Μπροστά σε ένα σπίτι της Μιχαήλ Βόδα

Μπροστά σε ένα σπίτι της Μιχαήλ Βόδα

Είχα σταθεί απέναντι στο ισόγειο σπιτάκι της οδού Μιχαήλ Βόδα και το παρατηρούσα. Είναι ένα από τα πολλά παρατημένα και ερειπωμένα της παλιάς γειτονιάς, γνωστό σε όσους περπατούν εκεί γύρω, ανάμεσα στις οδούς Θήρας και Αγρινίου, κάτω από την Αχαρνών

2' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είχα σταθεί απέναντι στο ισόγειο σπιτάκι της οδού Μιχαήλ Βόδα και το παρατηρούσα. Είναι ένα από τα πολλά παρατημένα και ερειπωμένα της παλιάς γειτονιάς, γνωστό σε όσους περπατούν εκεί γύρω, ανάμεσα στις οδούς Θήρας και Αγρινίου, κάτω από την Αχαρνών. Είναι ένα σπίτι συγκινητικό μέσα στην ευγενή απλότητά του, ένα κοίτασμα της αλλοτινής αστικής ζωής. Νοητά είμαστε κάτω από την πλατεία Αμερικής και αν προχωρήσουμε προς Ομόνοια θα περάσουμε από όλα τα τετράγωνα κάτω από τον Αγιο Παντελεήμονα και τη Βικτώρια. Εδώ, είναι ένα κοιμητήριο της αστικής Αθήνας.

Αυτή η πρόσοψη, με τις γύψινες διακοσμήσεις, στο σπίτι της Μιχαήλ Βόδα, στέκει εκεί ως μάρτυρας. Αναρωτιόμουν ποιο θα μπορούσε να είναι το μέλλον αυτού του σπιτιού, που όταν θα χτίστηκε γύρω στο 1920, θα είχε πολλά ακόμη παρόμοια εκεί γύρω και σε όλη την τεράστια ακτίνα από τη Λιοσίων έως την Πατησίων. Περισσότερο και από τα ίδια τα σπίτια, τους τοίχους, τη μορφή τους, που θα μπορούσε να επιζεί στον χρόνο, σκέφτομαι τα εσωτερικά τους, αυτά που έχουν διά παντός εξαερωθεί είτε από φθορά και μετακομίσεις, είτε, το συνηθέστερο, μετά τον θάνατο των παλαιών ενοίκων. Ντανιασμένα θα πουλήθηκαν στην καλύτερη περίπτωση τα βιβλία, φωτογραφίες μπορεί και να πετάχτηκαν, σερβίτσια θα βρήκαν τον δρόμο για το Μοναστηράκι. Εκεί, όμως, ξέρουμε πως υπήρχαν κόγχες αστικότητας. Ακόμη και προς τη Λιοσίων, κάτω χαμηλά, εκεί στην οδό Παιωνίου (στο ύψος της Βικτώριας) έμενε μια από τις θείες στους «Πανθέους» του Τάσου Αθανασιάδη. Το δεύτερο βιβλίο («Μάρμω Πανθέου») αρχίζει με τον θάνατο της γηραιάς θείας Καλής, που διέμενε Παιωνίου 46 (χαμηλά προς Λιοσίων), σεβαστή δέσποινα των Αθηνών, «αγέρωχη καλλονή του ελληνικού fin de siècle», με ένα πορτρέτο της από τον Λύτρα κρεμασμένο στο «καμαράκι της», εκεί σε αυτήν τη γειτονιά, που σήμερα κανείς δεν λογαριάζει.

Στη Μιχαήλ Βόδα, στο 192, αυτό το σπίτι που στέκεται ακόμη στα πόδια του, ρημαγμένο εσωτερικά, είναι μια σελίδα της αθηναϊκής ιστορίας. Της ιστορίας που δεν είναι γραμμένη σε βιβλία αλλά που βρίσκεται στις αναμνήσεις χιλιάδων ανθρώπων και αποτελεί κομμάτι οικογενειακών αφηγήσεων από εποχές που έχουν παρέλθει. Αυτή η άυλη ιδιότητα της αστικής παρακαταθήκης είναι συχνά υποτιμημένη, αλλά είναι ακριβώς αυτή, περισσότερο και από τα ίδια τα σπίτια, που είναι η συγκολλητική ουσία σε αυτό που πολύ γενικά ονομάζουμε αίσθηση του ανήκειν.

Δεν μπορεί βεβαίως να αγνοήσει κανείς το μέγεθος της αισθητικής κληρονομιάς. Είναι κάτι που έχουν ανάγκη όλες οι πόλεις, και το επιτυγχάνουν όχι απλώς διατηρώντας μεμονωμένα κτίρια μέσα σε θάλασσες τυποποιημένων και αδιάφορων οικοδομών που χτίστηκαν απλώς προς εκμετάλλευση, αλλά προστατεύοντας σύνολα. Ετσι, διατηρείται αυτό που λέμε «ατμόσφαιρα» μιας πόλης, το άθροισμα ωραίων κτιρίων και λιγότερο ξεχωριστών σπιτιών, που όμως όλα μαζί γεννούν ένα θαύμα, που όταν συναντηθείς μαζί του ξέρεις πως ποτίζεται από όσα φέρεις μέσα σου. Αν οι πόλεις κρατούσαν μόνο τα πολύ ξεχωριστά, τεράστια κομμάτια της Φλωρεντίας, του Λονδίνου ή της Βουδαπέστης θα είχαν χαθεί.

Αλλά εδώ, στο 192 της Μιχαήλ Βόδα, έχουμε να κάνουμε με ένα κομψοτέχνημα. Ενα μικρό σπίτι που έρχεται να επιβεβαιώσει και όσα μας λέει ο Τάσος Αθανασιάδης και τόσοι άλλοι συγγραφείς του παρελθόντος για το αστικό βάθος σε αυτές τις γειτονιές. Τις αγνοημένες…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT