Αναζητώντας έναν επίλογο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, των αμέτρητων γυρισμάτων που έκανε ο Μάικλ Λίντζι Χογκ για την ταινία των Beatles Let it Be, κατέληξε σε μια ιδέα που έμοιαζε λίγο με την αρχική του. Τα γυρίσματα για το Let it Be επρόκειτο να είναι η χαρτογραφημένη διαδρομή που θα κατέληγε στην επιστροφή του συγκροτήματος στις ζωντανές εμφανίσεις, κάτι που είχαν να κάνουν από το 1966. Μια συναυλία των Beatles σε ένα αμφιθέατρο για την οποία ο κόσμος που θα ήθελε να παρευρεθεί θα έπρεπε διασχίσει ωκεανούς και ηπείρους.
Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντα όπως τα σχεδιάζει ο «δημιουργός τους», και το τυχαίο αλλά και το απρόβλεπτο μπορεί να οδηγήσουν σε εξίσου σημαντικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα στην τέχνη. Έτσι βρέθηκε μια ιδέα που δεν ήταν η συναυλία τους σε ένα αμφιθέατρο, αλλά μια συναυλία για λίγους, που ίσως να συγκαταλέγεται στις τρεις πιο διάσημες και ιστορικές όλων των εποχών.
Το Let it Be κυκλοφόρησε το 1970 και ακολουθήθηκε από πολλά αρνητικά και απογοητευτικά σχόλια, αφορούσε άλλωστε και το άλμπουμ των Beatles που ήταν προϊόν εκείνης της διετίας, από το 1968 μέχρι και το 1970, όπου οι σχέσεις τους είχαν φτάσει στα άκρα για όλους τους γνωστούς λόγους. Το φιλμ Let it Be επέστρεψε αυτές τις μέρες ξανά στις οθόνες μας, 54 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, που ήταν η 8η Μαΐου του 1970, και οι εικόνες του μας λένε πολλά για τις σχέσεις του συγκροτήματος, για τα βλέμματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους και για όλα αυτά που πιθανόν δε λέγονταν. Όμως μας λέει και κάτι άλλο, πως ό,τι είχαν ζήσει την προηγούμενη συνταρακτική δεκαετία ήταν πολύ μεγάλο για να χαθεί και ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές τους, ακόμα και στα πιο κάτω τους, οι Beatles δημιουργικά ήταν κάτι ασύλληπτο. Συνέβαιναν μαγικά πράγματα και θαύματα κάθε φορά που αυτοί οι τέσσερις βρίσκονταν μαζί με τον Τζόρτζ Μάρτιν στο στούντιο για να προβάρουν ή και να ηχογραφήσουν. Για εμένα αυτή η περίοδος, αυτή η περίφημη «κακή» διετία, ήταν η πιο παραγωγική αλλά και μια από τις πιο δημιουργικές της πορείας του συγκροτήματος, αφού όχι μόνο ηχογράφησαν ορισμένα από τα πιο κλασικά και διαχρονικά τραγούδια τους, αλλά η ικανότητά τους να δοκιμάζουν και να πειραματίζονται στο στούντιο και φυσικά να κάνουν το πιο περίπλοκο να ακούγεται απλό είχε φτάσει στο απόγειό της. Για τους Beatles ισχύει αυτό που ισχύει για πολλούς δημιουργούς, όσο μεγαλύτερη ένταση τόσο πιο ακραία και ενδιαφέρουσα η δημιουργικότητα. Αφού λοιπόν ναυάγησε το σχέδιο για τη συναυλία στο αμφιθέατρο, που θα ήταν η επιστροφή των Beatles, ο Μαικλ Λίντζι Χογκ αναζητώντας τον επίλογο κατέληξε στο περίφημο γύρισμα που έγινε στην ταράτσα των γραφείων της εταιρείας τους, της Apple Records, στον αριθμό 3 της Σαβιλ Ρόου, σε μια συναυλία έκπληξη που ενθουσίασε τον κόσμο στα γραφεία της περιοχής αλλά και στο κοινό που περνούσε από κάτω και κοιτούσε ξαφνιασμένο και απορημένο ψηλά στον ουρανό. Έτσι θέλω να θυμάμαι τους Beatles για πάντα, μέσα σε όλα και πάνω απ’ όλα.
Τώρα μιλάμε για τένις;
Δεν θυμάμαι άλλη ταινία του σινεμά κατά την οποία τα τελευταία 2 λεπτά, στο φινάλε της ταινίας δηλαδή, να απελευθερώνεται μια ποσότητα ηλεκτρισμού και μια ενέργεια ανάμεσα στα βλέμματα και τα σώματα των πρωταγωνιστών, και κατ’ επέκταση στα βλέμματα των θεατών, που να με έχει αφήσει με το στόμα ανοιχτό και να με κάνει να φέρνω και να ξαναφέρνω στο μυαλό μου αυτή τη μοναδική σκηνή. Βλέπετε, όλο αυτό που παρακολουθούσαμε για περίπου 2 ώρες στην ταινία “The Challengers” -που μεταφράστηκε στα ελληνικά «Οι Αντίπαλοι»– δεν οδηγούσε σε μια τέτοια κατάληξη, δεν οδηγούσε σε αυτήν τη λύση στην ιστορία των τριών πρωταγωνιστών που μάλλον κινούνται έως και νωχελικά κατά το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Ίσως μάλιστα τη μεγαλύτερη ένταση να την αντλούμε από τις φοβερές μουσικές που υπογράφουν οι Αττικους Ρος και Τρεντ Ρέζνορ.
Είναι κι αυτή η ασυνήθιστη φιλοσοφία που ενστερνίζεται για τις ταινίες ο σεναριογράφος και συγγραφέας Τζάστιν Κουρίτζκις: «Θέλω η ταινία να ξεκινάει όσο πιο αργά γίνεται και να τελειώνει όσο πιο νωρίς μπορώ».
Ο Τζάστιν Κουρίτζκις, σεναριογράφος της ταινίας, λατρεύει το τένις, έχει παίξει τένις και μάλιστα πέρασε κάποια περίοδο της ζωής του με επιτυχία από τα γήπεδα. Συνάντησε εδώ τον σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο, που στις ταινίες του αναζητάει τις απρόσμενες συναντήσεις ανθρώπων που απελευθερώνουν αυτό που έχουν μέσα τους, που απελευθερώνουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Μαζί έφτιαξαν μια ταινία που δεν λέει κάτι σημαντικό και δεν θέλει να σου αλλάξει τη ζωή, αλλά το φινάλε της συμπυκνώνει την ενέργεια και τον ηλεκτρισμό που εκλύεται στα τελευταία δευτερόλεπτα ενός αγώνα τένις, ο οποίος έχει φτάσει στο σημείο κατά τον οποίο όλα κρίνονται στον τελευταίο πόντο, στο τάι μπρέικ. Τώρα μιλάμε για τένις; Όπως λέει και ο Κουρίτζκις όλα είναι τένις και όπως θέλω εγώ να συμπληρώσω όλα είναι ζωή. Και νομίζω πως και οι δύο έχουμε δίκιο. Ελπίζω αν δεν έχετε δει την ταινία να μην αποκάλυψα πολλά.
Ο θαυμαστός κόσμος του Πέδρο Αλμοδόβαρ
«Εγώ έμαθα πολλά από τη μάνα μου – δίχως να το συνειδητοποιήσουμε ούτε εκείνη ούτε εγώ. Έμαθα κάτι ουσιώδες για τη δουλειά μου, τη διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα και πώς η πραγματικότητα πρέπει να συμπληρώνεται από τη μυθοπλασία για να γίνεται η ζωή πιο εύκολη» γράφει ο Αλμοδόβαρ στο «Το τελευταίο όνειρο». Είναι η ιστορία που έδωσε και τον τίτλο σε αυτή τη συλλογή αφηγημάτων, όπως τις αποκαλεί ο ίδιος, που κυκλοφορεί τις μέρες αυτές από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου.
Λίγοι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να συμπυκνώνουν σε τόσες προτάσεις τόσο τη ζωή τους όσο και την τέχνη τους, τις σχέσεις τους με τους άλλους αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Λίγοι, και μόνον αυτοί που έχουν το φυσικό χάρισμα να αφηγούνται ιστορίες σαν γνήσιοι παραμυθάδες, που άλλοτε μαγεύουν ένα ολόκληρο χωριό και άλλοτε έναν ολόκληρο πλανήτη. Άλλωστε οι αφηγήσεις του ξεκινούν από τις αυλές, που μοιράζονταν τα σπίτια στη Μόντσα, με τις γυναίκες να κουτσομπολεύουν και να τραγουδούν, εκεί στη δεκαετία του 60. Εικόνα που και εμάς στην Ελλάδα μας θυμίζει πολλά. Οι ιστορίες συνεχίζονται στις εκρηκτικές νύχτες της γειτονιάς της Μαλασάνια της Μαδρίτης και στο κίνημα της Movida και φτάνουν μέχρι τις τελευταίες ημέρες του Χόλιγουντ.
Διηγήματα και ιστορίες που είναι ό,τι κοντινότερο σε μια αυτοβιογραφία, αφού ο αναγνώστης μέσα από αυτές θα αποκτήσει σε βάθος γνώση για τον ίδιο ως κινηματογραφιστή, ως αφηγητή ιστοριών, και για τον τρόπο με τον οποίο στη ζωή του μπερδεύεται ο ένας ρόλος με τον άλλο. Λέει ο ίδιος σε μια εξαιρετικά αποκαλυπτική εισαγωγή: «Θυμάμαι πως έγραφα από παιδί, πάντα έγραφα, αν για κάτι ήμουν βέβαιος ήταν η λογοτεχνική μου κλίση, και αν για κάτι δεν είμαι σίγουρος είναι για αυτά που έχω καταφέρει.»
Blender #28 Spotify List
Το Blender της εβδομάδας περιλαμβάνει μια σειρά από τραγούδια, που έχουν ακουστεί στις ταινίες του Λούκα Γκουαντανίνο, του Πέδρο Αλμοδόβαρ αλλά και ορισμένα τραγούδια από το Let it be.