Στο φόντο, καταυλισμός προσφύγων. Σε πρώτο πλάνο, ένα νεαρό αγόρι, όχι πάνω από 10 χρόνων, τυλιγμένο από πάνω έως κάτω με επιδέσμους. Μόνο τα μάτια του διακρίνονται κι ένα μέρος του προσώπου. «Ηταν ένα καμένο αγόρι από τη Συρία που τράβηξε την προσοχή μου. Πλησίασα τον πατέρα και ζήτησα άδεια να το φωτογραφίσω. Εκείνος εξαγριώθηκε: “Γιατί τώρα; Πού ήσασταν όλα αυτά τα χρόνια;” μου φώναξε. Του απάντησα πως η φωτογραφία μπορεί να μην κάνει και τίποτα, όμως αν δεν την τραβήξω, σίγουρα κανείς δεν θα μάθει την ιστορία του παιδιού του ή των υπόλοιπων εδώ γύρω. Τελικά ηρέμησε και συμφώνησε», μου λέει ο Ιορδανός φωτορεπόρτερ Μοχάμεντ Μουχάισεν.
Τη φωτογραφία του μικρού Αμπντουλάχ Αχμεντ, που κέρδισε τελικά το βραβείο Πούλιτζερ, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε μαζί με πολλές ακόμη στην έκθεση με τίτλο «Bearing Witness: Μαρτυρίες», η οποία εγκαινιάζεται την προσεχή Δευτέρα στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί θα βρει κανείς φωτογραφίες τόσο του Μουχάισεν όσο και του συναδέλφου του, Χάουαρντ Τζ. Μπάφετ, τραβηγμένες σε βάθος τριών δεκαετιών σε διαφορετικές –και ταλαιπωρημένες– περιοχές του κόσμου.
Τι σκέφτεται ένας τέτοιος επαγγελματίας προτού στρέψει τον φακό του στον ανθρώπινο πόνο; «Πρώτα από όλα ότι είσαι ένα ανθρώπινο ον που καταγράφει ένα άλλο ανθρώπινο ον. Σεβασμός, εμπιστοσύνη, ιδιωτικότητα. Γιατί το κάνω; Για να μοιραστώ τη μαρτυρία, για να ενημερώσω, να προκαλέσω αντίδραση και τελικά να φέρω την αλλαγή. Πιστεύω βαθιά στην τεράστια δύναμη της εικόνας. Μια φωτογραφία μπορεί να αλλάξει την κοινωνία ή να την καταστρέψει. Μέσα από φωτογραφίες μας, όμως, καταφέραμε να χτίσουμε ένα σχολείο για τα προσφυγόπουλα από το Αφγανιστάν και να συγκεντρώσουμε την προσοχή εκατομμυρίων ανθρώπων σε άλλα προβλήματα».
«Στην εποχή των fake news και της τεχνητής νοημοσύνης, η διαφορά έγκειται στην ακρίβεια και στην αξιοπιστία των εικόνων μας».
Οταν περιγράφει τη φύση της δουλειάς, την οποία εκείνος αποκαλεί «τρόπο ζωής», οι λέξεις «πάθος», «αφοσίωση» και «ευθύνη» επαναλαμβάνονται. Η τελευταία μοιάζει να είναι η αληθινή του πυξίδα. «Στην εποχή των fake news και της τεχνητής νοημοσύνης, η διαφορά της δικής μου δουλειάς και των συναδέλφων μου έγκειται στην ακρίβεια και στην αξιοπιστία των εικόνων μας. Ο ρόλος μας είναι ίσως πιο σημαντικός από ποτέ. Προσωπικά προσπαθώ να εκμεταλλευθώ όσα προσφέρει η τεχνολογία – να μπορώ π.χ. να μοιράζομαι αυτό που συμβαίνει με εκατομμύρια άλλους μέσα σε δευτερόλεπτα».
Ο ίδιος, όπως και άλλοι φωτορεπόρτερ, ταξιδεύει σε εμπόλεμες ζώνες, στρατόπεδα προσφύγων, απομακρυσμένα χωριά της Αφρικής. Οσα καταγράφει στον φακό τα βλέπει, τα πιάνει, τα μυρίζει. Πόση από αυτή την εμπειρία μεταφέρεται τελικά στον «δυτικό» θεατή μέσω μιας έκθεσης φωτογραφίας; «Εδώ δεν τρέχουμε σπριντ 100 μέτρων, αλλά μαραθώνιο. Αν σήμερα περάσεις μπροστά από μια φωτογραφία μου χωρίς να την προσέξεις, εγώ θα επανέλθω αύριο με μία ακόμη. Γενικά συνηθίζω να λέω πως μια φωτογραφία δίχως συναίσθημα είναι σαν σώμα χωρίς ψυχή. Εγώ βάζω την ψυχή μου σε αυτό που κάνω, περνάω χρόνια σε ένα περιβάλλον, γίνομαι μέρος του τοπίου, χτίζω την εμπιστοσύνη, δεν είμαι απλώς ένας περαστικός. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ο Χάουαρντ (σ.σ. Μπάφετ), που εκθέτουμε μαζί, βρίσκεται στην Ουκρανία και καταγράφει στην πρώτη γραμμή των μαχών».
Οταν τον ρωτάω αν όσα έχει δει αυτές τις δεκαετίες τον κάνουν απαισιόδοξο, η απάντησή του είναι ξεκάθαρη: «Είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος. Επισκέπτομαι και φωτογραφίζω τη μικρή Ζαχάρα από τη Συρία κάθε χρόνο από το 2015 και πάντα έχω την ελπίδα ότι η ζωή της θα αλλάξει προς το καλύτερο».
«Bearing Witness», 18-22 Δεκεμβρίου, Ωδείο Αθηνών, ελεύθερη είσοδος.