Ορθοστάδην μέλποντες

Από την προχθεσινή Παρασκευή άρχισαν να ψάλλονται στις εκκλησίες μας οι Χαιρετισμοί. Μέσα στην κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, κάθε Παρασκευή, για πέντε βδομάδες, στις εκκλησίες όλης της χώρας αντηχούν χαρμόσυνα άσματα στην Παναγία

4' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από την προχθεσινή Παρασκευή άρχισαν να ψάλλονται στις εκκλησίες μας οι Χαιρετισμοί. Μέσα στην κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, κάθε Παρασκευή, για πέντε βδομάδες, στις εκκλησίες όλης της χώρας αντηχούν χαρμόσυνα άσματα στην Παναγία. Τους περίμενα από μικρό παιδί με λαχτάρα και τους περιμένω ακόμη και τώρα. Οι γλυκές βραδιές της άνοιξης γίνονται γλυκύτερες τις Παρασκευές των Χαιρετισμών, κατά τους αθάνατους στίχους του Σικελιανού: «Καμπάνα των Χαιρετισμών, που προβοδάς, το δείλι, / τόσο γλυκά τις ταπεινές καρδιές προς τον Απρίλη» («Μήτηρ Θεού», ΙΙΙ, 33-34). Η τελευταία βδομάδα της Σαρακοστής, πριν από τη Μεγάλη, στη λαϊκή θρησκευτική ορολογία ονομάζεται «κουφή» (και σπανιότερα «βουβή»), επειδή ακριβώς δεν έχουμε Χαιρετισμούς. Το κέντρο της ακολουθίας των Χαιρετισμών αποτελεί το κοντάκιο του Ακαθίστου, καθότι ψαλλόταν ορθοστάδην, το οποίο είναι και το μόνο κοντάκιο σε λειτουργική χρήση (τα ονομαζόμενα κοντάκια στα λειτουργικά βιβλία είναι απλώς προοίμια κοντακίων). Συνδεδεμένος αρχικά με την εορτή του Ευαγγελισμού, όπως με σαφήνεια φαίνεται από το περιεχόμενό του, ο Ακάθιστος μετατέθηκε πολύ νωρίς, ήδη από τον 10ο αι., στον όρθρο του Σαββάτου (το εσπέρας της Παρασκευής) της ε΄ εβδομάδος των νηστειών. Για χίλια χρόνια το ποίημα αυτό μας συνάζει στις εκκλησίες! Η συναξαριακή παράδοση το συνέδεσε, ως γνωστόν, με την υπεράσπιση και τη σωτηρία της Πόλης από την Παναγία, την άμαχο στρατηγό, όταν κινδύνευε από τους Αβάρους και άλλους εχθρούς. Η τμηματική του απόδοση, σε τέσσερα μέρη, τις τέσσερις πρώτες Παρασκευές της Σαρακοστής είναι μεταγενέστερη. Σήμερα, μαζί με τον κανόνα του Ακαθίστου (ειρμός α΄ ωδής: «Ανοίξω το στόμα μου»), έργο του Ιωσήφ του Υμνογράφου (περ. 816-883), έχει ενσωματωθεί στο απόδειπνο.

Τα λαμπρά έργα του παρελθόντος υπάρχουν για να μας μαθαίνουν μέτρα και σταθμά, όχι για να μας παίρνουν τη φωνή.

Την αφορμή για τούτο το σημείωμα, εκτός από τους Χαιρετισμούς που ξαναρχίσανε, μου τη δίνει και ο πρόσφατος θάνατος του καθηγητή της βυζαντινής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Θεοχάρη Δετοράκη (1936-2023), το τελευταίο έργο του οποίου ήταν η κριτική έκδοση του Ακαθίστου ύμνου (Ιερά Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Αύγουστος 2021, κατά τον κολοφώνα). Στην Ελλάδα εκδίδονται σημαντικά βιβλία από μοναστήρια, μητροπόλεις και πολλά άλλα ιδρύματα, τα οποία δεν βρίσκουν τον δρόμο προς τα βιβλιοπωλεία και μένουν στην αφάνεια. Η έκδοση του Δετοράκη έρχεται να προστεθεί στη μακρά σειρά κριτικών εκδόσεων του Ακαθίστου (καρδινάλιος Pitra, Christ-Paranikas, Ευστρατιάδης, Wellesz, Trypanis, Toniolo) και είναι ασφαλώς η πληρέστερη στα ελληνικά. Ο Δετοράκης δεν στηρίχτηκε για την έκδοσή του αποκλειστικά στα κοντακάρια αλλά –πολύ ορθά– και σε λειτουργικά χειρόγραφα (επέλεξε δεκατρία από τα παλαιότερα χειρόγραφα Τριώδια και Μηναία του Μαρτίου). Είναι πολύ κρίμα που μια τέτοια έκδοση έχει τόσο πολλά τυπογραφικά λάθη. Το ερώτημα του ποιητή του Ακαθίστου έχει απασχολήσει, όπως είναι φυσικό, όλους τους μελετητές του, και έχουν διατυπωθεί όλες οι δυνατές υποθέσεις. Ο Δετοράκης υποθέτει από παλιά και επαναλαμβάνει και τώρα, χωρίς πειστικά, κατά τη γνώμη μου, επιχειρήματα, ότι ο Ακάθιστος γράφτηκε μάλλον από δύο ποιητές, τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον θετό αδελφό του Κοσμά Μαϊουμά. Το ερώτημα του ποιητή του Ακαθίστου δεν θα λυθεί ποτέ, όπως και ο ίδιος ο Δετοράκης παραδέχεται προλογικά (σ. 9). Οσο για το άλλο ερώτημα, τη χρονολόγησή του, άλυτο και αυτό μέχρι σήμερα, ίσως κάποτε λάβει στέρεη απάντηση.

Αλλα πάντως ερωτήματα έχουν για μένα πιο ουσιαστικό ενδιαφέρον, εκείνα που αφορούν την ποιητική του Ακαθίστου, τη θεολογία του, και εντέλει την αξία του. Οσο βέβαια βρίσκομαι μέσα στην εκκλησία και ακούω, μαζί με την κοινότητα των πιστών, τους Χαιρετισμούς, δεν σκέφτομαι τίποτε από όλα αυτά, όταν όμως διαβάζω το ποίημα κατά μόνας επανέρχονται. Ο Ακάθιστος, ως κοντάκιο ακριβώς που είναι, ανήκει σε μια ποίηση αυστηρών τεχνικών κανόνων: ακροστιχίδα (αλφαβητική), προοίμιο (εν προκειμένω τουλάχιστον δύο), εναλλαγή σύντομων και εκτενών οίκων, με διαφορετικό εφύμνιο οι μεν από τους δε, απόλυτη ισοσυλλαβία, αυστηρή (αλλά όχι απόλυτη) ομοτονία, και άλλα τέτοιας λογής. Επιπλέον, όπως και σε όλη τη βυζαντινή λογοτεχνία, η παρουσία της ρητορικής είναι και εδώ κυριαρχική (παρηχήσεις, ομοιοτέλευτα, επαναλήψεις, οξύμωρα, και κυρίως συνεχείς αντιθέσεις). Η σύγχρονη ποιητική ευαισθησία σκαλώνει σε όλα αυτά (ιδίως στη ρητορική). Ωστόσο μόνο αν τα αποδεχτείς και διαβάσεις το ποίημα με τους δικούς του όρους μπορείς να ανακαλύψεις σιγά σιγά την ποίηση που υπάρχει, όση υπάρχει, μέσα σε αυτό (και στα άλλα του είδους). Ο λόγιος Ελληνας αναγνώστης έχει και έναν πρόσθετο πειρασμό, όταν διαβάζει βυζαντινή ποίηση: τη συγκρίνει διαρκώς με την αρχαία ελληνική, που αποτελούσε άλλωστε πρότυπο για πολλούς βυζαντινούς συγγραφείς (όχι για όλους). Θα δεχτώ ότι το πρότυπο είναι αξεπέραστο. Τι σημαίνει αυτό; Ποια είναι η λειτουργία και ο ρόλος των μεγάλων και αξεπέραστων έργων του παρελθόντος; Την καλύτερη απάντηση την έχει δώσει ο λόγιος αυτοκράτωρ Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1350-1425), σε επιστολή του «τω Θεσσαλονίκης κυρώ Γαβριήλ»: «Ου μην αλλ’ ει τις τούτο νομοθετήσει, λέγω το διά τους μείζους σιγάν τους ήττους, ουδ’ αν εις, οίμαι, των νεωτέρων, διά το τους πάλαι πολλώ προέχειν διάραι στόμα τολμήσειεν· αλλά τούτο κάκιστον» («Lettres de l’ emprereur Manuel Paléologue», έκδοση Émile Legrand, Παρίσι 1893, σ. 78-79). Αν τυχόν, μας λέει, νομοθετήσει κάποιος να σωπαίνουν οι μικρότεροι συγγραφείς, επειδή υπάρχουν οι μεγαλύτεροι, τότε κανείς από τους νεότερους δεν θα τολμούσε να ανοίξει το στόμα του, γιατί οι παλιοί υπερέχουν κατά πολύ. Αν όμως συνέβαινε αυτό, θα ήταν κάκιστο. Τα λαμπρά έργα του παρελθόντος, τα αξεπέραστα, υπάρχουν εκεί για να μας μαθαίνουν μέτρα και σταθμά, όχι για να μας παίρνουν τη φωνή. Μεγάλο μάθημα για συγγραφείς και αναγνώστες κάθε εποχής, ο έστι μεθερμηνευόμενον ότι πρέπει να διαβάζουμε τον Ακάθιστο και όλα τα κοντάκια για αυτό που είναι, προσπαθώντας να ακούσουμε τη δική τους ξεχωριστή φωνή, και όχι συγκρίνοντάς τα με την Ιλιάδα ή τον Αισχύλο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT