Εχουν γραφτεί τόσα πολλά για τις δύο συναυλίες των Coldplay που δεν ξέρεις τι άλλο να προσθέσεις. Το ασυνήθιστο είναι πως ό,τι γράφτηκε είναι αλήθεια.
Εκατόν τριάντα χιλιάδες διαφορετικοί άνθρωποι έζησαν για δύο συνεχόμενες βραδιές ένα από τα καλύτερα πάρτι της ζωής τους. «Κοιτάξτε πόσο ενωμένοι είμαστε όλοι εδώ, χιλιάδες άνθρωποι που μας χωρίζουν τόσα πολλά αλλά μας ενώνουν και άλλα τόσα» είπε με τον τρόπο του ο Κρις Μάρτιν. Ενα από αυτά φυσικά, και ίσως το πιο ισχυρό, η μουσική. Οσοι βρέθηκαν εκεί, μιλούν για τις δύο κορυφαίες μαζικές συναυλίες εδώ και πολλά έτη.
Τι ήταν αυτό το μαγικό λοιπόν που συνέβη τα δύο αυτά βράδια; Ηταν η συμμετοχή του κόσμου αφού πριν καν ξεκινήσει η συναυλία έδειχνε τη διάθεσή του; Ηταν η αλληλεπίδραση που είχαμε όλοι μεταξύ μας; Ηταν τα υπέροχα και φωτεινά ποπ τραγούδια του συγκροτήματος που οι περισσότεροι τα ξέραμε απ’ έξω; Ηταν τα περίφημα βραχιολάκια που μετέδιδαν την κίνηση σε όλο το στάδιο; Ηταν αυτός ο χαρισματικός και αυθεντικός περφόρμερ, ο Κρις Μάρτιν; Ηταν το γεγονός ότι είχαμε μπροστά μας ένα απ’ τα πιο έντιμα ποπ συγκροτήματα της εποχής που ήξερε τι κάνει και γιατί το κάνει; Ηταν όλα αυτά μαζί.
Οι συλλογικές στιγμές χαράς, απόλαυσης και ευτυχίας είναι όλο και πιο σπάνιες. Για την ακρίβεια μπορεί να κανείς να πει ότι είναι σχεδόν ανύπαρκτες, και μια στο τόσο κάποιος έρχεται να μας θυμίσει ότι υπάρχει κι αυτή η πραγματικότητα. Μετά τα live των Coldplay νομίζω πως καμιά συναυλιακή εμπειρία δεν θα είναι ίδια γιατί έκαναν ξανά σημαντικό το να μπορείς να πιστέψεις στη δύναμη της μουσικής είτε ως δύναμη αλλαγής είτε ακόμη και απλά ως μια δύναμη στιγμιαίας απόλαυσης και ευτυχίας.
ΕΝΑΣ ΦΡΟΝΤΜΑΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
Ο Κρις Μάρτιν είναι ένας σπάνιος άνθρωπος, γεννημένος με το χάρισμα να μεταδίδει χαρά και αισιοδοξία προς όποια κατεύθυνση στρέφει το βλέμμα του. Αυθεντικά γνήσιος και ειλικρινής στις προθέσεις του –γιατί κανείς δεν μπορεί να υποδυθεί σε τόσες χιλιάδες κόσμο και για τόση μεγάλο χρονικό διάστημα κάτι που δεν είναι– δεν θυμίζει κανέναν απ’ τους ροκ σταρ που έχουμε. Ο Κρις Μάρτιν θέλει να κάνει τον κόσμο καλύτερο και πιστεύει ότι μπορεί να τα καταφέρει. Το επικοινωνιακό του χάρισμα, το χαμόγελο που μεταδίδει και νιώθεις ότι είναι όλο για σένα, αγγίζει την καρδιά σου και τη μαλακώνει. Εχει επίσης μια απίστευτη ικανότητα να κάθεται στο πιάνο του και ακόμα και σήμερα, που πολλοί τον κατηγορούν ως ποπ και εμπορικό, να γράφει τραγούδια και μελωδίες που αποτελούν αφορμή για γιορτή. Ροκ σταρ που δεν είναι νάρκισσος, το είδαμε και αυτό!
ΚΑΙ Η ΚΑΤΣΙΚΑ ΤΟΥ ΓΕΙΤΟΝΑ
Είχε φανεί από την αρχή, από τότε που είχαν ανακοινωθεί οι συναυλίες των Coldplay, και με το που έγιναν τόσο γρήγορα sold out, ότι υπήρχαν πάρα πολλοί οι οποίοι διαφωνούσαν με την επιλογή τόσων πολλών ανθρώπων να αγοράσουν τόσο γρήγορα εισιτήρια για τα live του γκρουπ. Για κάποιον λόγο αρκετοί, ιδιαίτερα στα social media, δεν ενέκριναν ατομικές επιλογές που αφορούν το πώς θα διαθέσει κάποιος τον χρόνο και τα χρήματά του. Φαινόμενο της εποχής να ξεφυτρώνουν αυτόκλητοι κριτές τέτοιων επιλογών. Και τα περισσότερα σχόλια δυστυχώς ήταν απαξιωτικά. Ακόμα και σήμερα, μετά την τεράστια επιτυχία αλλά κυρίως την τεράστια χαρά που βίωσαν 130.000 άνθρωποι στις δύο συναυλίες των Coldplay, υπάρχουν πολλά σχόλια που είτε θέλουν να μειώσουν την αξία και τη χαρά τους είτε θέλουν να τη συγκρίνουν με άλλες στιγμές και άλλες συναυλίες. Μήπως και τους ρώτησε κανείς;
Νομίζω ότι αν κάτι θέλουν να πουν αυτοί οι 130.000 άνθρωποι σε αυτούς που εξακολουθούν να δημιουργούν ερωτήματα είναι: «Οχι δεν θα μας πάρετε τις 130.000 κατσίκες μας».
ΒΑΡΙΕΜΑΙ, ΒΑΡΙΕΜΑΙ ΠΟΛΥ
Σύντομα, αν δεν το ακούς ήδη, θα το ακούς να σου έρχεται σαν ήχος και σαν λόγια από παντού. Από ανοιχτά παράθυρα σπιτιών, από παράθυρα γραφείων και μέσα από κλειστά αυτοκίνητα. Ο λόγος για το τραγούδι της Μαίρης Λω «Βαριέμαι» του 1963 που έγραψαν ο Νίκυ Γιάκοβλεφ τη μουσική και ο Πυθαγόρας τους στίχους. Και έρχεται σήμερα 61 χρόνια μετά να γίνει το μάντρα μιας ολόκληρης πόλης και μιας ολόκληρης εποχής. Μόνο που το δικό μας «βαριέμαι», το σημερινό, δεν είναι το ερωτικό βαριέμαι της Μαίρης Λω. Δεν είναι καν το δημιουργικό και χαριτωμένο «βαριέμαι» που περιέγραφε σε ένα τραγούδι του –στο Watching the Wheels– στο τελευταίο άλμπουμ που κυκλοφόρησε ο Τζον Λένον πριν τον δολοφονήσουν. Το τόσο απαραίτητο «βαριέμαι» δηλαδή που αναζητάει ο καλλιτέχνης πριν αρχίσει να γίνεται και πάλι δημιουργικός, αυτό το «βαριέμαι» όπου περνάει καλά απλά τεμπελιάζοντας και χαζεύοντας. Ούτε και είναι το πνευματικό «βαριέμαι» που βρίσκει κανείς στα διηγήματα του Φώτη Κόντογλου και στις αναφορές του στο ευλογημένο ελληνικό καλοκαίρι.
Το δικό μας «βαριέμαι» είναι υπαρξιακό και θα γίνει το σλόγκαν του καλοκαιριού του 2024. Και είναι υπαρξιακό γιατί όλο και πιο σπάνια βρίσκουμε αφορμές να απολαύσουμε και να χαρούμε κάτι όλοι μαζί. Οι πολιτικές κόντρες δεν μας συναρπάζουν, ενώ τα πολιτιστικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι και πολύ ακριβά και δεν μας συγκινούν. Οι δε διακοπές στα νησιά που είναι ταυτισμένες με το ελληνικό καλοκαίρι, έγιναν ένα οικονομικό σχέδιο επί χάρτου, δυσεπίλυτο για τους πολλούς. Αυτά που παλιότερα απολαμβάναμε σήμερα είναι πηγή προβληματισμού και γκρίνιας και οι αφορμές για επικοινωνία, χαμόγελο και αισιοδοξία κερδίζονται με πολύ μεγάλη προσπάθεια.
Αν κάτι μπορεί να δώσει θετικό πρόσημο σε αυτό το «βαριέμαι» του 2024, είναι να λειτουργήσει σαν μια προτροπή να δούμε και να πάρουμε τα πράγματα αλλιώς. Ειδάλλως… βαριέμαι πολύ!
ΔΙΑΒΑΖΩ: το βιβλίο του Φώτη Απέργη «Γίνεται παρεξήγηση και δίνουν την εξήγηση», που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς και το είχα βάλει για λίγο στην άκρη. Τετρακόσιες σελίδες όπου οι σημαντικότεροι και κορυφαίοι Ελληνες και διεθνείς μουσικοί του περασμένου αιώνα συνομιλούν με τον δημοσιογράφο και αποκαλύπτουν τη σκέψη τους και σπάνια στιγμιότυπα της ζωής τους. Ο Φώτης Απέργης συμπληρώνει υποδειγματικά το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον, καθώς οι περιγραφές του ζωντανεύουν με μοναδικό τρόπο ολόκληρη την εποχή, ακόμη και σε λεπτομέρειες που η ανθρώπινη μνήμη δύσκολα τις κρατάει ζωντανές ύστερα από τόσα χρόνια. Κάθε σελίδα του βιβλίου είναι σαν να ζεις ξανά τη ζωή σου αλλά με την ασφάλεια της απόστασης και χωρίς κανένα ρίσκο. Βαθιά και πλατιά καλλιεργημένος, ο Φώτης Απέργης διεισδύει στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της εποχής και με αυτό το χιούμορ του, που άλλες φορές προκαλεί ένα ελαφρύ χαμόγελο και άλλες φορές σφάζει με το βαμβάκι, μιλάει για την εποχή, τα ήθη και τους ανθρώπους της μουσικής όπως τους έζησε από κοντά. Από πολύ κοντά και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για τους μουσικόφιλους ένα βιβλίο στα «οπωσδήποτε».
Blender Spotify List #33
Η Φρανσουάζ Αρντί που έφυγε πριν από δύο ημέρες σε ηλικία 80 ετών ήταν ένας εθνικός θησαυρός για τη Γαλλία και για την ευρωπαϊκή ποπ κουλτούρα της δεκαετίας του ’60 αλλά και του ’70. Οπως είχαν γράψει και οι Times του Λονδίνου το 2016: «Mόνον η Γαλλία θα κατάφερνε να γεννήσει τη δεκαετία του ’60 ένα αστέρι που διέθετε την κομψότητα της τραγουδίστριας, το εκτόπισμα ενός λαϊκού ειδώλου και την ενέργεια της ποπ μουσικής». Εγώ θα πρόσθετα κοιτάζοντας ξανά και ξανά τις φωτογραφίες της, από την ηλικία των 18 μέχρι και τα 80 της, πως ήταν και μια γυναίκα που είχε σχεδόν όλα όσα της ζητούσε η εποχή της και αυτή έψαξε και βρήκε και αυτά που η ίδια έκρινε απαραίτητα για να ζήσει τη ζωή της. Η λίστα του blender σήμερα είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στη Φρανσουάζ Αρντί με 12 τραγούδια που αγαπώ και ξεχωρίζω.