Ο αμφίσημος Ζαν-Λουί Τρεντινιάν

Ο αμφίσημος Ζαν-Λουί Τρεντινιάν

Αφησε πίσω 120 ρόλους στην οθόνη, συνεργασίες με σπουδαίους σκηνοθέτες (Βαντίμ, Λελούς, Ρομέρ, Γαβρά, Σαμπρόλ, Ρίζι, Σκόλα, Μπερτολούτσι, Τριφό, Κισλόφσκι, Χάνεκε) και πολλές θεατρικές εμφανίσεις

4' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί υποκριτικά να ήταν θωρακισμένος ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, όμως από το 2003 και μετά, όταν ο μουσικός Μπερτράν Καντά δολοφόνησε την ηθοποιό Μαρί Τρεντινιάν, 41 ετών, χτυπώντας τη βίαια, «πέθανε» και ο ίδιος. «Τα πάντα έχουν καταστραφεί», επαναλάμβανε. Ο φόνος συνέβη σε ξενοδοχείο στο Βίλνιους της Λιθουανίας, όπου η σύζυγος του Καντά και κόρη του ηθοποιού, Μαρί, έκανε γυρίσματα για μια τηλεοπτική βιογραφία της Κολέτ σε σκηνοθεσία της μητέρας της, Ναντίν Τρεντινιάν. Το 1969, το τότε ακόμη ζεύγος Τρεντινιάν (χώρισαν τη δεκαετία του ’70) έχασε την αδελφή της Μαρί, Πολίν, σε ηλικία μόλις 9 μηνών, από το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου (γνωστού και ως ο «θάνατος της κούνιας»).

Η ζωή του σπουδαίου καλλιτέχνη Ζαν-Λουί Τρεντινιάν ήταν στοιχειωμένη από απώλειες και σημαδεμένη, κυρίως, από τον φόνο της Μαρί, για τον οποίο ο Καντά εξέτισε μια ποινή 4 ετών από τα 8 που είχε καταδικαστεί. Ο Τρεντινιάν δεν έπαψε να μιλάει και να διαμαρτύρεται για τη δολοφονία της κόρης του, ζητώντας τον αποκλεισμό του Καντά από φεστιβάλ και συναυλίες.

Ομως οι στάχτες παραμένουν στάχτες και δύσκολα σκορπίζουν. Αποσύρθηκε για δέκα χρόνια, περίπου, από το σινεμά και επανήλθε το 2012 για να γυρίσει τη συγκλονιστική ταινία του Μίκαελ Χάνεκε «Αγάπη», δίπλα στην Εμανουέλ Ριβά. Το αφτιασίδωτο πορτρέτο της σκληρής διαδρομής ενός ηλικιωμένου ζευγαριού προς τον θάνατο. Ζουν ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι, έως τη στιγμή που ένα εγκεφαλικό επεισόδιο αφήνει εκείνην παράλυτη, εξαρτημένη πλήρως από τον σύντροφό της.

Την τελευταία φορά που βλέπουμε την Εμανουέλ Ριβά στην «Αγάπη», κείτεται χλωμή και άψυχη σ’ ένα διπλό κρεβάτι, με πέταλα λουλουδιών ριγμένα γύρω από το κεφάλι της, τα φώτα χαμηλωμένα και τα στόρια κατεβασμένα. Την τελευταία φορά που βλέπουμε τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν στην ταινία, είναι ζωντανός αλλά αφανισμένος από τον πόνο, με βλέμμα άδειο, σαν να μη βρίσκεται εκεί.

Ισως σε αυτό το πλάνο και με αυτό το πλάνο να γράφτηκαν και οι τίτλοι τέλους του Τρεντινιάν, παρότι έφυγε από τη ζωή δέκα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 91 ετών. Πέθανε πριν από λίγες ημέρες (17 Ιουνίου), αφήνοντας 120 ρόλους στην οθόνη, συνεργασίες με σπουδαίους σκηνοθέτες (Βαντίμ, Λελούς, Ρομέρ, Γαβρά, Σαμπρόλ, Ρίζι, Σκόλα, Μπερτολούτσι, Τριφό, Κισλόφσκι, Χάνεκε) και πολλές θεατρικές εμφανίσεις.

Ομολογώ ότι η καλύτερη περιγραφή που άκουσα για τον Τρεντινιάν ήταν στο γαλλικό ραδιόφωνο (France Culture) από τον Σερζ Τουμπιανά, κριτικό, ιστορικό μέλος των Cahiers du Cinéma και νυν πρόεδρο της Unifrance: «Ο Τρεντινιάν ήταν η φωνή του. Μαγνητική, τρυφερή, με μια εσωτερικότητα, μελωδική, μυστηριώδης, μπορούσε να γίνει ανησυχαστική». Ηταν, πρόσθεσε, «ένας ηθοποιός της αμφισημίας. Και μου άρεσε πολύ αυτός ο τρόπος χειρισμού του βάθους και της ελαφρότητας, του χαμόγελου και του θυμού. Υπήρξε σπουδαίος, κάποιος που μπορούσε να αγκαλιάσει όλες τις παραλλαγές συναισθημάτων και σκέψεων». Η σκηνοθέτις και ηθοποιός Νικόλ Γκαρσία υπογράμμισε: «Μπόρεσα να αντιληφθώ μέσα από την υποκριτική του στο θέατρο, περισσότερο από ό,τι σε ένα κινηματογραφικό πλατό, μια ασάφεια, μια αμφιθυμία. Στήριξε τους ρόλους του σε αυτό, ήταν μέρος της ερμηνευτικής του πανοπλίας: μπορούσε να είναι απαλός και επιθετικός, κυνικός και παθιασμένος, αθώος και ένοχος». Στην ίδια εκπομπή-αφιέρωμα, ο Κώστας Γαβράς μίλησε για την πρώτη τους συνεργασία στο «Διαμέρισμα δολοφόνων» (1965), ένα homage ουσιαστικά στα αμερικανικά φιλμ νουάρ, αλλά και για το θρυλικό «Ζ» (1969), για το οποίο μάλιστα ο Τρεντινιάν, που υποδυόταν τον Εισαγγελέα (Χρήστο Σαρτζετάκη), απέσπασε το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες.

«Αποδέχτηκε αμέσως να συμμετάσχει και στις δύο ταινίες», είπε ο Κώστας Γαβράς, που τον περιέγραψε ως άνθρωπο μάλλον συνεσταλμένο αλλά με εσωτερική δύναμη και ευφυΐα. «Κατανόησε πολύ γρήγορα την προσωπικότητα του Εισαγγελέα, την κοινωνική, ανθρώπινη, αλλά και πολιτική διάσταση του ρόλου του». Οσο για το «Διαμέρισμα δολοφόνων», όπως σημείωσε ο κ. Γαβράς, «ερμήνευσε τον ρόλο του κακού με τόση ευγένεια που αποκτούσε ενδιαφέρον».

Ο Τρεντινιάν πρωτοέγινε γνωστός υποδυόμενος τον αδέξιο, ντροπαλό νεαρό που ερωτεύεται την Μπριζίτ Μπαρντό στο «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα». Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε σε πολυάριθμες ταινίες, στη Γαλλία και στο εξωτερικό, ανάμεσά τους οι «Ενας άντρας και μια γυναίκα» του Λελούς, «Η νύχτα με τη Μοντ» του Ρομέρ, «Ο κομφορμίστας» του Μπερτολούτσι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έπαιξε στην περίφημη «Τριλογία των χρωμάτων» του Κριστόφ Κισλόφσκι, ερμηνεύοντας τον δικαστή στο «Κόκκινο».

«Νομίζω ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στον Κισλόφσκι και στον Χάνεκε», είχε πει ο Τρεντινιάν σε συνέντευξή του. «Στην πραγματικότητα, θα τους έβαζα στην ίδια οικογένεια με τον Μπέργκμαν και τον Ταρκόφσκι. Εχουν όλοι μια γενναιόδωρη, σε βάθος θεώρηση του κόσμου».

Στις πρώτες δεκαετίες της καριέρας του ο Τρεντινιάν συμμετείχε σε αρκετές αστυνομικές ταινίες (ορισμένες είναι διαθέσιμες στο Netflix). Ξεχωρίζει το «Flic story» («Ιστορία ενός μπάτσου» ή «Μπάτσος και δολοφόνος») του Ζακ Ντερέ, 1975, όπου συμπρωταγωνιστεί με τον Αλέν Ντελόν σε ένα αλησμόνητο ντουέτο. Ο Ντελόν υποδύεται τον επιθεωρητή Ροζέ Μπορνίς, ο οποίος καταδιώκει επί χρόνια τον διαβόητο γκάνγκστερ και δολοφόνο Εμίλ Μπουισόν (Τρεντινιάν). Τα τελευταία λεπτά της ταινίας, της σύλληψης και ανάκρισης (ο Μπουισόν εκτελέστηκε το 1956), ανθολογούνται. Η σχέση «ανακωχής» που αναπτύσσουν οι δύο άντρες, οι καθημερινές συναντήσεις τους στο ανακριτικό γραφείο, οι μικρές συνήθειες, μια ρουτίνα αποδοχής και οικειότητας. Εχει διαπράξει 36 δολοφονίες και επιθέσεις, ο επιθεωρητής πρέπει να διαχωρίσει «την πραγματικότητα από τη φαντασία». Τα βλέμματα και των δυο διαπερνούν τον εγγενή κυνισμό τους, αντανακλούν τα σκοτάδια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Από τις πιο αδύναμες ταινίες όπου συμμετείχε ήταν δύο που υπογράφει η Ναντίν Τρεντινιάν (εμφανιζόταν και η Μαρί), το «Défense de savoir» (1973) και το «L’ été prochain» (1985). Στην πρώτη, παίζει ένα δικηγόρο που διορίζεται για να υπερασπιστεί μια γυναίκα κατηγορούμενη για φόνο. Η ιστορία διαπλέκεται με την πολιτική. Συμβάλλοντας στην εξιχνίαση του εγκλήματος, ο Τρεντινιάν, δηλώνει στο τέλος: «Είμαι ο απρόθυμος ήρωας της ημέρας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή