Δύο Ελληνες για… Οσκαρ

2' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κακά τα ψέματα, δεν συμβαίνει κάθε μέρα δύο Ελληνες να βρίσκονται υποψήφιοι στα βραβεία Οσκαρ και μάλιστα με διαφορετικά κινηματογραφικά πρότζεκτ. Και όμως, αυτή η παράξενη χρονιά μπορεί να γεννήσει ευκαιρίες, που ίσως υπό άλλες συνθήκες δεν υπήρχαν για φιλμ του ανεξάρτητου σινεμά, τα οποία σπανιότερα βρίσκουν χώρο ανάμεσα στις μεγάλες παραγωγές της κεντρικής βιομηχανίας. Μια τέτοια είναι και αυτή που χάρισε στο «The Father» του Φλοριάν Ζελέρ έξι οσκαρικές υποψηφιότητες, μία εκ των οποίων και εκείνη του μοντέρ Γιώργου Λαμπρινού. 

Τον τελευταίο τον βρήκαμε χαρούμενο στο Παρίσι, όπου μένει μόνιμα εδώ και πολλά χρόνια. «Δεν μπορώ να πω ότι το περίμενα, όμως κάθε φορά που κάνουμε κάτι, σίγουρα ελπίζουμε για το καλύτερο», μας λέει δεχόμενος τα συγχαρητήρια. Το παράδοξο στην προκειμένη περίπτωση είναι πως η ταινία έχει πάρει εξαιρετικές κριτικές από τους ειδικούς, δεν έχει όμως προβληθεί ουσιαστικά για το κοινό. «Εγώ είχα την τύχη να τη δω μόνο μία φορά σε προβολή με κόσμο, στο φεστιβάλ του Σάντανς και ήταν υπέροχο. Γι’ αυτό κάνεις αυτή τη δουλειά, να νιώσεις την ανταπόκριση στην αίθουσα».

Οπως μας λέει ακόμη ήταν συνειδητή απόφαση του δημιουργού, Φλοριάν Ζελέρ, να μην παραχωρήσει την ταινία σε κάποια πλατφόρμα, περιμένοντας μέχρι να επιτραπεί η κανονική έξοδος στα σινεμά. «Για την ακρίβεια, το φιλμ κυκλοφόρησε στην Αμερική –ήταν απαραίτητο για τη συμμετοχή στα βραβεία– σε δύο drive-in, κι εγώ είπα στον Φλοριάν: “Φανταζόσουν ποτέ ότι θα κάνεις ταινία με τον Αντονι Χόπκινς και θα παιζόταν σε drive-in;”. Μιλάμε για σουρεαλισμό…».

Μπορεί ο ίδιος να μένει στο εξωτερικό, ωστόσο η συνεργασία του με Ελληνες κινηματογραφιστές όπως ο Πάνος Χ. Κούτρας και η Ευαγγελία Κρανιώτη είναι συχνή και επιτυχημένη: «Η απόφασή μου να φύγω στο εξωτερικό στα 23 μου ήταν σωστή, μου άνοιξε τους ορίζοντες. Από την άλλη, υπάρχει πολύ ταλέντο στην Ελλάδα και το σινεμά είναι από τις “εξαγωγές” μας που πηγαίνουν πολύ καλά. Ελπίζω όταν ανοίξουν οι αίθουσες το κοινό να το στηρίξει και λίγο παραπάνω».

Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ, από την πλευρά του, δεν χρειάζεται παραπάνω ευκαιρίες, όπως αποδεικνύουν οι εδώ και δεκαετίες συνεργασίες του με κορυφαία ονόματα του παγκόσμιου σινεμά. Η φετινή υποψηφιότητα άλλωστε του Ελληνοαμερικανού διευθυντή φωτογραφίας για τη «Δίκη των επτά του Σικάγου» του Ααρον Σόρκιν είναι η δεύτερη της καριέρας του, ύστερα από εκείνη που κέρδισε με τη δουλειά του στη «Νεμπράσκα» του Αλεξάντερ Πέιν. Χθες πάντως τον βρήκαμε στην Ελλάδα, την οποία επισκέπτεται συχνά, επίσης έκπληκτο για την οσκαρική διάκριση: «Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη ταινία ήταν για εμένα ένα μικρό πρότζεκτ που “στρίμωξα” στο τέλος της περασμένης χρονιάς. Τελικά όμως αποδείχθηκε πολύ σημαντικό ότι κυκλοφόρησε στο Netflix μέσα στην πανδημία, όπως και η επιμονή του Ααρον να βγει πριν από τις εκλογές. Δυστυχώς, το θέμα της παραμένει επίκαιρο και σήμερα με όσα συνέβησαν στις ΗΠΑ μέσα στον τελευταίο χρόνο».

Οπως είπαμε ο Φαίδων Παπαμιχαήλ διαθέτει την πείρα που του επιτρέπει να ανταποκριθεί σε δυσκολίες όπως αυτές της φετινής δουλειάς του: «Πάντα το δικαστικό δράμα κρύβει προκλήσεις για τον κινηματογραφιστή, ώστε να μη βγει “στεγνή” και βαρετή η εικόνα του. Ο Σόρκιν από την πλευρά του γράφει το σενάριο με τρόπο μη γραμμικό. Η αφήγηση μπορεί να φύγει από το δικαστήριο για επτά δευτερόλεπτα και έπειτα να επιστρέψει. Εσύ ως διευθυντής φωτογραφίας πρέπει να προστατέψεις τον ρυθμό της γραφής, αυτή είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση. Ο Ααρον συγκεκριμένα μου έδωσε εδώ πολύ περισσότερες αρμοδιότητες από ό,τι συνήθως, απλώς επειδή εκείνος είναι βασικά σεναριογράφος και προτιμά να εμπιστεύεται την εικόνα σε κάποιον με περισσότερη εμπειρία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή