Δημήτρης Πλατανιάς στην «Κ»: Να πάμε την όπερα κοντά στους νέους

Δημήτρης Πλατανιάς στην «Κ»: Να πάμε την όπερα κοντά στους νέους

Ο διεθνώς καταξιωμένος βαρύτονος σε δύο πολύ σημαντικούς ρόλους στην Εθνική Λυρική Σκηνή

6' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε λίγες μέρες ο πολύ αγαπητός και διεθνώς καταξιωμένος βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς ετοιμάζεται να παρουσιάσει στην ΕΛΣ δύο ρόλους στους οποίους έχει θριαμβεύσει στο Λονδίνο και αλλού: τον Αλφιο στην «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Πιέτρο Μασκάνι και τον Τόνιο στους «Παλιάτσους» του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο, δύο από τις πιο δημοφιλείς όπερες της σχολής του βερισμού, της νατουραλιστικής σχολής δηλαδή, που διαδέχτηκε τον ρεαλισμό του Βέρντι. Ο βερισμός στην όπερα ήταν κάτι ανάλογο με τον νατουραλισμό στη λογοτεχνία που εκπροσωπούσαν συγγραφείς όπως ο Εμίλ Ζολά.

«Το να τραγουδάς τους ρόλους αυτούς, αυτά τα δύο έργα μέσα σ’ ένα βράδυ είναι σαν να τραγουδάς μια μεγάλη, ολόκληρη όπερα», μου εξομολογείται ο Δ. Πλατανιάς. «Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντική η δοσολογία της φωνής σου στην πορεία, ώστε να φτάσεις στο τέλος, στο φινάλε των “Παλιάτσων” με ακέραια φωνή. Στυλιστικά και φωνητικά οι δύο όπερες μοιάζουν, καθώς η περίοδος των συνθετών συμπίπτει. Οσον αφορά τον βαρύτονο, η δυσκολότερη από τις δύο σαφώς είναι “Οι Παλιάτσοι”, κυρίως λόγω του διάσημου προλόγου, που είναι μεν ένα μουσικό διαμάντι, αλλά φωνητικά πολύ απαιτητικός. Το ίδιο και το ντουέτο με τη Νέντα και η τελική σκηνή, με τη φράση Λα κομέντια ε φινίτα (La commedia e finita), που πρέπει αντιμετωπιστεί με πολλή σύνεση και συγκέντρωση.

»Οσο για τον Αλφιο στην “Καβαλερία”, η αρχική του άρια είναι λίγο παρεξηγημένη, καθότι δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται, γιατί πρέπει να τραγουδηθεί “κρύα”, με το που μπαίνεις στη σκηνή, χωρίς καμία ευκαιρία για να ζεστάνεις τη φωνή σου. Μετά έχεις το πολύ δραματικό ντουέτο, κι εκεί τελειώνει ουσιαστικά ο ρόλος. Η τελευταία σκηνή, το φινάλε, είναι περισσότερο ρετσιτατίβο και απαντήσεις στον τενόρο, οπότε χρειάζεται έντονη δραματικότητα μάλλον παρά φωνητική εμπλοκή».

Η ζήλια

Πρωταγωνίστρια και κινητήρια δύναμη και στις δύο όπερες είναι η ζήλια. Στην «Καβαλερία» η ζήλια υπάρχει κατ’ αρχήν στη Σαντούτσα, την πρωταγωνίστρια, της οποίας ο εραστής, ο τενόρος Τουρίντου, είναι ερωτευμένος με την πρώτη του αγάπη, τη Λόλα, τώρα παντρεμένη με τον Αλφιο, που υποδύεται ο Πλατανιάς. Για να τον εκδικηθεί, η Σαντούτσα αποκαλύπτει τη σχέση τους στον Αλφιο, για τον οποίο η εκδίκηση δεν είναι απλά θέμα ζήλιας, αλλά θέμα τιμής.

«Το ίδιο ισχύει και στους “Παλιάτσους”. Ομως εδώ το ενδιαφέρον είναι ότι τα νήματα κινούνται όχι από τον πρωταγωνιστή, αλλά από τον βαρύτονο, τον Τόνιο, ο οποίος του μεταδίδει τα δικά του αισθήματα ζήλιας και καταφέρνει να τον προκαλέσει να σκοτώσει. Δηλαδή ένα σκηνικό που θυμίζει Ιάγο. Ομως εδώ η ζήλια είναι διττή. Ξεκινάει από τον αρχικό ζηλιάρη, τον Τόνιο, και μεταφέρεται στον καινούργιο, τον Κάνιο. Διότι ο Τόνιο πάντα ζήλευε τη Νέντα, την οποία δεν μπορούσε να έχει, λόγω του αφεντικού του. Οταν όμως ανακαλύπτει τον έρωτά της για τον Σύλβιο, μεταφέρει αυτή τη ζήλια, πολλαπλασιασμένη, στον Κάνιο και τον οδηγεί στα φονικά. Γι’ αυτό αυτή η διπλή, διττή ζήλια είναι πιο ενδιαφέρουσα. Εχουμε δύο ανθρώπους που ζηλεύουν, με τον ένα να “μεγαλώνει” τη ζήλια και να τη μεταδίδει στον άλλον. Δηλαδή έναν “Ιάγο” σε όλο του το μεγαλείο».

Το σκηνικό

Στη σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου τα έργα είναι τοποθετημένα σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια. «Το μόνο κοινό είναι ένα σκηνικό, το οποίο είναι αφηρημένο, μεταλλικό. Δεν παραπέμπει καθόλου σε Σικελία, αν δε ξέρεις τα λόγια δεν καταλαβαίνεις ότι αυτά συμβαίνουν στη Σικελία. Ομως καταλαβαίνεις αμέσως πού γίνονται. Δεν θα πω πού, για να μην τα προδώσουμε όλα στους αναγνώστες σας. Ομως οι δύο διαφορετικοί τόποι όπου τοποθετούνται οι ιστορίες έχουν πολύ έντονα couleurs locales, τα οποία καταλαβαίνεις όταν τα δεις στη σκηνή. Οι πλοκές δεν αλλάζουν, παραμένουν δύο τεράστιες ιστορίες ζήλιας, έρωτα, πάθους και σκοτωμών, αλλά σε υπόβαθρο εντελώς αλλιώτικο από αυτό που ξέρουμε με το οποίο δεν μοιάζει σε τίποτα, τίποτα, τίποτα. Δεν έχει ορισμένη χρονική στιγμή, δηλαδή δεκαετία του 1950, ’60 ή 1800, αλλά είναι τοποθετημένο μάλλον σε μια μοντέρνα εποχή, κάπου στον 20ό αιώνα. Αυτό νομίζω είναι που εντέλει έχει σημασία όσον αφορά την όποια σκηνοθεσία οποιασδήποτε όπερας: να πείσει. Αυτή είναι η δουλειά του σκηνοθέτη. Να παίρνει την ιστορία και να την καθιστά κατανοητή για τον κόσμο.

Είναι ωραίο να γίνονται πού και πού και «κλασικές» σκηνοθεσίες. Και εμένα μου αρέσουν, αλλά νομίζω ότι δεν αντέχω πια να κάνω μόνο «κλασικές» σκηνοθεσίες. Πρέπει κανείς να ανανεώνεται και να υπάρχει προσέγγιση καινούργιου κοινού.

Φυσικά σ’ αυτό βοηθάει και η μουσική. Εμείς οι τραγουδιστές είμαστε οι αγωγοί της ιστορίας προς τον κόσμο. Αυτή είναι η δουλειά μας. Τώρα, το αν τα κοστούμια είναι κόκκινα ή πράσινα, σύγχρονα ή εποχής, ή δεν ξέρω τι άλλο, δεν είναι μείζον θέμα. Ο κόσμος έχει μάθει πια να συγχωρεί και να βλέπει τα πράγματα λίγο αλλιώς. Δεν λέω, είναι ωραίο να γίνονται πού και πού και “κλασικές” σκηνοθεσίες. Και εμένα μου αρέσουν, αλλά νομίζω ότι δεν αντέχω πια να κάνω μόνο ”κλασικές” σκηνοθεσίες. Πρέπει κανείς να ανανεώνεται και να υπάρχει προσέγγιση καινούργιου κοινού, να πάμε δηλαδή πιο κοντά στους νέους ανθρώπους. Και η ιδέα του Νίκου Καραθάνου εμένα μου φαίνεται ενδιαφέρουσα. Δηλαδή λέει την ιστορία. Με τον τρόπο του τη λέει. Νομίζω ότι κάποιος που έρχεται να δει αυτές τις όπερες για πρώτη φορά, δεν θα έχει πρόβλημα να καταλάβει τις ιστορίες τους».

Σε μια παλαιότερη συνομιλία μου με τον Μίμη Πλατανιά, τον είχα ρωτήσει αν είχε καμία ανεκπλήρωτη επιθυμία όσον αφορά το ρεπερτόριό του, και η απάντησή του ήταν άμεση: Τον Φάλσταφ, ρόλο τον οποίο έκτοτε ερμήνευσε θριαμβευτικά πέρυσι στην ΕΛΣ, και ο οποίος ήταν το κερασάκι στην τούρτα του ρεπερτορίου του, που περιλαμβάνει σχεδόν όλους τους βερντιανούς ρόλους για βαρύτονο – με μοναδική σημαντική εξαίρεση τον Ντον Κάρλος στη «Δύναμη του Πεπρωμένου». Συμφωνεί ότι ο ψυχικός κόσμος όλων των βερντιανών ηρώων και ηρωίδων είναι αλλιώτικος και πολύ πιο τρισδιάστατος από αυτόν του Πουτσίνι και των υπολοίπων συνθετών του βερισμού (Μασκάνι, Λεονκαβάλο, Τσιλέα, Τζορντάνο, Πονκιέλι και Τσαντονάι).

«Μεταφυσική διάσταση»

«Υπάρχει μια πολύ πιο βαθιά, πιο πανανθρώπινη και μεταφυσική διάσταση στον Βέρντι. Μιλάει για τον Θεό, την πατρίδα, την οικογένεια, για πολέμους, για ελευθερία, για καθήκον. Στον βερισμό τα αισθήματα και οι καταστάσεις είναι πιο γήινες. Εχουν να κάνουν σχεδόν αποκλειστικά με τον έρωτα, ενώ στον Βέρντι υπάρχει πολύ μεγαλύτερο βάθος. Νομίζω ότι κι εμείς οι ερμηνευτές αντιμετωπίζουμε τη μουσική του με διαφορετικό σεβασμό. Οι φωνές μας είναι οι ίδιες, όμως όταν τραγουδάμε Βέρντι προσέχουμε πιο πολύ γιατί έχουμε να κάνουμε με κάτι πιο υπερβατικό.

Οι συνθέτες μάς επικοινωνούν αυτό που θέλουν να πουν μέσα από την ενορχήστρωση που επιλέγουν. Και σ’ αυτό πρέπει να επικεντρωνόμαστε όταν μελετάμε. Στην ενορχήστρωση, ιδίως όταν οι συνθέτες, όπως ο Βέρντι, έχουν να πουν τόσο ουσιαστικά πράγματα. Κι εγώ επιμένω ότι ο ρόλος μας είναι να κάνουμε τον κόσμο να καταλάβει, μέσω ημών, τη μουσική. Να κάνουμε καλά τη δουλειά μας για τον εαυτό μας, για να μας αγαπάει ο κόσμος και να μας καλούν τα θέατρα. Αλλά σε τελευταία ανάλυση, ο σκοπός είναι να καταλάβει ο κόσμος τι γίνεται πάνω στη σκηνή, να καταλάβει την αλήθεια του κάθε ρόλου και κάθε έργου».

Από τους βεριστικούς ρόλους του Πλατανιά, ο πιο αγαπημένος αλλά φωνητικά και δραματικά πιο απαιτητικός είναι ο Ζεράρ στον «Αντρέα Σενιέ» του Τζορντάνο. «Ο Σκάρπια στην “Τόσκα” π.χ.» (τον οποίο ερμήνευσε στην παραγωγή της ΕΛΣ στο Ηρώδειο το 2022), «έχει αυτόν τον κυκεώνα τραγουδιού, αλλά περιορίζεται σε μια πράξη, τη Δεύτερη. Ωστε αν πάρουμε το θέμα λίγο “μπακαλίστικα”, δηλαδή σχετικά με το πόση ώρα τραγουδάει κανείς στη σκηνή, δεν είναι τόσο απαιτητικός. Εχει βεβαίως τις δραματικές προκλήσεις του, αλλά αν σκεφτώ σφαιρικά, δηλαδή πώς πρέπει να τονίσω ένα χαρακτήρα φωνητικά και σκηνικά, τότε ασφαλώς ο πιο απαιτητικός είναι ο Ζεράρ. Είναι και ο πιο πολύπλευρος απ’ όλους. Διότι έχει όχι μόνο πάθος αλλά και ευαισθησίες, ανθρωπιά. Ξεκινάει αλλιώς, εξελίσσεται αλλιώς και τελειώνει αλλιώς. Και όλα αυτά πρέπει να φαίνονται, όχι μόνο στις μεγάλες άριες, αλλά ακόμη και στα λιγότερο προφανή σημεία».

Ο Ζεράρ είναι ο ρόλος ύστερα από παράσταση του οποίου ο Πλατανιάς αισθάνεται τη μεγαλύτερη ικανοποίηση. Οχι μόνο όσον αφορά την ανταπόκριση από το κοινό αλλά και διότι «αισθάνομαι πιο κοντά του, μου ταιριάζει πιο πολύ. Είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος, με διαβαθμίσεις, δεν είναι ένα κτήνος όπως οι δύο που ετοιμάζομαι να ερμηνεύσω σε λίγες μέρες. Αν και, πού και πού, μπορεί να είναι απελευθερωτικό να ενσαρκώνει κανείς χαρακτήρες που κάνουν ακραία πράγματα…».

Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος
Δίπτυχο όπερας: «Καβαλερία Ρουστικάνα / Παλιάτσοι» (Πιέτρο Μασκάνι και Ρουτζέρο Λεονκαβάλο).
25, 28 Ιανουαρίου, 1, 4, 8, 11 Φεβρουαρίου 2024.
Εθνική Λυρική Σκηνή – ΚΠΙΣΝ.
Ωρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή