Σπύρος Ιακωβίδης: «Η ζωή είναι και πολύ αστεία»

Σπύρος Ιακωβίδης: «Η ζωή είναι και πολύ αστεία»

Ο σκηνοθέτης Σπύρος Ιακωβίδης μιλάει στην «Κ» για την ταινία του, «Black Stone»

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Black Stone» ή αλλιώς «Μαύρη πέτρα», σαν αυτή που αποφασίζει να ρίξει πίσω του ο Πάνος, υπάλληλος του ΟΑΕΔ, ο οποίος εξαφανίζεται μυστηριωδώς, είναι ο τίτλος της νέας ταινίας του Σπύρου Ιακωβίδη. Ο Ελληνας κινηματογραφιστής έχει αυτές τις ημέρες μεγάλη αγωνία, αφού το πρώτο του μεγάλου μήκους φιλμ θα δοκιμάσει να κατακτήσει και το ευρύ κοινό, έπειτα από εκείνο των φεστιβάλ στα οποία συμμετείχε. Η ιστορία του, βέβαια, δεν έχει για πρωταγωνιστή τον… εξαφανισμένο, αλλά εκείνους που μένουν πίσω με πρώτη τη μαμά Χαρούλα (Ελένη Κοκκίδου).

«Οπως το βλέπω εγώ, η ταινία έχει τρία επίπεδα. Το πρώτο και κύριο έχει να κάνει με την περίφημη Ελληνίδα μάνα. Με ενδιαφέρει πολύ αυτός ο χαρακτήρας, ο οποίος σχεδόν πάντα στο σινεμά έχει μια καρικατουρίστικη απεικόνιση, ενώ το αποτύπωμά του στην κοινωνία μας είναι στην πραγματικότητα τεράστιο. Το δεύτερο αφορά τους οικογενειακούς ρόλους, οι οποίοι αποκτώνται και αλλάζουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, στο πέρασμα του χρόνου. Ο μεγάλος γιος γίνεται προστάτης της οικογένειας με τον θάνατο του πατέρα, ο μικρός αυτοθυσιάζεται ώστε η Χαρούλα να συνεχίσει να αισθάνεται μητέρα κ.ο.κ. Και το τρίτο επίπεδο είναι η ελληνική πραγματικότητα, αυτή η τόσο πλούσια, σύνθετη, δυσλειτουργική κατάσταση που όλοι βιώνουμε. Το θέμα των δημοσίων υπαλλήλων είναι ένα κομμάτι της, το οποίο επίσης σπάνια θίγεται στον κινηματογράφο», μας λέει ο κ. Ιακωβίδης.

Στην αρχή της ταινίας, δύο κινηματογραφιστές πηγαίνουν στην υπηρεσία του Πάνου και κατόπιν συναντούν τη μητέρα του, υποσχόμενοι να τη βοηθήσουν να βρει το παιδί της. Στο εξής, εμείς παρακολουθούμε τα δρώμενα μέσα από τη δική τους ντοκιμαντερίστικη καταγραφή. «Πάντα μου άρεσαν τα mocumentaries, τα οποία αφηγούνται μια ιστορία παντρεύοντας την κωμωδία με το δράμα. Χρησιμοποιώντας τη φόρμα του ντοκιμαντέρ, ο θεατής αφήνεται στη μικρή πλάνη ότι παρακολουθεί μια αληθινή ιστορία, η οποία έτσι γίνεται και πιο προσβάσιμη. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και το χιούμορ. Δεν νομίζω ότι θα έκανα ποτέ καθαρό δράμα, δεν με ενδιαφέρει σαν είδος».

Σπύρος Ιακωβίδης: «Η ζωή είναι και πολύ αστεία»-1
«Δεν νομίζω ότι θα έκανα ποτέ καθαρό δράμα, δεν με ενδιαφέρει σαν είδος», τονίζει ο Σπύρος Ιακωβίδης.

Η ταινία έχει τρία επίπεδα, το πρώτο και κύριο έχει να κάνει με την περίφημη Ελληνίδα μάνα – σχεδόν πάντα στο σινεμά έχει μια καρικατουρίστικη απεικόνιση.

Οπως είπαμε, βέβαια, στο επίκεντρο εδώ βρίσκεται η Χαρούλα, ο χαρακτήρας που υποδύεται εκπληκτικά η Ελένη Κοκκίδου. «Είναι απολύτως η κλασική Ελληνίδα μάνα. Προσπαθήσαμε ωστόσο να μπούμε πιο βαθιά στον χαρακτήρα, να κατανοήσουμε γιατί λειτουργεί έτσι. Το βασικό νομίζω με αυτές τις γυναίκες, ειδικά των αμέσως προηγούμενων γενιών, είναι ότι λόγω των σκληρά πατριαρχικών-συντηρητικών κοινωνιών που τις ανέθρεψαν, αναγκάστηκαν να ζήσουν μέσα από τις ζωές των άλλων· των συζύγων, των παιδιών τους κ.ο.κ. Στην πλειονότητά τους δεν μπόρεσαν να κυνηγήσουν δικά τους όνειρα και φιλοδοξίες – ζωές που δεν τις έζησαν ποτέ. Ταυτόχρονα, έφτιαξαν γύρω τους ένα σύστημα επιβίωσης, το οποίο σε μεγάλο βαθμό υποκατέστησε ένα αναποτελεσματικό κοινωνικό κράτος. Οσο για την Ελένη Κοκκίδου, το να τη βλέπω να δουλεύει ήταν αληθινό δώρο για μένα. Είναι σπάνιο να βλέπεις μια ηθοποιό που δεν έχει κανένα “κόλλημα” με την εικόνα της και είναι έτοιμη, σαν άδειο μπουκάλι, να γεμίσει με οποιονδήποτε χαρακτήρα. Πιστεύω ότι μπορεί να παίξει τα πάντα», αναφέρει ο Ιακωβίδης.

Νέα πραγματικότητα

Ενας άλλος χαρακτήρας είναι αυτός του Μιχάλη, του Αφροέλληνα ταξιτζή που βοηθάει την οικογένεια και τον υποδύεται ο ράπερ Νέγρος του Μοριά, κατά κόσμον Κέβιν. «Στον αντίποδα της Χαρούλας, ο Μιχάλης είναι ένα παιδί που έχει πάρει τη ζωή στα χέρια του. Για εμένα αντιπροσωπεύει τη νέα ελληνική πραγματικότητα. Ελληνοαφρικανοί που έχουν γεννηθεί εδώ, έχουν πάει σχολείο και είναι φυσικά απολύτως Ελληνες. Ο ίδιος ο Κέβιν αισθάνεται ακριβώς έτσι».

Πόσο δύσκολο, όμως, είναι να γυρίζει κανείς την πρώτη του ταινία στην Ελλάδα του 2023, όπου το κοινό μάλλον «σνομπάρει» συστηματικά την εγχώρια παραγωγή; «Συνολικά μου πήρε επτά χρόνια να κάνω την ταινία. Διάβασα, βέβαια, κάπου ότι τόσο περίπου είναι και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος και παρηγορήθηκα. Τώρα το κοινό, σε ένα βαθμό, το δικαιολογώ. Εχει φάει πολλές φορές τα μούτρα του με τις ελληνικές ταινίες –μιλώ και από προσωπική πείρα–, οι οποίες είναι συχνά τρομερά υποκριτικές και ανειλικρινείς. Ενα από τα δικά μου κίνητρα μάλιστα στο σινεμά είναι να κάνω φιλμ καλύτερα από αυτά που βλέπω. Επίσης, φιλμ που να αφορούν το κοινό και να έχουν και κάποιο χιούμορ. Κάπου έχουμε ανάγκη να σπάσει και όλο αυτό το δράμα, γιατί και η ίδια η ζωή εκτός από δραματική είναι και πολύ αστεία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή