Η Πενέλοπε και η πλαστή Βαρκελώνη

Η Πενέλοπε και η πλαστή Βαρκελώνη

Ερωτικά τρίγωνα και τετράγωνα μέσα από τον φακό του Γούντι Αλεν

4' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Καλιφορνέζος σκηνοθέτης Μπρους Μπράουν γύρισε το θρυλικό ντοκιμαντέρ «Endless Summer», ακολουθώντας δύο επαγγελματίες σέρφερ σε ένα ταξίδι γύρω από τον κόσμο, κινηματογραφώντας την αναζήτηση του «ατέλειωτου καλοκαιριού», το αποικιακό του βλέμμα κρύφτηκε πίσω από μαγικά τοπία, επιδέξια κάδρα, τα νοσταλγικά χρώματα του ηλιοβασιλέματος και τη μαγεία του ίδιου του αθλήματος του σέρφινγκ. Λίγοι όμως μίλησαν για το υποτιμητικό πορτρέτο που έφτιαξε για τους ιθαγενείς της Γκάνας ή της Σενεγάλης, εκεί όπου οι δύο αψεγάδιαστοι πρωταγωνιστές έκαναν τις πρώτες τους στάσεις αφού διέσχισαν τον Ατλαντικό, ξεκινώντας ένα παγκόσμιο, ανέμελο σαφάρι του «τέλειου κύματος».

Σαράντα χρόνια μετά, ένας άλλος Αμερικανός σκηνοθέτης, από την άλλη ακτή της χώρας, ο ασταμάτητα νευρωτικά πνευματώδης Γούντι Αλεν, έκανε κάτι παρόμοιο με την Καταλωνία, αφού εκείνη πρώτα προσφέρθηκε να του προσφέρει ενάμισι εκατομμύριο ευρώ από τα δημόσια ταμεία της για να γυρίσει μια ταινία στα μέρη της, ώστε αυτός να παρουσιάσει τελικά τον τοπικό της πολιτισμό ως φόντο μιας εξωτικοποιημένης αμερικανικής εμπειρίας «διακοπών στην Ευρώπη».

Η Πενέλοπε και η πλαστή Βαρκελώνη-1
H Πενέλοπε Κρουζ βραβεύθηκε με Οσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της. Μια αληθινή, θνητή εξαίρεση σε ένα ψεύτικο περιβάλλον.

Εισπράξεις 96 εκατ.

Το 2008, το «Vicky Cristina Barcelona» έκανε παγκόσμια εμπορική επιτυχία εισπράττοντας 96 εκατ. δολάρια, ενώ η παραγωγή του είχε στοιχίσει 15 εκατ. Ηταν από τις πιο κερδοφόρες ταινίες του Αλεν όχι μόνο σε όλο τον κόσμο, αλλά και στις δικές μας αίθουσες, όπου και σήμερα παραμένει μία από τις πιο εμπορικές και η φήμη της ίσως δικαιώσει την επανέκδοσή της αυτή την εβδομάδα, διότι, παρόλο που αποτελεί εύκολο στόχο για κριτική, διαθέτει μια σειρά από διαχρονικώς ακαταμάχητα θέλγητρα, με πρώτο απ’ όλα το καστ της.

Ποιος δεν θέλει να δει σε μια οθόνη θερινού σινεμά την Πενέλοπε Κρουζ να φιλιέται ερωτικά με τη Σκάρλετ Γιόχανσον ή να τσακώνεται με ατόφιο ιβηρικό πάθος με τον Χαβιέ Μπαρδέμ στη μέση του δρόμου; Υπάρχει κανείς που δεν θα χαθεί σαγηνευμένος μέσα στο αδιόρατα μελαγχολικό βλέμμα της Ρεμπέκα Χολ; Ποιος δεν θα ταξιδέψει έστω και για ένα δευτερόλεπτο στην άλλη άκρη της Μεσογείου, στην πόλη του Γκαουντί, όπου σε αυτήν την εκδοχή της βρίθει από εύπορους (αλλά βασανισμένους) καλλιτέχνες; Είναι τόσο κακό να μπει κάποιος σε έναν αθηναϊκό ακάλυπτο και σε μια μεγάλη φωτεινή οθόνη να δει μια Βαρκελώνη-καρικατούρα του εαυτού της, κατοικημένη μονάχα από μποέμ αργόσχολους και Αμερικανούς τουρίστες, που η μόνη τους έννοια είναι με ποιον θα κοιμηθούν το βράδυ;

Το «Vicky Cristina Barcelona» ήταν μια τεράστια οικονομική επιτυχία, που όμως «θα έκανε τον Γκαουντί να δακρύσει»…

Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή στο κοινό: δύο Αμερικανίδες, καλές φίλες όμως αντιδιαμετρικά διαφορετικές (η μία είναι λογική και εγκρατής, η άλλη συνεχώς αναζητεί την επόμενη μεγάλη συγκίνηση) πηγαίνουν για καλοκαιρινές διακοπές στη Βαρκελώνη και γνωρίζουν έναν ντόπιο ζωγράφο, ο οποίος τις τραβάει σε ένα ερωτικό τρίγωνο μέχρι να εμφανιστεί ξανά στη ζωή του η εκρηκτικού χαρακτήρα πρώην γυναίκα του, και τότε η κατάσταση μετατρέπεται σε ένα απόλυτα νευρωτικό τετράγωνο. Οταν το καλοκαίρι φτάνει θλιμμένα προς το τέλος του, οι εντάσεις καταλαγιάζουν και οι χίμαιρες των διακοπών σβήνουν μέσα στο ηλιοβασίλεμα. Και παρόλο που μπορεί αυτό να θυμίσει λίγο τον Ερίκ Ρομέρ και εκείνο το μικρό του αριστούργημα από το 1992, το «Conte d’ Eté» («Καλοκαιρινή ιστορία»), δεν έχει τίποτε από την εκλεκτική του φιλμική τέχνη και ηθογραφία.

Οχι μόνο είναι φανερά σεξιστικό, παρουσιάζοντας τις γυναίκες ως μονίμως αναποφάσιστες και ανικανοποίητες και τους άντρες μονίμως στιβαρούς, αλλά συχνά μοιάζει και προχειροφτιαγμένο: το ίδιο «διπλό πλάνο» εμφανίζεται συνεχώς, όπως κάνει και η φωνή του αφηγητή, που εδώ δεν διαθέτει τη σπιρτάδα του Μπρους Μπράουν στο «Ατέλειωτο καλοκαίρι» του, αλλά μοιάζει με παρουσιαστή «επίκαιρων» από την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Μάλιστα, έχει κανείς την αίσθηση πως παίρνει κάποια ικανοποίηση όταν οι χαρακτήρες που ακολουθεί πέφτουν σε ατυχίες. Οι λίγες στιγμές που εμφανίζει χιουμοριστικές αναλαμπές, υπενθυμίζουν την επιρροή που είχε ο Αλεν στον (επίσης νευρωτικό) στυλίστα Γουές Αντερσον.

Θα πρέπει, ωστόσο, να δώσουμε τα εύσημα στην Πενέλοπε Κρουζ, η οποία δικαίως τιμήθηκε με Οσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της αυτή.

Οταν εμφανίζεται στα μισά του έργου, η κωμική υστερία της φέρνει ανεπιτήδευτα στην οθόνη κάτι το θνητό και αληθινό, έπειτα από ένα πενηντάλεπτο όπου τα πάντα είναι ψεύτικα, πολυτελή και λουσμένα με το ουτοπικό φως ενός ατέλειωτου μεσογειακού δειλινού. Στο πρώτο μισό της ταινίας η Καταλωνία είναι γεμάτη «Λατίνους εραστές» δίχως αναστολές, που εκτιμούν την καλή φλαμένκο κιθάρα, πίνουν φίνα ντόπια κρασιά και οδηγούν συλλεκτικά κάμπριο αμάξια. Οπως είχε γράψει και στην κριτική του για την ταινία το απολαυστικά σαρκαστικό διαδικτυακό περιοδικό Slant, «κάπου ο Γκαουντί δακρύζει κοιτώντας αυτόν τον προσβλητικό ευτελισμό του ρομαντικού πνεύματος της Ισπανίας».

Και όμως, τα 96 λεπτά του «Vicky Cristina Barcelona» περνούν απολαυστικά, χωρίς καν να το καταλάβεις, απολαμβάνοντας τη Σκάρλετ Γιόχανσον να περιπλανιέται κάτω από τις αψίδες της Σαγράδα Φαμίλια, φωτογραφίζοντας, όπως λέει η αφήγηση, «τα πάντα, από χαζοχαρούμενα σκυλιά έως παιδιά με δυσοίωνες φάτσες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή