ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ,
ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ
Αρης
εκδ. Κίχλη, σελ. 68
ΜΑΡΤΑ ΟΡΙΟΛΣ
Να μάθω να μιλώ με τα φυτά
μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 262
Απώλεια και απουσία, τόσο δυνατή, τόσο απόλυτη που γίνεται η πιο επείγουσα, αγωνιώδης παρουσία. Eτσι συνδέονται, ο «Aρης» και το «Να μάθω να μιλώ με τα φυτά», με τα νήματα της αναζήτησης του άλλου, την αέναη στροφή του ηλιοτρόπιου προς αυτόν που είναι ο ήλιος, τον πολύτιμο Aλλο. Τον αγαπημένο άλλο, τον σύντροφο, αυτόν που, «δίχως του, γίνεσαι ανύπαρκτος, δεν νιώθεις τον εαυτό σου πια άνθρωπο».
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος και η Ελένη Κοφτερού συνομιλούν σε αυτή την επιστολική τους νουβέλα, ως αναντικατάστατοι σύντροφοι. Ο ερευνητής, χωρίς όνομα, άλλοτε να αποκαλείται «αγαπημένος», και η Ελένη, η «αγαπημένη μου Ελένη», ανταλλάσσουν ηλεκτρονικά μηνύματα με απόσταση εκατομμυρίων χιλιομέτρων. Εκείνος είναι στον Aρη, η Ελένη τον περιμένει στη Γη. Τον περιμένει να συνεχίσουν τη ζωή τους, από εκεί που κόπηκε στα δύο, από την αποστολή του στον αφιλόξενο, αβίωτο πλανήτη, στον πλανήτη που σου δίνει τρεις επιλογές. Να θελήσεις να τον αλλάξεις, να τον κάνεις Γη και γι’ αυτό θα σ’ εκδικηθεί αφού θα χαθείς, να γίνεις ένα μ’ εκείνον, μα να χαθείς και πάλι, αφού θα σε απορροφήσει και τέλος να τον υπηρετήσεις, να τον εξερευνήσεις, να τον σεβαστείς και σαν αντίδωρο να σου επιτρέψει να γυρίσεις πίσω, αλώβητος. Είναι μια αλληγορία της σχέσης.
Αυτή που σου επιτρέπει να υπάρξεις, είναι εκείνη που το «μαζί» δεν συνθλίβει, δεν αναιρεί, δεν απομονώνει το «εγώ». Τόση αλήθεια, τόση πηγαία τρυφερότητα, τόσες εικόνες που αποτυπώνουν τούτες οι επιστολές, έρχονται σε πλήρη αντίστιξη με το παγερό τοπίο του μακρινού πλανήτη, την ανύπαρκτη σχέση των τριών ερευνητών, την παρουσία της τεχνητής ζωής του θόλου.
Δύο ματιές, του πεζογράφου και της ποιήτριας, δύο κόσμοι, του Aρη και της Γης, που επιδιώκουν να γίνουν ένας και να κρατηθούν με τη μνήμη, να μην υποταχθούν στη λήθη και την απάθειά της, να συντηρήσουν και να επιτύχουν την επιστροφή. Παρά την ησυχία της ερημιάς και της σιωπής των τοπίων, παρά τη μοναξιά και την απομόνωση, οι σελίδες κραυγάζουν την αγωνία της ένωσης, την αναμονή της χαράς, της συνύπαρξης. Την προσδοκία της ελλειμματικής τροχιάς των δύο πλανητών που θα τους φέρει στο πιο κοντινό τους σημείο.
Δεν μας είναι ξένα τώρα πια αυτά τα επείγοντα συναισθήματα επιστροφής σε αγκαλιές και βλέμματα, τα ξέρουμε, τα βιώνουμε, είναι δικά μας. Φτάνει μονάχα σ’ αυτή την επιστροφή τα βλέμματα να μη δείχνουν ερήμους των ματιών και οι πατημασιές μας «μικρά καλοσχηματισμένα λίκνα», να μας οδηγήσουν στη θάλασσα. Της χαράς.
Ο Μάουρο την εγκαταλείπει. Ανεβασμένος σε μια μηχανή, εγκαταλείπει και τη ζωή. Πριν φύγει για πάντα, ακριβώς την προηγούμενη στιγμή, έχει δραπετεύσει από τη σχέση τους. Αποδεικνύεται ότι ήταν δέσμιος αισθημάτων που δεν υπήρχαν πια κι αυτή η έλλειψη τον είχε οδηγήσει σε μια φρέσκια, καινούργια αγκαλιά. Δραπετεύοντας ταυτόχρονα από τη σχέση και τη ζωή, αφήνει την Πάουλα μόνη να διαχειριστεί την απώλεια, τη μοναξιά, μα πάνω απ’ όλα αυτό που τόσο ξάστοχα ονομάζουμε προδοσία. Oπως σε όλες τις οριακές μας στιγμές, η Πάουλα θα στραφεί μέσα της για να βρει ισορροπία, να ορίσει το καινούργιο κέντρο βάρους της.
Η δουλειά. Σίγουρο, αναντικατάστατο σωσίβιο, θα κατακλύσει τη ζωή της, η ζωή της θα γίνει δουλειά και μόνον. Κι ύστερα θα αναδυθούν οι σημαντικές της σχέσεις, οι καίριες σχέσεις της ζωής. Με τον πατέρα της, που θα τον προσεγγίσει ξανά, επειδή εκείνος θα θελήσει να νιώσει, να αγκαλιάσει, να θεραπεύσει το πένθος της. Με τη μητέρα της, που την έχασε μικρή και νιώθει τώρα πια το βάρος της ορφάνιας, ανακαλεί εικόνες και αισθήματα, μυρωδιές και σκηνές ζωής. Με την πιο δική της φίλη, που έχει οικογένεια και παιδιά, έναν σύζυγο που δεν είναι αυτός που γνώρισε, αλλά παραμένει απάγκιο, μια οργανωμένη ζωή κι ένα πραγματισμό στα όρια του αφόρητου. Με έναν παροδικό εραστή, που θα της δώσει τη χαρά της σωματικής επαφής, της ξεγνοιασιάς και της απόλαυσης. Μόνο που, καθώς δεν ζητάει αυτό το λίγο, το εφήμερο, το αποσπασματικό, τούτο το ποτήρι χαράς θα σπάσει στα χέρια της.
Από εκείνον που για τόσα χρόνια ήταν σύντροφός της, θα μείνουν ως σημάδι ζωής, τα φυτά που τόσο φρόντιζε και αγαπούσε. Κι η δική της ανάγκη να του μιλάει, να τον νιώθει, να τον συγχωρέσει, να τον πενθήσει, μα και να τον αφήσει στη λήθη για να κάνει η ίδια ένα μικρό πρώτο βήμα προς τη ζωή ξανά, θα την οδηγήσει να πετάξει τα ξεραμένα πια φυτά του και να βάλει καινούργια, φρέσκα, ζωντανά.
Ο εσωτερικός διάλογος της ηρωίδας, εντατικός και επίπονος, γεμάτος μυστικά και σιωπές, με ατόφια συγκίνηση και βαθιά αγωνία, ορίζει την επιστροφή στη ζωή μέσα απ’ το πένθος, τον ορισμό του «εγώ» όπως το θέλει η ίδια και όχι όπως το ζητούν οι άλλοι, έστω κι αν κάποιες φορές, ακούγεται μια κραυγή προς εκείνον που έφυγε, «γύρνα πίσω».