρξιακό ταξίδι ως καλλιτέχνη, εξερευνώντας τις δυσκολίες της αγάπης, της πίστης αλλά και της ανθρώπινης αδυναμίας. Εκφράζει απόλυτα αυτό που κυριάρχησε σε όλο το έργο, ποιητικό και στιχουργικό. Ενα μέρος από τη Βίβλο και ένα μέρος από τη γυναίκα με την οποία κοιμήθηκε χθες το βράδυ.
Το τραγούδι αυτό εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1984 στο περίφημο άλμπουμ «Various Positions», που απορρίφθηκε από τη δισκογραφική του εταιρεία στην Αμερική, παρότι είχε πληρωθεί η παραγωγή του, πράγμα σπάνιο και ασυνήθιστο για τη δισκογραφία. Στην Αμερική δεν κυκλοφόρησε καν παρά μόνο αργότερα από μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία στο Νιου Τζέρσεϊ. Το άλμπουμ αυτό περιλαμβάνει και άλλη μία μεγάλη επιτυχία του, το «Dance me To The End of love». Πιθανότατα η δισκογραφική του εταιρεία, αν κοιτάξει κανείς τις κυκλοφορίες εκείνης της χρονιάς, είχε άλλες προτεραιότητες. Αλλωστε όλοι κάνουμε λάθη. Ο κόσμος της μουσικής προφανώς δεν ήταν έτοιμος για έναν πενηντάρη ροκ σταρ που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο μέχρι τότε, που δεν έμπαινε στον δρόμο κανενός και κανένας δεν έμπαινε στον δρόμο του.
Ο Λέοναρντ Κοέν υποδέχτηκε την απόφαση αυτή όπως υποδεχόταν όλα τα εξωτερικά γεγονότα που συνέβαιναν και στα οποία δεν είχε κανέναν έλεγχο: στωικά!
Το «Hallelujah» άρχισε να αποκτάει δυναμική μετά από αρκετά χρόνια και μέσα από μια σειρά από επανεκτελέσεις και διασκευές από άλλους καλλιτέχνες, καλλιτέχνες όπου ο καθένας από αυτούς έβαζε στη δικιά του εκδοχή και ένα διαφορετικό συναισθηματικό βάθος στο τραγούδι. Ο αδικοχαμένος Τζεφ Μπάκλεϊ ήταν αυτός που το τραγούδησε σε μια εκκλησία στο Μπρούκλιν το 1994, μέρος ενός φεστιβάλ που γινόταν στην πόλη, και εκτόξευσε την αναγνωρισιμότητα του τραγουδιού με μια ερμηνεία γυμνή και εύθραυστη, που άγγιξε εκατομμύρια νέους ακροατές σε ολόκληρο τον κόσμο στέλνοντας πολλούς να ψάχνουν το έργο του Κοέν. Ο Τζεφ Μπάκλεϊ με τη συγκλονιστική ερμηνεία του έκανε το τραγούδι καλτ.
Ο Τζον Κέιλ των Velvet Underground το τραγούδησε πιάνο/φωνή, αυστηρά, δωρικά και λιτά και επίσης με ένα βάθος που το έκανε ακόμα περισσότερο κοσμικό. Το τραγούδι έγινε καλτ, αλλά έμεινε εκεί και έπρεπε να υπάρξει μια ταινία, ταινία κινουμένων σχεδίων για την ακρίβεια, το «Σρεκ», το οποίο δημιούργησε μια φρενίτιδα επανεκτελέσεων και ερμηνειών. Και έτσι ξεκίνησε η χιονοστιβάδα! Τραγουδιστές και τραγουδοποιοί από τον χώρο της ποπ, της ροκ, της σόουλ και της φολκ άρχισαν να θέλουν ο καθένας με τον τρόπο του να πει το δικό του «Αλληλούια». Για την ακρίβεια, ίσως να μην έχει υπάρξει καλλιτέχνης που να μην έχει πει έστω και σε μια πρόβα κάποιους στίχους από αυτό το τραγούδι. Μπήκε σε αίθουσες συναυλιών κλασικής μουσικής, σε εκκλησίες, αλλά και σε τηλεοπτικά μουσικά σόου ανάδειξης ταλέντων.
Το αλληλούια είναι μια λέξη που όταν τη χρησιμοποιείς δύσκολα μπορείς να αποφύγεις τους θρησκευτικούς συνειρμούς. Ο Λέοναρντ Κοέν μοιάζει να πήρε αυτή τη λέξη από τον ουρανό και τις Γραφές και να την έκανε μοντέρνα και καθημερινή.
Το στιχουργικό αυτό αριστούργημα με τους αμέτρητους στίχους –ο μύθος λέει για 180 στίχους που κανείς δεν άκουσε ποτέ και που για πολλά χρόνια ο Κοέν πρόσθετε καινούργιους στίχους– εξελίχθηκε από έναν 7ετή δημιουργικό πόνο σε ένα παγκόσμιο φαινόμενο που λατρεύεται, τραγουδιέται και ψιθυρίζεται από αμέτρητους καλλιτέχνες και εκατομμύρια ακροατών σε ολόκληρο τον κόσμο, ανεξαρτήτως θρησκείας, γλώσσας, χρώματος και φύλου. Είναι ίσως το πιο γενναιόδωρο τραγούδι του Λέοναρντ Κοέν, ένα τραγούδι που ξεδιπλώνει με βάθος, ουσία και σημασία το δικό του πνευματικό ταξίδι, τη δικιά του αναζήτηση, τη δική του προσπάθεια να πολεμήσει τις αδυναμίες του. Χαρτογραφεί πράγματα που μπορεί να είναι ωφέλιμα για το προσωπικό πνευματικό ταξίδι του καθενός από εμάς.
Από την πλήρη ανυπαρξία της δεκαετίας του ’80 το «Hallelujah» έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα και αναγνωρίσιμα τραγούδια της ποπ μουσικής. Εγινε μια σύγχρονη προσευχή. Ο Λέοναρντ Κοέν, στην αναζήτηση του πνευματικού του δρόμου, δοκίμασε τα πάντα. Το «Αλληλούια» συμπυκνώνει αυτήν ακριβώς τη διαδρομή. Για εμένα σήμερα έχει την ίδια θέση στον κόσμο της ποπ κουλτούρας που έχει το «Imagine» του Τζον Λένον ή η μπανάνα του Αντι Γουόρχολ και το εξώφυλλο του Sergeant Pepper.
Οταν βλέπεις τον κόσμο και τους νόμους της ωμής αναγκαιότητας που τον διέπουν, καταλαβαίνεις ότι ο μόνος τρόπος για να συμφιλιώσεις αυτό το πέπλο πόνου με τη λογική είναι να κολλήσεις την ψυχή σου στην προσευχή. Κοιτάζεις γύρω σου και βλέπεις έναν κόσμο αδιαπέραστο, ακατανόητο. Για να μπορέσεις να προχωρήσεις είτε σηκώνεις τη γροθιά σου είτε λες «Αλληλούια». Στη ζωή μου προσπάθησα να τα κάνω και τα δύο.
Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση, ραντεβού την επόμενη Πέμπτη.
Αλληλούια!