Προσκλητήριο στον Aδη

2' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΜΑΡΙΑ ΜΗΤΣΟΡΑ
Η κυρία Τασία
και ο Γουλιέλμος ΚαταΒάθος
εκδ. Πατάκη, σελ. 136

«Περπατούσα στους δρόμους γύρω από τον Λυκαβηττό και ήθελα επιτέλους να πω σε κάποιον τι με στεναχωρεί». Περπατώντας στη γειτονιά της, τη Νεάπολη στο κέντρο της Αθήνας, η ηρωίδα του βιβλίου ανακαλύπτει δίπλα σε έναν κάδο ανακύκλωσης ένα πέρασμα, μια λακκούβα που οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο. Από εκεί ξεπηδά το φάντασμα μιας μοδίστρας, της κυρίας Τασίας, που δείχνει πρόθυμη να επωμιστεί τη θλίψη της ηρωίδας. Τη φασματική κυρία Τασία συνοδεύει ένας εξίσου εξαϋλωμένος γάτος, ο Γουλιέλμος ΚαταΒάθος. Αίφνης η στενοχωρημένη αφηγήτρια αποκτά μια φανταστική συντροφιά, μια νεκραναστημένη Τασία (εκ του Αναστασία) και έναν Γουλιέλμο (εκ του θρυλικού Γουλιέλμου Τέλλου), που μαρτυρεί ότι κατά βάθος δεν υπάρχει τέλος. Πολύ βάθος εκεί κάτω, στο υπέδαφος του Aδη, οικείο λημέρι της Μαρίας Μήτσορα, όπου παλιά και μέλλοντα αδιάκοπα ανακυκλώνονται. Οι ηρωίδες της Μήτσορα, παραπλήσιες εκδοχές της αυτοπροσωπογραφίας της, οδοιπορούν σε τοπία παραισθητικά, ερεβώδη, αλλά και διάστικτα από μοναχικά φωτάκια, από βραχύβια φεγγοβολήματα στην άκρη του ματιού. Στην τωρινή νουβέλα η αφηγήτρια τελεί ένα προσκλητήριο νεκρών. Ανασπά από τις «ατέλειωτες αίθουσες αναμονής στα βάθη του χώρου και των αιώνιων στιγμών», πλάσματα-εκτοπλάσματα σημαίνοντα, στα οποία θέλει να παραθέσει ένα δείπνο. Θέλει να στρώσει στην αυλή της ένα τραπέζι για το δείπνο της Εκάτης, θεάς δεινής στα μυστικά και τα μυστήρια του Κάτω Κόσμου, καθώς και στη νεκρομαντεία, δηλαδή στη διακίνηση φαντασμάτων. Η γκροτέσκα θανατίλα στα έργα της Μήτσορα είναι αποκύημα μιας βαθιά θαμμένης λύπης. Η γραφή αποστάζει από τον ανεκδήλωτο λυγμό την παράνοια, την παραζάλη, τον καυτό πυρετό του πόνου. Τα μυθοπλαστικά συμβάντα ισορροπούν μεταξύ της φαιδρότητας και της ανείπωτης οδύνης. Τα φαντάσματα, όλα ανδρών, που προσκαλούνται στο νεκρόδειπνο της ηρωίδας, ανασκαλίζουν μνήμες-μαχαιριές, είναι φορείς του πόνου που της κληροδότησαν. Αστράφτουν στη μνήμη της φευγαλέα σαν σπίθες, σαν καύτρες και πάντοτε την καίνε ξανά. Δεν πρόκειται για τραπέζωμα καταλλαγής και αλληλοσυγχώρεσης, αλλά για θανατόληπτη φαντασμαγορία, μια μυσταγωγία ακραίας απόγνωσης. Eνα τελετουργικό νεκροστόλισμα που δεν του λείπει η βακχεία. Είναι χειμώνας. Οι μέρες παγωμένες και θαμπές, λεηλατημένες από όλα εκείνα που χάθηκαν. Το φως κάτωχρο, τεφρό, μια ατέρμονη δύση, ο μόνιμος φωτισμός στα έργα της Μήτσορα. Ανασαλεύοντας μέσα σε χαραμάδες, άπνοα όντα λαχταρούν τη ζέστη της ζωής. «Θέλουν με νύχια, με δόντια, με κεντριά να παλέψουν να ξεφύγουν από τη γαλήνη της ανυπαρξίας». Η αναμονή των φαντασμάτων απολήγει σε λόγια ανεπίδοτα που σκορπίζουν στον κρύο αέρα. Ρίχνοντας επιστολές για την κυρία Τασία στην τρύπα του δρόμου που οδηγεί στον Aδη, η ηρωίδα αγωνιά να της μιλήσει για την απώλεια του καλοκαιριού. Eνας σφοδρός άνεμος είχε σαρώσει τη μαγεία του Αυγούστου. «Μουγκρίζοντας πίσω από την πλάτη μου, όλα τα σήκωσε και τ’ άφησε να πέσουν από ψηλά και να σπάσουν». Οι επιστολές στην κυρία Τασία είναι ποίηση, ατόφια ολοσκότεινη ποίηση. Ερμητική, γριφώδης, αλλά πάνω απ’ όλα σπαρακτική. Η γραφή της Μήτσορα μεγαλουργεί όταν παραφρονεί. Αποτολμά να κοιτάξει στο βάθος, στα τάρταρα, στον πάτο του πηγαδιού, όπου ενεδρεύει ένα είδωλο φαντασιακό, λιμνάζοντας στο νερό της Στυγός. «Είδα τη βάρκα να γλιστράει στα σμαραγδένια υπόγεια νερά, τότε και τώρα και πάντα». Δαίμονες, φαντάσματα και τελώνια χοροστατούν σε ένα παράφορο ροβόλημα στην κοιλάδα του θανάτου. Η Μήτσορα έχει τη χάρη να μεταμορφώνει το σκοτάδι σε εκτυφλωτική γραφή και την απελπισία σε ονειροβασία. Η περίπτωσή της είναι μοναδική στα ελληνικά γράμματα, απολύτως ξεχωριστή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή