Λέω να ξεκινήσω με «Τρεις ψηλές γυναίκες»

Λέω να ξεκινήσω με «Τρεις ψηλές γυναίκες»

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ή και λίγο νωρίτερα, επιστρέφει η «νοσταλγία» μου για το κλειστό θέατρο, μετά τις θερινές εξορμήσεις σε βράχους, ρεματιές και πέτρες!

2' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ή και λίγο νωρίτερα, επιστρέφει η «νοσταλγία» μου για το κλειστό θέατρο, μετά τις θερινές εξορμήσεις σε βράχους, ρεματιές και πέτρες! Με πιάνει μια όρεξη να αναζητήσω τις παραστάσεις που θέλω να δω, να μαρκάρω τις ημέρες του χειμώνα με τη θεατρική έξοδο –κυρίως Σαββατοκύριακο–, ίσως σε μια προσπάθεια να ορίσω στιγμές αναμονής του κάτι φρέσκου, που θα ανοίξει ένα διαφορετικό παράθυρο στην καθημερινή ρουτίνα. Πολλοί φίλοι το κάνουν! Πώς μπορεί, βέβαια, να έχει κάποιος θεατής τα εχέγγυα ότι αυτό θα συμβεί με την πανσπερμία των προτάσεων που αραδιάζονται κάθε Οκτώβριο προς το κοινό;

Αυτή την περίοδο, τα δημοσιογραφικά mails βομβαρδίζονται από εξαγγελίες θεατρικών παραστάσεων ή και προγραμμάτων καλλιτεχνικών σκηνών για όλη τη σεζόν έως την προσεχή άνοιξη. Συνολικά περί τις 2.500 παραστάσεις είχε καταγράψει η Ελληνική Στατιστική Αρχή για το 2019, πριν από τα λουκέτα του κορωνοϊού. Το αίσθημα της απελευθέρωσης από την πανδημία –αν και ορθότερη λέξη είναι η απομάκρυνση από τα χρόνια του μολυσματικού άγχους– δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε ρεκόρ παραστάσεων κατά την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο.

Και, όμως, ελάχιστα πράγματα περιμένω με πλησμονή, με πρώτο τη σύμπραξη της Ρένης Πιττακή, της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και της Λουκίας Μιχαλοπούλου στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Αλμπι. Η τηλεοπτική άνθηση έχει προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στη θεατρική πιάτσα. Πολλοί καταξιωμένοι ηθοποιοί επιλέγουν πια να εργασθούν μόνο σε τηλεοπτικές σειρές. Το κάνουν προφανώς για οικονομικούς λόγους, αλλά και για να προασπίσουν την ποιότητα της δουλειάς τους στην τηλεόραση και στο θέατρο.

Δεν λείπουν, πάντως, οι ηθοποιοί που «παλεύουν» να κρατήσουν δύο καρπούζια –ένα τηλεοπτικό, ένα θεατρικό– σε μία μασχάλη. Η επιλογή της εξαργύρωσης της τηλεοπτικής αναγνωρισιμότητας ενέχει τον κίνδυνο της ανάλωσης σε διαφορετικά είδη, της καλλιτεχνικής φθοράς και, εντέλει, της μετριότητας. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που τη δεκαετία του ’90 –πρώτη περίοδο μεγάλης άνθησης των τηλεοπτικών σειρών στα ιδιωτικά κανάλια– ξεκίνησαν με μεγάλες προσδοκίες την καριέρα τους, όμως, «κάηκαν» από την τηλεόραση.

Από την άλλη, η έντονη «τηλεοπτικοποίηση» του θεάτρου αφήνει ακόμη μεγαλύτερο πεδίο στις νέες, άγνωστες θεατρικές ομάδες να δείξουν τη δουλειά τους, να προσφέρουν επιλογές και να δελεάσουν ένα ευρύτερο κοινό.

Ωστόσο, μπορεί η πληθώρα πολλών θεατρικών προτάσεων να αποτελεί μία συνθήκη ανάδειξης δύο-τριών ταλέντων που έχουν μέλλον, αλλά αυτά μετά βεβαιότητος δεν πρόκειται να χαθούν.

Αντιθέτως, πολλά νέα παιδιά αγνοούν ότι ο ενθουσιασμός είναι καλός για αρχή, αλλά δεν ευνοεί τη δουλειά σε βάθος. Η ανάγκη για προσωπική έκφραση είναι κακός σύμβουλος όταν δεν συνοδεύεται από μελέτη, παίδεμα, προσωπική λείανση και κόπο. Προς το παρόν, παρατηρώ να επικρατεί μια αβαθής αποδόμηση των θεατρικών κειμένων, που περισσότερο φωτίζει τις ελλείψεις παρά αναδεικνύει το ταλέντο.

Τίποτε ωραιότερο από έναν καλλιτέχνη που λάμπει, τίποτε πιο αδιάφορο από εκείνον που, παρασυρμένος από την άγνοιά του, βουλιάζει στη ναΐφ μετριότητά του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT