Γιώργος Γούσης: Η μαγνητική δύναμη της κινηματογραφικής μυθοπλασίας

Γιώργος Γούσης: Η μαγνητική δύναμη της κινηματογραφικής μυθοπλασίας

Tο σινεμά θα αρχίσει να ποντάρει στο ρισκαδόρικο, εκτιμά ο Γιώργος Γούσης, σκηνοθέτης της ταινίας «Μαγνητικά πεδία».

3' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ο Γιώργος Γούσης έφυγε με έξι βραβεία, ανάμεσά τους και εκείνα της διεθνούς (FIPRESCI) αλλά και της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Τα «Μαγνητικά πεδία» άλλωστε, που κυκλοφορούν εδώ και λίγες μέρες στις αίθουσες, τα άκουγες να αναφέρονται σχεδόν σε κάθε συζήτηση και πηγαδάκι με τη σημείωση: «Μην το χάσεις!» Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον όταν μαθαίνει κανείς τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε το ντεμπούτο του Ελληνα κινηματογραφιστή.

«Η ταινία έγινε σταδιακά, περισσότερο μέσω της ανακάλυψης, παρά του σχεδιασμού, σε όλα τα επίπεδα. Αισθανόμασταν ότι θέλαμε να κάνουμε ένα road movie· έπειτα γνώρισα την Ελενα, μιλήσαμε και σκέφτηκα έναν χαρακτήρα που θέλει να αλλάξει κάτι, να κάνει ένα διάλειμμα από τη ζωή της. Επειτα ήρθε ο χαρακτήρας του Αντώνη, ενός άνδρα που έχει να κάνει μια αγγαρεία. Τελικά προέκυψε μια ταινία γύρω από τη συντροφιά, το πώς δύο άγνωστοι άνθρωποι με διαφορετικά φορτία βρίσκουν ανακούφιση, ο ένας στην παρέα του άλλου», μας λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Η Ελενα Τοπαλίδου και ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος ερμηνεύουν το δίδυμο των πρωταγωνιστών, το οποίο πρωτοσυναντιέται στο φεριμπότ για κάποιο νησί (σ.σ. πρόκειται για την Κεφαλονιά) και στη συνέχεια ξεκινάει μια μικρή περιπλάνηση με πολλή κουβέντα αλλά και κάποια απρόοπτα. Οι δύο ηθοποιοί συνυπογράφουν μάλιστα το σενάριο της ταινίας, το οποίο ολοφάνερα περιέχει αρκετά αυτοσχεδιαστικά στοιχεία. «Στο γύρισμα πήγαμε μόνο με μια σύνοψη του σεναρίου. Τα υπόλοιπα τα ανακαλύψαμε στην πορεία, όπως ανακαλύπτεις και δυο ανθρώπους που δεν ξέρεις, τους πρωταγωνιστές μας δηλαδή. Και οι διάλογοι δεν ήταν γραμμένοι από πριν, βασίστηκαν στις ιδέες που έπεφταν ομαδικά τις μέρες του γυρίσματος», σημειώνει ο Γούσης σχετικά με το σενάριο, το οποίο θυμίζει κάτι από τη λαϊκή ποιητικότητα εκείνων του Σταύρου Τσιώλη. Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο ηρώων πάντως είναι οι τάσεις φυγής τους. «Ολοι λίγο-πολύ αισθανόμαστε αυτή την ανάγκη για φυγή, ακόμα κι αν δεν το τολμάμε. Από τον πιο “κουλ” και δραστήριο μέχρι τον πιο βυθισμένο στη ρουτίνα. Από την άλλη, κατά τη γνώμη μου, η καθημερινότητα γίνεται πιο υποφερτή μέσα από την επαφή με άλλους ανθρώπους, ειδικά αυτούς που σε κάνουν να διασκεδάζεις – είτε φύγεις είτε δεν φύγεις τελικά σημασία έχει η τάση… και η συντροφιά». Ενα άλλο μοναδικό χαρακτηριστικό των «Μαγνητικών πεδίων» είναι η vintage αισθητική τους, που θυμίζει κάτι από ερασιτεχνική ταξιδιωτική καταγραφή. «Για να είμαι ειλικρινής, η συγκεκριμένη αισθητική προέκυψε από δύο στοιχεία: αρχικά την έλλειψη χρημάτων, η οποία μας οδήγησε να δοκιμάσουμε διάφορες κάμερες και να καταλήξουμε σε αυτή, που είναι πολύ ελαφριά και εύχρηστη. Επιπλέον καταλάβαμε πως μας άρεσε αυτό το λουκ, έχει κάτι το ταξιδιάρικο, ιμπρεσιονιστικό κάπως, με τον τρόπο της ζωγραφικής».

Γιώργος Γούσης: Η μαγνητική δύναμη της κινηματογραφικής μυθοπλασίας-1

Ο ίδιος ο Γιώργος Γούσης άλλωστε προέρχεται από τον χώρο του σκίτσου και συγκεκριμένα του κόμικ, όπου έχει παρουσιάσει πολλές και όμορφες δουλειές. Θα μπορούσαν αλήθεια ο Αντώνης και η Ελενα να είναι χάρτινοι ήρωες; «Στα δικά μου κόμικς οι ιστορίες έχουν κατά βάση πρωταγωνιστές ανθρώπους, δεν βάζω δηλαδή φανταστικά όντα κ.τ.λ., παρόλο που σε αυτό το μέσο μπορείς να κάνεις πιο τρελά πράγματα. Και στην ταινία πάντως όλα συμβαίνουν μέσα σε δυο μέρες, οι ήρωες φορούν τα ίδια ρούχα σαν στολές, οπότε ναι θα μπορούσε να είναι και κόμικ».

Πώς είναι όμως σήμερα τα πράγματα στην Ελλάδα για κάποιον που μόλις ξεκίνησε την (μεγάλου μήκους) κινηματογραφική του πορεία; «Εξακολουθούν να είναι δύσκολα. Η ροή χρηματοδότησης από το Κέντρο Κινηματογράφου έχει βελτιωθεί, όμως από την άλλη υπάρχει η γενικότερη πολιτική του κράτους σχετικά με τα χρήματα που πέφτουν στον πολιτισμό και το σινεμά κι εκεί στενεύει πολύ το πράγμα. Για αυτό και δεν προκύπτει βιομηχανία κινηματογράφου αλλά εκλάμψεις ανθρώπων που προσπαθούν με ό,τι μέσα βρίσκουν. Γενικότερα, πάντως, πιστεύω πως το σινεμά θα αρχίσει να γυρίζει προς το ρισκαδόρικο και το αυτοσχέδιο. Και λόγω της τεράστιας ποιοτικής κρίσης, η οποία υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως. Ενώ γίνονται πολλές ταινίες, η συντριπτική πλειοψηφία δεν έχει καμία σχέση με το μεγάλο σινεμά των δεκαετιών του 1960, 1970, 1980, για παράδειγμα».

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή