Εχω ερωτευτεί την Ιλιάδα. Το 2023 το έπος κυκλοφόρησε σε μετάφραση της Emily Wilson, ένα δώρο για όποιον άνθρωπο μιλάει αγγλικά. H Wilson (καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, MacArthur Fellow, Guggenheim Fellow και μεταφράστρια του Ομήρου, του Ευριπίδη κ.λπ.) έχει κάνει το έπος έπος. Εχει διαλέξει σύγχρονα, γειωμένα αγγλικά και κόβει την απόσταση ανάμεσα στον Ομηρο κι εμάς. Το αποτέλεσμα είναι σκέτη απόλαυση. Πόση είναι η απόσταση ανάμεσα στον Ομηρο κι εμάς θα πείτε, αφού μιλάμε ελληνικά; Κι όμως, άμα διαβάσει κανείς τα μεγάλα έργα σε τίποτα ελληνικά πεθαμένα, κινδυνεύει να πιστέψει πως οι αρχαίοι αφηγούνταν ψόφια πράγματα, και αυτό είναι απολύτως παραπλανητικό, μία χασούρα για μας τους Ελληνες.
Η Ιλιάδα, για παράδειγμα, είναι ΤΟ έπος. Ενα μπεστ σέλερ. Εχει σεξ και βία, μάχες και κορμιά που πέφτουν, επικές παρομοιώσεις και πλοία, μία μυθική πόλη που πρέπει να κατακτηθεί (βλ. το δαχτυλίδι στον Αρχοντα των Δαχτυλιδιών, τις δυνάμεις που εξολοθρεύουν το κακό στον Χάρι Πότερ, την ιερή φώτιση στις περιπλανήσεις των προσκυνητών κ.λπ.). Εχει άνδρες που ζηλεύουν ή που θρηνούν, γυναίκες-λάφυρα, αμύθητα πλούτη και θάρρος, ψυχές που τις κατακτά ένα επικίνδυνο συναίσθημα (έπαρση, φόβος) και, κυρίως, ψυχές που φεύγουν μέσα απ’ τα δόντια, αυτό το φράγμα που υποχωρεί στα ξαφνικά κι ανοίγει δρόμο για τον Αδη.
Δεν μπορώ να περιγράψω ακριβώς την αίσθηση της παρουσίας των θεών στον κόσμο των ανθρώπων, μία αίσθηση που στο δικό μας σύμπαν ισοδυναμεί με τρέλα ή βαθιά πίστη. Δεν μπορώ να πω πώς ένιωσα όταν η Αθηνά μπλέχτηκε στη μάχη, όταν ο Ηφαιστος μίλησε, όταν ο Αρης θέρισε ψυχές, όταν ο Ποσειδώνας νευρίασε. Ηταν μία περίεργη μετατόπιση σ’ έναν κόσμο πιο πλούσιο και σημαντικό απ’ τον δικό μου. Και τι αφήγηση! Γυρίζει εκεί που δεν το περιμένεις, δημιουργεί σασπένς. Οι ακροατές του ποιήματος πρέπει να ένιωθαν πραγματικά πως τους μιλάει απευθείας η μούσα. Αν το δει κανείς ως αυτό που είναι, ένα μεγάλο ποίημα, με λέξεις παλιές (κάποιες τις λέμε ακόμη!) ελάχιστα μπορεί να κάνει. Κυρίως να θαυμάσει και ν’ ανατριχιάσει αβίαστα.
Περπατώντας μες στην Ιλιάδα βρίσκει κανείς χυμένα εντόσθια πλάι σε αποφάνσεις του στυλ: οι θεοί αναμειγνύουν τα καλά και τα κακά, όπως το κρασί, σκέτο κρασί ή αμβροσία πίνουν μόνον οι αθάνατοι, μερικοί θνητοί πίνουν όλοι τους τη ζωή σκέτο νερό. Παρομοιώσεις για δέντρα και πτηνά, πλάι σε τρυπημένα μυαλά, πανοπλίες που πέφτουν και κροταλίζουν πλάι σε δηλώσεις ανδρείας. Την αίσθηση πως ο θάνατος σε κυνηγάει διαρκώς, πλάι σε μία ξεκούραστη οινοποσία το σούρουπο. Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι που ξεφτιλίζουν λεκτικά τον αντίπαλο κι έπειτα προσεύχονται στον άκαρδο θεό τους, που, όμως, μερικές φορές τους αγαπάει και τους δίνει θεϊκές δυνατότητες; Τι είδους ζωή είναι αυτή όπου νιώθεις θεός μια μέρα, την άλλη πέφτεις και σκορπάς στη γη;
Οι καλές μεταφράσεις είναι δώρο. Αυτή της Wilson κάνει τα νοήματα να λάμπουν, αφήνει, λοιπόν, χώρο για απορίες όπως οι παραπάνω – για δημιουργικό διάλογο με το κείμενο. Με νέες λέξεις πάνω στις παλιές, στήνεται ένα αληθινό μνημείο πεσόντων. Εκτός από απολύτως απολαυστικό έπος, η Ιλιάδα είναι και το ποίημα της βίας (βλ. Η Ιλιάδα ή το ποίημα της βίας, Simone Weil, εκδόσεις στερέωμα, μτφρ. Κουλιζάκη). Γράφει η Βέιλ: «Τόσο ισχυρή είναι η αυτοκρατορία της βίας, παρόμοια μ’ εκείνην της φύσης. […] Η βία είναι ανελέητα συντριπτική για τα θύματά της κι ανελέητα μεθυστική γι’ αυτούς που την κατέχουν ως δύναμη – ή νομίζουν ότι την κατέχουν» (Ιλιάδα ή το ποίημα της βίας, σελ. 28).
Η Βέιλ διάβαζε αρχαία ελληνικά και παραθέτει απ’ το πρωτότυπο. Μάλιστα αναφέρεται πως το 1943 στη Μασσαλία την κάλεσαν για ανάκριση. Είχαν υποψίες ότι συμμετείχε στη Γαλλική Αντίσταση. Η Βέιλ ήταν σίγουρη πως θα τη συλλάβουν και θα την κρατήσουν, έτσι ετοίμασε μια βαλίτσα. Εριξε μέσα ελάχιστα ρούχα και την Ιλιάδα. Σύμφωνα με την εισαγωγή της Κουλιζάκη, αυτό δείχνει ότι η φιλόσοφος πιανόταν από την Ιλιάδα στα δύσκολα. Την είχε αποκούμπι. Ολοι μας έχουμε ένα τέτοιο έργο. Ισως όχι κάτι τόσο επικό, μα η Βέιλ είχε καλύτερο γούστο και περισσότερη υπομονή από τον μέσο άνθρωπο.
Θα μπορούσε να μας πει κάτι σήμερα η Ιλιάδα για τη ματαιότητα της βίας (παρόλο που, επιμένω, αρκεί να τη διαβάσει κανείς και μόνο για τη χαρά της ανάγνωσης); Στην εισαγωγή της η Wilson στέκεται στον Αχιλλέα και κάνει σπόιλερ, προδίδει, δηλαδή, την κατάληξη της μάχης. Ο Αχιλλέας θα κατακρεουργήσει τον Εκτορα («He slays Hector», Wilson, σελ. 14). Θα τον σύρει γύρω από τα τείχη της Τροίας, θα πάρει εκδίκηση. Ομως, αυτό δεν είναι αρκετό, τίποτα δεν είναι ποτέ αρκετό. «Θα μπορούσε να ταπεινώνει τον Εκτορα για μία αιωνιότητα, ο Πάτροκλος, όμως, θα ήταν και πάλι νεκρός». Το κενό δεν γεμίζει ποτέ. Ολ’ αυτά ακούγονται οικεία. Οσο κι αν σφάξεις κι αν υποδουλώσεις, ποτέ δεν είναι αρκετό.
Προχωρώντας παράλληλα την ανάγνωση αυτών των δύο κειμένων, της Ιλιάδας και του σχολίου της Βέιλ για την Ιλιάδα, αναρωτιόμουν γιατί με τράβηξε τώρα αυτό το σκοτεινό ποίημα. Νιώθω μία αναγνωστική δικαίωση κατ’ αρχάς. Διαβάζοντας εδώ και κάποια χρόνια μπορώ πλέον να παίξω στα δάχτυλα χίλιες δυο δικαιολογίες για να αγοράσω κάτι ογκώδες. Αλλά, εκ των υστέρων, θα μπορούσα να δικαιολογηθώ και ως εξής: γράφονται τόσα κλισέ με αφορμή τον πόλεμο στη Γάζα, που προσεγγίζουν την αισχρή ανηθικότητα. Μπανάλ διαπιστώσεις του στυλ ε, ναι, θα σκοτωθούν και παιδιά, τι να κάνουμε; Επιδείξεις αχρείαστων «σπουδών» στη ρεαλιστική πολιτική: όταν γίνεται πόλεμος θα γίνουν κι εκρήξεις, τι να κάνουμε; Και άλλα τέτοια. Αυτή η κοινοτοπία της βλακείας μ’ έχει εξαντλήσει.
Ισως το έπος του Ομήρου να έχει μέσα τις λέξεις, την έκταση και τον τόνο που χρειάζομαι για ένα μνημείο. Μέσα από διαθλάσεις, χρονικές, γλωσσικές, στα στυλ, τα ύφη και τους τόπους, ψάχνω πώς θα σιωπήσω μπροστά στους χιλιάδες θανάτους χωρίς να πετρώσω μέσα μου. Η Ιλιάδα μιλάει για έναν άγριο κόσμο, βίας και σκοτωμού, άκαρδων θεών. Δεν είναι ο κόσμος μας. Δεν παλεύουμε με πέτρες, δεν έχουμε ακόντια, δεν διακόπτεται η μάχη, επειδή πετάει ένα δυσοίωνο γεράκι κοντά στο στράτευμα. Μπορώ, όμως, μέσα στη σκόνη, στα πεσμένα σώματα και στον ρυθμό του έπους να συλλάβω πράγματα που δεν θα τολμούσα να συλλάβω ακόμη και βομβαρδισμένη από χιλιάδες βίαια βίντεο.
Οπως έχω ξαναπεί, νομίζω ότι μόνον οι λέξεις αφήνουν χώρο και χρόνο, για να σκεφτεί κανείς πραγματικά τα ασύλληπτα πράγματα. Η βία σε μαζική κλίμακα συγκαταλέγεται άνετα σ’ αυτά τα ασύλληπτα. Τα βίντεο είναι η ηθική και συναισθηματική απονεύρωση που χρειάζεται ώστε να συνεχίσει να ζει κανείς σαν φάντασμα, χωρίς ρίζες και αναφορές, χωρίς κορμό, μόνο με φύλλα που γυρίζουν όπου φυσάει ο άνεμος. Είναι μια βολική συνθήκη: σαν άνθρωπος που δεν μπορεί, μέσα στην τόση πληροφορία, να ξεχωρίσει πια το ενδεχόμενο για μία ευγενέστερη εξέλιξη, για κάτι καλύτερο, για κάτι πιο υψηλό. Είναι σαν το υψηλό να έχει εκτοπιστεί ακόμη και σαν ενδεχόμενο, ίσως γι’ αυτό απόλαυσα την κλίμακα του ομηρικού έπους, το γεγονός πως όλα εκεί μέσα είναι τόσο μεγάλα κι εκτενή, και δοσμένα σε μία ποιητική γλώσσα.
Δεν υπάρχει τιμή στον πόλεμο, μόνον πεσόντες. Κι αυτοί που τους θρηνούν ή όσοι μένουν, για να πουν και να ακούσουν την ιστορία. Είναι ωραίο να είσαι ζωντανός και ν’ απολαμβάνεις τη λογοτεχνία, αυτό θέλω να πω. Κι ακόμη: ότι είναι κάπως συγκλονιστικό που η καταδίκη νέων ανθρώπων σε θάνατο μέσω του πολέμου δεν έχει εκλείψει, αντίθετα έχει γίνει ένα κοινότοπο θέμα συζήτησης, κάτι που λέμε και προσπερνάμε.