«Η γειτονιά, το σπίτι που γεννήθηκα»

«Η γειτονιά, το σπίτι που γεννήθηκα»

Προδημοσίευση - Ο Θωμάς Σιταράς μάς γυρνάει πίσω στον χρόνο, στην Αθήνα του 1920-1940

5' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εμπνεόμενος από τις παιδικές αναμνήσεις της γειτονιάς στην οποία μεγάλωσε, ο γνωστός αθηναιογράφος Θωμάς Σιταράς συνθέτει ένα νοσταλγικό έργο που γυρνάει τον αναγνώστη πίσω στον χρόνο και του συστήνει την Αθήνα της εικοσαετίας 1920-1940. Στις σελίδες του βιβλίου, ανάμεσα σε άλλα, περιγράφονται οι γιορτές με τα ξεχασμένα ήθη και έθιμα, η καθημερινή ζωή των κατοίκων της συνοικίας και οι τρόποι διασκέδασης εκείνων των χρόνων, ενώ τα κείμενα του Θωμά Σιταρά συνοδεύονται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό της εποχής. Το βιβλίο «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς. Ημερολόγιο μιας παλιάς γειτονιάς» του Θωμά Σιταρά θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μίνωας στις 27 Σεπτεμβρίου.

«Η γειτονιά, το σπίτι που γεννήθηκα»-1

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Το σπίτι που γεννήθηκα βρίσκεται σε μια αρκετά μεγάλη συνοικία της Αθήνας. Είναι πολύ παλιό. Εχουν μείνει βέβαια πια μόνο οι κυριότεροι τοίχοι του, γιατί κατά τα άλλα έχει τόσο πολύ αλλάξει όψη, που, αν κανένας από τους πεθαμένους παλιούς κατοίκους του γύριζε πίσω στη ζωή, όχι μόνο δεν θα μπορούσε να το γνωρίσει, αλλά ούτε και να το βρει…

Είναι ένα δίπατο αρχοντικό σπίτι, όπου κατοικούσαν χωριστά, αλλά και ενωμένες σε μια αυλή, τέσσερις συγγενικές και αγαπημένες οικογένειες. Περνώντας από τα χέρια των πρώτων του νοικοκυραίων, άλλαξε χαρακτήρα και έγινε τέτοιο που να μπορεί να δίνει εισόδημα, και όχι να το χαίρονται όσοι το κατοικούν. Το βλέπει κανείς αμέσως. Οπως και σε πολλά άλλα σπίτια της Αθήνας, όλο το ισόγειο έγινε μαγαζιά. Ενα χασάπικο και ένα μανάβικο.

Χάθηκαν και τα δύο παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο, το παρατηρητήριο των παιδικών μου χρόνων. Θυμάμαι μάλιστα πως ζητούσα να μου φέρνουν το μεσημεριανό μου εκεί, μη και χάσω καμιά σκηνή από την ατελείωτη περατζάδα…

Το δωμάτιό μου έβλεπε και πίσω, στη μεγάλη αυλή, στρωτή με πλάκες από την Τήνο, γεμάτη καρποφόρα δένδρα. Ηταν τόσο όμορφα εκεί, που μαζευόντουσαν όλα τα γειτονόπουλα και παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ…

Τίποτε άλλο σημαντικό δεν θυμάμαι από το παλιό μας σπίτι…

***

Χάθηκαν και τα δύο παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο, το παρατηρητήριο των παιδικών μου χρόνων. (…) Το δωμάτιό μου έβλεπε και πίσω, στη μεγάλη αυλή, στρωτή με πλάκες από την Τήνο.

Αλλά ας αφήσουμε τις παλιές αναμνήσεις, και ας έρθουμε στις σημερινές εικόνες της συνοικίας και, ιδιαίτερα, της γειτονιάς μου.

Από τη μία άκρη της έως την άλλη, η συνοικία μου είναι γεμάτη κέντρα. Για να ακριβολογήσουμε, πρόκειται για κήπους, μάντρες, ισώματα και οικόπεδα που, αν δεν προσφέρουν τίποτα ιδιαίτερο, προσφέρουν απλόχερα δροσιά! Αν μάλιστα περάσει και το βυτίο του Δήμου και καταβρέξει, έχουμε θαυμαστή ατμόσφαιρα, και οι πελάτες δεν θα αργήσουν…

– Γκαρσόν, μια λεμονάδα και ένα βύσσινο!

– Μια λεμονάδα κι έναααα βύσσινοοοο, φτάνει η παραγγελία στον μπουφέ.

Σιγά σιγά οι χώροι γεμίζουν και αρχίζει η κουβέντα και το κουτσομπολιό. Κάποια στιγμή θα περάσει και ο αιώνιος πασατεμπάς, πάντα κεφάτος.

– Πάρτε πασατέμπο από τον Κόλια, που πήγε να τον ξεπαστρέψει ο Δάγκειος…

Και αδειάζεται στα τραπεζάκια το εμπόρευμα και αρχίζει το τσάκα τσούκα!

– Είδες, καλέ; (τσάκα τσούκα!) Να αφήσει τον άντρα της; (τσάκα τσούκα!)

Και αυτό τραβάει κορδόνι μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε με πρησμένα στόματα από την αλμύρα και την πάρλα επιστρέφουν όλοι, σιγά σιγά, στα σπίτια τους, με το παράπονο ότι δεν πρόφθασαν να πούνε όσα είχαν στον νου τους!

– Με αφήνει, καλέ, αυτός ο… πασατέμπης;

Σκόνη, λάσπες, κουτσομπόλες·γεράνια, παιδιά, καρεκλάκια έξω

Το σπίτι μου είναι πιο έξω από το κέντρο της πόλης. Είναι σε μια συνοικία όπως όλες οι άλλες, μια λαϊκή υποβαθμισμένη περιοχή. Δρόμοι και πλατείες είναι μέσα στο χώμα, πράγμα που σημαίνει λάσπες τον χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι. Δένδρα μαραμένα που δεν ποτίζονται – εδώ δεν φτάνει το νερό ούτε για τους ανθρώπους… Κοπριές από τα ζώα των πλανόδιων πωλητών σκορπισμένες στο πέρασμά τους. Εγκαταλελειμμένες μάντρες, γεμάτες με ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ξύλινες κολόνες, που δεν ξέρεις σε τι χρησιμεύουν – ή καλύτερα φαντάζεσαι σε τι χρησίμευαν. Εμπόδια κάθε μορφής, από παρατημένες γραμμές του τραμ, μέχρι βάθρα χωρίς αγάλματα, φυτρώνουν εκεί που δεν τα περιμένεις…

Στην πανοραμική αυτή εικόνα να προσθέσουμε τη σκόνη από το τίναγμα των χαλιών, τον ανεπαρκή βραδινό φωτισμό των δρόμων, τους καταστηματάρχες που το έχουν σε πολύ κακό να τηρήσουν κάθε είδους αστυνομική διάταξη και τόσα άλλα…

Και όμως η ζωή, όπως κυλά καθημερινά, με αρμονία και τάξη, δίνει στη μικρή συνοικία μια απίστευτη γοητεία. Και αυτό κάνει τη μεγάλη διαφορά! Εδώ έχουμε ένα είδος κοινοβίου. Ακόμα και μια δυνατή ανάσα να πάρει ένας γείτονας, όλοι ξέρουν αμέσως το γιατί και σπεύδουνε να τον παρηγορήσουν. Ο περισσότερος χρόνος περνά στις εξώπορτες, στις αυλές, ακόμα και στον δρόμο, παρά μέσα στο σπίτι. Εδώ θα τα πούνε τα αντρόγυνα, εδώ τρώνε, παίζουν, πλένονται και ντύνονται τα παιδιά. Εδώ συναντιούνται οι γειτόνισσες, διαδίδονται οι ειδήσεις της ημέρας και σχολιάζεται η διαγωγή των κοριτσιών· παντρολογιούνται τα φρονιμότερα και καταδικάζονται σε παντοτινή αγαμία τα ζωηρότερα.

Η αυλόπορτα είναι, κατά κάποιον τρόπο, το σαλόνι τους. Είναι εδώ που οι γυναίκες, οι τακτικότερες, πάντα καθαρές και περιποιημένες, αλλά και οι πολυάσχολες, συχνά αχτένιστες και ασυγύριστες, με τα μωρά τους στα γόνατα, περνούν τις ώρες τους.

Οι άντρες, μετά το βραδινό φαγητό, φουμάρουν τα τσιγάρα τους και εκμυστηρεύονται τις στεναχώριες τους, συζητούν για τα πολιτικά, σχολιάζουν τις ειδήσεις των εφημερίδων, αστειεύονται μεταξύ τους και μιλούν για την αγορά και το φρέσκο ψάρι που πέτυχαν…

To καλοκαίρι

Η γειτονιά μου φτάνει στα μεγαλεία της το καλοκαίρι. Ορίστε, περάστε. Αυτό είναι ένα στενό σοκάκι που δεν γνώρισε ακόμη άσφαλτο, που δεν είδε αυτοκίνητο. Μετά από δύο βήματα θα βρεθείτε ανάμεσα σε ανθρώπους που φλυαρούν μέσα από εξώστες, παράθυρα και εξώπορτες.

Αφρισμένα ρυάκια από σαπουνόνερα γλείφουν τα κράσπεδα των πεζοδρομίων. Απλωμένα τα φρεσκοπλυμένα ρούχα στάζουν νερά. Οι αυλές είναι γεμάτες βασιλικούς και γεράνια.

Κάποιες χονδρές γυναίκες του λαού σχολιάζουν τους έρωτες μιας Μαρίας ή μιας Κατίνας. Κορίτσια με χονδρές κοτσίδες μασούν μαστίχα και σέρνουν τα σκαρπίνια στο λιθόστρωτο, όταν διέρχεται κανένας νεαρός, ή μιλάνε δυνατά για να προκαλέσουν την προσοχή του. Ξυπόλυτα παιδιά κυλιούνται στο χώμα. Ενα οργανέτο στενάζει ενώ ένας πιτσιρίκος καταγίνεται με το να καταστρέψει τη φρεσκοβαμμένη πρόσοψη ενός σπιτιού, χαράσσοντας με έναν σουγιά το όνομά του. Ανάμεσα σε όλους αυτούς, ο πλανόδιος που πουλάει κρύο νερό –μπούζι το διαλαλεί–, και από κοντά ο φωνακλάς «στραγαλάκιας».

Τη μεγαλύτερη, όμως, κίνηση θα τη βρείτε την Κυριακή. Τότε, κάθε σπίτι έχει και ένα ανοικτό παράθυρο και ένα κεφάλι. Το ανοικτό παράθυρο περιμένει τον εκλεκτό, και το κεφάλι σκύβει και παρατηρεί. Από άλλα πάλι παράθυρα, ημίκλειστα αυτά, άλλα κεφάλια εποπτεύουν, κατασκοπεύουν και σχολιάζουν.

Την Κυριακή σέρνονται οι καρέκλες και τα καρεκλάκια έξω, και σχηματίζεται στην αυλόθυρα η ανακριτική επιτροπή, υπό την προεδρία της πιο παχιάς και φλύαρης γειτόνισσας, για να εξετάσει όλα τα γεγονότα και τα μυστικά της γειτονιάς. Και ενώ γίνονται όλα αυτά τα σπουδαία, 10 οργανέτα, 30 μωρά, 1.000 παιδιά, 20 μεθυσμένοι, 3.000 φωνές πλανόδιων πωλητών και άλλες τόσες γυναικείες γλώσσες συνταράσσουν τον αέρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή