Σέιν ΜακΓκόουαν: το ποτήρι του αποχωρισμού

Σέιν ΜακΓκόουαν: το ποτήρι του αποχωρισμού

Οι στίχοι του συνέδεσαν αμέτρητους Ιρλανδούς σε όλο τον κόσμο με την κουλτούρα και την ιστορία τους, περικλείοντας τόσο πολλά ανθρώπινα συναισθήματα, με τον πιο ποιητικό τρόπο

4' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δεν γράφω τραγούδια,
αλλά ύμνους στην ανέχεια…»

Οι στίχοι του ΜακΓκόουαν πραγματεύονταν την περιθωριακή πλευρά της ζωής: ιστορίες με αποτυχημένους ήρωες, σχεδόν πάντοτε βουτηγμένους στο αλκοόλ, στην αμαρτία ή και στα δύο, που έφταναν σε αδιέξοδα τα οποία ξόρκιζαν με μία ακόμη έξοδο στη συνοικιακή παμπ, συχνά νοσταλγώντας την πατρίδα από κάποια μακρινή χώρα, όπως η Αμερική, ή κάποια αφιλόξενη, όπως η Αγγλία. Αλλά σε αυτή την τελευταία γεννήθηκε, από Ιρλανδούς γονείς, μεγάλωσε και πήγε σχολείο, και μάλιστα ιδιωτικό, ο Σέιν ΜακΓκόουαν. Εκεί είχε την ευκαιρία να κερδίσει υποτροφία για να σπουδάσει φιλολογία (από 11 ετών, διάβαζε Ντοστογιέφσκι, Τζέιμς Τζόις, Nτέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς, Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς και Τζον Στάινμπεκ), αλλά αποβλήθηκε στο δεύτερο έτος των σπουδών, λόγω κατοχής ναρκωτικών. Στη συνέχεια, κατάφερε να εισαχθεί στο περιβόητο Κολέγιο Τέχνης St. Martin’s, το οποίο όμως παράτησε γρήγορα, προτιμώντας να εργαστεί σε δισκοπωλείο.

Μία ημέρα μετά τον θάνατό του, εννέα διαφορετικές εφημερίδες είχαν στο πρωτοσέλιδο μία φωτογραφία του με συγκινητικούς τίτλους όπως «Το τέλος του παραμυθιού» (Herald), «Ενας ποιητής και ένας αλήτης» (Irish Independent), «Κρατούσες τη μεζούρα των ονείρων μας» (Daily Mail) κ.ο.κ. Αυτά, πιθανότατα, ήταν και τα τελευταία εξώφυλλα που τον αφορούν, αλλά, παραδόξως, το πρώτο στο οποίο είχε την τιμητική του το είχε δει, χωρίς να το περιμένει, κρεμασμένο στα πρακτορεία Τύπου όταν ήταν 19 ετών, πριν καν κάνει την πρώτη του πρόβα σε κάποιο στούντιο ως μουσικός: 1976, το πανκ μόλις έχει εκραγεί στη Μεγάλη Βρετανία και ο νεαρός ΜακΓκόουαν πηγαίνει όλος ενθουσιασμό να δει τη συναυλία ενός ανερχόμενου συγκροτήματος, των Clash! Εκεί, πάνω στην έξαψη της στιγμής, τραυματίζεται στο αυτί και το πρόσωπό του καλύπτεται από αίμα. Ενας φωτογράφος τον εντόπισε, εστίασε την κάμερά του, πάτησε «κλικ» και την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες είχαν την εικόνα του με τον πηχυαίο τίτλο «Κανιβαλισμός σε συναυλία των Clash»!

Ο μύθος λέει ότι βλέποντας τον εαυτό του ανώνυμα… διάσημο, αποφάσισε να γίνει μουσικός. Οι Nipple Erectors ήταν το πρώτο του σχήμα, αλλά κανείς δεν θα τους θυμόταν σήμερα εάν δεν είχαν ακολουθήσει οι θρυλικοί Pogues.

Εχοντας επιλέξει να τιμήσει τις ιρλανδικές καταβολές του και, εντυπωσιασμένος από το πολιτισμικό εκτόπισμα των Ιρλανδών παγκοσμίως (υπολογίζεται ότι περισσότερα από 80 εκατομμύρια άτομα που ζουν εκτός της χώρας έχουν ιρλανδική καταγωγή, ενώ 45% αυτών κατοικούν στις ΗΠΑ), o ΜακΓκόουαν συγκρότησε τους Pogues, τα μέλη των οποίων δεν δίσταζαν να παίζουν παραδοσιακά όργανα, όπως φλογέρες, ακορντεόν, τετράχορδες αναγεννησιακές κιθάρες, μαντολίνο, μπάντζο, συνδυάζοντάς τα με τον δυναμισμό του πανκ.

Από το 1982 και την πρώτη τους συναυλία μέχρι και το 1991, το συγκρότημα γνώριζε διαρκώς όλο και μεγαλύτερη επιτυχία, και μάλιστα και εκτός βρετανικών συνόρων. Η επιτυχία, εντούτοις, δεν έρχεται σχεδόν ποτέ χωρίς κάποιο βαρύ τίμημα: παρόλο που τα μέλη του γκρουπ είχαν ξεκινήσει πρώτα ως φίλοι και μετά ως συνεργάτες, είχαν αρχίσει να αποξενώνονται μεταξύ τους, κυρίως γιατί ο ΜακΓκόουαν είχε παραδοθεί πλήρως στους εθισμούς του και δεν ανταποκρινόταν παρά σπάνια στα επαγγελματικά του καθήκοντα. Το ποτήρι ξεχείλισε το 1991, όταν εμφανίστηκαν ζωντανά στο πλαίσιο του φεστιβάλ WOMAD στη Γιοκοχάμα, αλλά η παρουσία του τραγουδιστή πάνω στη σκηνή ήταν τόσο αξιοθρήνητη, που ομόφωνα όλοι οι υπόλοιποι μουσικοί αποφάσισαν την άμεση απομάκρυνσή του. Οταν του το ανακοίνωσαν, η αντίδρασή του ήταν χαρακτηριστική: «Γιατί αργήσατε τόσο πολύ; Περίμενα ότι θα με διώχνατε νωρίτερα»!

Ο ΜακΓκόουαν παρέμεινε ενεργός καλλιτεχνικά με ένα νέο σχήμα, τους Popes, αλλά σταδιακά όλα άρχισαν να φθίνουν: παραγωγικότητα, καριέρα και, δυστυχώς, υγεία.

Πρακτικά σταμάτησε να ηχογραφεί το 1997, ενώ τα χρόνια που ακολούθησαν αναλώθηκε σε νοσταλγικές περιοδείες, φιλανθρωπικές κυκλοφορίες, ντοκιμαντέρ που προσπαθούσαν να εξωραΐσουν ένα μύθο που είχε ήδη ξεθωριάσει και επίσημες ανακοινώσεις ότι έπινε πλέον τζιν αντί για ουίσκι, και κάπνιζε κάνναβη αντί για τσιγάρα…

Και, κάπως έτσι, με έναν πολύ ταλαιπωρημένο οργανισμό, άφησε την τελευταία του πνοή το ξημέρωμα της 30ής Νοεμβρίου στο σπίτι του στο Δουβλίνο. Ο πρόεδρος της χώρας, Μάικλ Χίγκινς, τοποθετήθηκε σχετικά: «Θα τον θυμόμαστε ως έναν από τους μεγαλύτερους στιχουργούς στην ιστορία της μουσικής. Τα τραγούδια του στέκονταν και ως υποδειγματικά ολοκληρωμένα ποιήματα – αλλά αν είχαν εκδοθεί ως τέτοια θα είχαμε χάσει την ευκαιρία να τον ακούσουμε να τα ερμηνεύει. Οι στίχοι του συνέδεσαν αμέτρητους Ιρλανδούς σε όλο τον κόσμο με την κουλτούρα και την ιστορία τους, περικλείοντας τόσο πολλά ανθρώπινα συναισθήματα, με τον πιο ποιητικό τρόπο».

Οι U2, με ανάρτηση στο Facebook, επισήμαναν ότι «τα τραγούδια του Σέιν ήταν τέλεια, ώστε εκείνος ή εμείς, οι οπαδοί του, να μη χρειάζεται να είμαστε!», ενώ ο Νικ Κέιβ, συντετριμμένος, δήλωσε: «Χάσαμε έναν αληθινό φίλο και τον μεγαλύτερο συνθέτη της γενιάς του».

Ακούγεται τυπικό και υπερβολικό – αλλά, παρόλο που συχνά ο θάνατος κάποιου καλλιτέχνη συνοδεύεται από αντίστοιχους επικήδειους, στην περίπτωση του Σέιν ΜακΓκόουαν όλα τα παραπάνω είναι αρκούντως εύστοχα. Απλώς δεν χρειάζεται να είσαι Ιρλανδός για να νιώσεις την αυθεντικότητά του.

Κλείνουμε αυτό τον αποχαιρετισμό με πέντε ασυνήθιστα δεδομένα σχετικά με τον Σέιν ΜακΓκόουαν:

Ο εθισμός του στο αλκοόλ αποδιδόταν στο γεγονός πως, όταν ήταν πέντε ετών, οι γονείς του του έδιναν μπίρα Γκίνες για να κοιμάται τα βράδια.

Τον Απρίλιο του 2022, κυκλοφόρησε σε περιορισμένα, αριθμημένα, αντίτυπα το βιβλίο «The Eternal Buzz And The Crock Of Gold», που περιέχει στίχους και σκίτσα του. Αυτή τη στιγμή, τα τελευταία εναπομείναντα τεμάχια πωλούνται έναντι 1.200 ευρώ!

Κυκλοφορούν τρία διαφορετικά ιρλανδέζικα ουίσκι με το brand POGUES στην ετικέτα, από το αποστακτήριο West Cork.

Η ελβετική εταιρεία Frenckenberger παράγει, μεταξύ άλλων, κασμιρένιες κουβέρτες με σκίτσα του ΜακΓκόουαν. Αρχική τιμή: 14.000 δολάρια…

Στο σαλόνι του σπιτιού του είχε σε περίοπτη θέση μία ελληνική αγιογραφία, δίπλα σε αγάλματα του Βούδα και τυπικές ρωμαιοκαθολικές εκκλησιαστικές εικόνες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή