Λ. Κιτσοπούλου: Αφού ήρθατε, θα σας τα πω όλα, αυτή είμαι

Λ. Κιτσοπούλου: Αφού ήρθατε, θα σας τα πω όλα, αυτή είμαι

Η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει στην «Κ» για τη νέα της δουλειά και την Επίδαυρο

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η ζωή μας φτωχαίνει. Εχουμε έγνοια τι θα απογίνουμε και δεν μας ενδιαφέρει το γύρω μας. Καταλήγουμε χοντρόπετσοι και ο καθένας κλείνεται στον εαυτό του, τρέχει για να βρει μια χαραμάδα για την πάρτη του. Ο άνθρωπος είναι σε απόγνωση», λέει. Μεταδίδει μια εικόνα παράξενου παιδιού η Λένα Κιτσοπούλου. Χειμαρρώδης, κάποιες φορές αθυρόστομη, αλλά καθόλου άγρια. Από την πρώτη στιγμή της συνάντησής μας με έκανε να νιώσω την αμηχανία στον λόγο και στο βλέμμα του ανθρώπου που έχει την τέχνη του ως το απόλυτο μέσο έκφρασής του.

Η ίδια γράφει θέατρο, παίζει, ζωγραφίζει, κάνει γλυπτά. «Εκτίθεμαι, ναι, παλεύω γι’ αυτό. Νιώθω πως όταν ο καλλιτέχνης εκθέτει την αλήθεια του, αποκτά μια αμεσότητα με το κοινό, που και εκείνο από τη μεριά του “ανοίγεται”. Είναι κέρδος αυτό. Εχω βρει μια επικοινωνία με το κοινό. Από την άλλη, είμαι αρκετά στον κόσμο μου, δεν είμαι καν στα social media». Ισως έτσι εξηγείται και η απάντησή της για την τηλεόραση: «Παρότι εκτίθεμαι, η τηλεόραση με τρομάζει. Είναι σαν να μπαίνω απρόσκλητη στο σπίτι του καθενός. Με τρομάζει πόσο άνετα μιλούν οι άνθρωποι στην τηλεόραση. Εγώ ντρέπομαι», συμπληρώνει.

Μετά τον «Φρανκενστάιν», που παρουσίασε στην τεράστια αίθουσα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, τώρα συστήνει τη νέα της δουλειά, την παράσταση «Τα νέα μου είναι σαρωτικά», στη Σφενδόνη, στο μικρό θέατρο των 100 θέσεων. «Στον “Φρανκενστάιν” ταυτίστηκα με το τέρας που φέρω μέσα μου. Εφτασα σε ένα σημείο που είπα ότι εγώ νιώθω δημιουργός και έτσι θεώρησα φυσικό να εκτεθώ με αυτόν τον τρόπο. Μετά τη λαίλαπα του “Φρανκενστάιν” λοιπόν, ήθελα να μπω σε κάτι μικρό. Είχα την ευκαιρία να ψαχτώ σε κάτι πιο εσωστρεφές, σε ένα μικρό θέατρο όπου μπορώ να νιώσω τη ματιά του κοινού και να μιλήσω για τον σημερινό άνθρωπο, που μοιάζει εγκλωβισμένος σε προβλήματα που τον πνίγουν», σημειώνει.

«Τα νέα μας είναι καταιγιστικά;» ρωτάω, καθώς αυτό υποστηρίζει ο τίτλος της τωρινής παράστασής της. «Δεν το πιστεύεις; Βομβαρδιζόμαστε – πανδημία, πόλεμοι, βιασμοί, ακρίβεια και όλο και κάτι νέο βγαίνει. Οτιδήποτε πάμε να χτίσουμε ματαιώνεται. Ο καθένας μας θέλει να ηρεμήσει, να ξεφύγει από τα άγχη του, την απόγνωσή του».

Είχα την ευκαιρία να ψαχτώ σε κάτι πιο εσωστρεφές και να μιλήσω για τον σημερινό άνθρωπο, που μοιάζει εγκλωβισμένος σε προβλήματα που τον πνίγουν.

Αυτή τη φορά, βέβαια, ένα μεγάλο κομμάτι του έργου ξετυλίγεται μόνο μέσα από τη δράση των ηθοποιών πάνω στη σκηνή, χωρίς ωστόσο λόγια. Μοιάζει σαν να αυτοσχεδιάζουν. «Μ’ αρέσει να φαίνεται σαν να μην έχει γίνει πρόβα, γιατί αυτός είναι ο στόχος της συγκεκριμένης παράστασης. Σε αρκετά σημεία όντως δεν έχει γίνει πολλή πρόβα, όμως για να στηριχτούν τέτοια σημεία, απαιτείται να υπάρχει μια πολύ γερή δραματουργία και αυτό γίνεται με κόπο· ξεζουμίζω τον εγκέφαλό μου για να υπάρχουν κολόνες ύφους, ρυθμού, διάρκειας, ώστε ανάμεσά τους να αναπνέουν στιγμές αυτοσχέδιες και ελεύθερες. Είναι πολύ δύσκολο αυτό, βασανιστικό όταν θέλεις να εκφράσεις με καθαρό τρόπο κάτι δικό σου».

«Πολλοί σας ακολουθούν σταθερά, αγαπούν τον λόγο σας, τους ενδιαφέρετε. Αλλά δεν λείπουν και όσοι ενοχλούνται από τα έργα σας», παρατηρώ. «Η σκηνή είναι ο χώρος όπου έχω επιλέξει να φιλοξενώ τον θεατή. Τον προσκαλώ και έρχεται. Αφού ήλθατε, θα σας τα πω όλα. Αυτή είμαι».

Λ. Κιτσοπούλου: Αφού ήρθατε, θα σας τα πω όλα, αυτή είμαι-1
«Εκτίθεμαι, ναι, παλεύω γι’ αυτό. Νιώθω πως όταν ο καλλιτέχνης εκθέτει την αλήθεια του, αποκτά μια αμεσότητα με το κοινό», λέει η κ. Κιτσοπούλου.

Μετά την παράσταση στη Σφενδόνη, ακολουθεί το έργο «Μια νύχτα στην Επίδαυρο», σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, όπου είναι μεταξύ των συγγραφέων της παράστασης, και κατόπιν η Επίδαυρος, όπου θα σκηνοθετήσει για πρώτη φορά έργο της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας, τις «Σφήκες» του Αριστοφάνη, μία εκ των δύο παραγωγών του Εθνικού Θεάτρου για το καλοκαίρι του 2023.

«Ενα από τα κύρια θέματα που πραγματεύονται οι Σφήκες είναι ποιος δικάζει ποιον. Το έργο είναι πολύ γοητευτικό, έχει τόσο σουρεαλιστικές σκηνές, και στο τέλος καταλήγει σε ένα τρελό γλέντι. Είναι σαν ένα ραπάρισμα», περιγράφει.

«Πάντα έχω κάτι να καταπιάνομαι», μου απαντά όταν της σχολιάζω ότι βρίσκεται σε συνεχή κίνηση. «Συνέχεια είμαι κάπως δεσμευμένη, με τρέχει κάτι που έχει ένα deadline», λέει και ύστερα από μία παύση αναστεναγμού, προσθέτει: «Α, τι θα ήθελα να κάνω μετά! Ξέρω γω, θα ήθελα να πάρω ένα λεωφορείο ή ένα αεροπλάνο. Να ταξιδέψω στο Βερολίνο για να δω θέατρο ή να, σε ένα νησί, να κάθομαι σε ένα καφενείο και να χαζεύω τους ψαράδες. Εάν δεν έχω κάποιο deadline, μπορεί να χαθώ δύο χρόνια και να γυρίσω πίσω με μούσια».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT