Καυτό Σαββατόβραδο, με «12άρια»

Καυτό Σαββατόβραδο, με «12άρια»

Η Eurovision φέρνει κάτι από την παιδικότητα, την ξεγνοιασιά όλων μας (έστω των περισσότερων)

2' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Eurovision φέρνει κάτι από την παιδικότητα, την ξεγνοιασιά όλων μας (έστω των περισσότερων). Είναι, ας πούμε, το πρώτο πάρτι της άνοιξης σε σπίτι φίλων, το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του καλοκαιριού. Ακόμη θυμάμαι το επιφώνημα ενθουσιασμού φίλης το 2004 στον διαγωνισμό της Κωνσταντινούπολης, όταν ο Σάκης (ο Ρουβάς) κατάφερε να κάνει ακροβατική ανάποδη τούμπα χωρίς να πέσει. Ή μήπως δεν θυμόμαστε το σούπερ σέξι φόρεμα της Καίτης (Γαρμπή) το 1993, όταν τραγουδούσε για την «Ελλάδα, χώρα του φωτός». Αυτά, φυσικά, πολλά χρόνια μετά το 1976 όταν, κατά παραγγελία του Μάνου Χατζιδάκι, η Μαρίζα Κωχ συνέθεσε μια μπαλάντα διαμαρτυρίας για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο με τίτλο «Παναγιά μου, Παναγιά μου». Η τουρκική τηλεόραση έριξε διαφημίσεις κατά το πεντάλεπτο της παρουσίασης της ελληνικής συμμετοχής.

Η αλήθεια είναι ότι η Eurovision υπηρετεί τους κανόνες της ποπ μουσικής χωρίς να αφήνει κάποιο ιδιαίτερο στίγμα στα αυτιά των τηλεθεατών, ακόμη και λίγες ημέρες μετά τον διαγωνισμό. Η δημοφιλία της είναι και η πολιτική της δύναμη. Τραγούδια που αναπαράγουν σταθερά μοτίβα μιας μουσικής, η οποία άνετα μπορεί να ακουστεί σε μια πλαζ, σε ένα μπαρ του συρμού ή σε ένα ασανσέρ. Οι δε ιστορίες των τραγουδιστών που τόσο μόχθησαν για να βρεθούν στη σκηνή της Eurovision, έστω και με την υπερβάλλουσα δραματικότητά τους, τη στιγμή του διαγωνισμού προσφέρουν ένα κάποιο συγκινητικό περίβλημα στο τηλεθεατή. Μάλιστα, από το 2002 έχουν εισαχθεί στον διαγωνισμό σλόγκαν, τα οποία συνήθως δίνουν βάρος σε μηνύματα αισιοδοξίας, ενότητας, αλληλεγγύης, συμπεριληπτικότητας – άλλωστε, η Eurovision έχει αγαπηθεί ιδιαιτέρως από τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα.

Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989, έφερε στη διοργάνωση τις χώρες του ανατολικού μπλοκ και άνοιξαν όχι μόνο νέες τηλεοπτικές αγορές αλλά και η θέα σε έναν κόσμο έως τότε μειονεκτικά περίκλειστο. Κατόπιν ο διαγωνισμός απλώθηκε ακόμη περισσότερο σε χώρες όπως η Αυστραλία (μετέχει στον διαγωνισμό από το 2015) και η Κίνα, στην οποία μεταδίδεται. Πενήντα δύο κράτη έχουν συμμετάσχει τουλάχιστον μία φορά, και στις τελευταίες διοργανώσεις μετέχουν σταθερά περίπου 45 χώρες.

Ωστόσο, παρότι τα ανοίγματα επέτρεπαν στην Eurovision ένα πολιτισμικό μπόλιασμα εκατέρωθεν του… τείχους, τελικά οι νέες χώρες «αφομοιώθηκαν» στα μουσικά πρότυπα της δυτικής Ευρώπης. Και αυτό διότι είναι απαραίτητος ο εύπεπτος ήχος, ώστε να μπορούν να δημιουργηθούν μαζικοί κώδικες διασκέδασης για τους τηλεθεατές. Η δε χρήση των αγγλικών ισοπέδωσε το ιδιαίτερο γλωσσικό ύφος που είχαν τα τραγούδια κάθε χώρας, όταν οι στίχοι ήταν στην εθνική γλώσσα, με αποτέλεσμα την επικράτηση της απόλυτης ομοιομορφίας του κιτς.

Στο τέλος, βέβαια, μένει η απορία τι θέλουν να πουν (What they say, όπως είναι ο τίτλος της φετινής ελληνικής συμμετοχής) όσοι προσπαθούν να πείσουν για τη σημασία του διαγωνισμού στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της Ευρώπης. Γιατί η προσπάθεια; Η Eurovision, η υπερπαραγωγή που στήνεται κάθε χρόνο προς άγραν τηλεοπτικών εσόδων, είναι –θέλει να είναι– ένα γεγονός γκλαμ. Ποιος δεν θέλει να αποθεώσει, έστω και για μία φορά τον χρόνο, την ελαφράδα μέσα του;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή