Γέλιο με προξενιό μιας κάποιας ηλικίας

Γέλιο με προξενιό μιας κάποιας ηλικίας

Οι πρωταγωνίστριες της «Προξενήτρας» μιλούν για την παράσταση - φάρσα παρεξηγήσεων με θέμα τη συντροφικότητα

6' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πόσο απασχολεί τον σημερινό θεατή μια φάρσα παρεξηγήσεων με θέμα τη συντροφικότητα κι όχι τον μύθο του έρωτα, μέσα από τις μηχανορραφίες μιας τετραπέρατης προξενήτρας, όπως ήταν αυτή που έπλασε ο Θόρντον Ουάιλντερ το 1954; Η «Προξενήτρα» του βραβευμένου με Πούλιτζερ Aμερικανού συγγραφέα, που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο (σκηνή Κοτοπούλη – Ρεξ) σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, είναι μια απολαυστική κωμωδία για τη μοναξιά, την ανάγκη της συντροφικότητας, της συμφιλίωσης με τη δύσκολη πραγματικότητα. Και όπως μια καλή φάρσα, έχει παρεξηγήσεις, ανατροπές, ρυθμό, κέφι αλλά και «σοβαρό υπόβαθρο, καθώς η πρώιμη μορφή του έργου, γραμμένη το 1938 με τίτλο “The Merchant of Yonkers”, απηχεί το Κραχ του 1929 και τη Μεγάλη Υφεση που ακολούθησε», μας συστήνει την παράσταση το Εθνικό. «Οι ήρωες, ζώντας σε έναν αβέβαιο κόσμο, δεν έχουν χρόνο για περιττές εξιδανικεύσεις. Αποφασισμένοι να ζήσουν όσο μπορούν καλύτερα, μπαίνουν στο παιχνίδι της συντροφικότητας με ρεαλιστικές προσδοκίες».

Το Εθνικό Θέατρο (σκηνή Κοτοπούλη – Ρεξ) παρουσιάζει την απολαυστική κωμωδία που ο Θόρντον Ουάιλντερ έγραψε το 1954, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.

«Δεν το θεωρώ παλιακό», λέει στην «Κ» η Γαλήνη Χατζηπασχάλη που υποδύεται τη δυναμική προξενήτρα Ντόλι Λεβί. «Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής μάς μοιάζουν. Τρέχουν για την επιβίωση, η Ντόλι για να βγάλει πέντε δολάρια για το φαγητό της, ενώ ο πλούσιος και δύστροπος έμπορος που θέλει να παντρέψει ονειρεύεται πώς θα αυξήσει την περιουσία του. Η συντροφικότητα και η συνύπαρξη είναι ανάγκη και της εποχής μας αλλά και η σωτηρία μας». Με στόφα παλιάς κωμικού και μπρίο που θυμίζει εκείνο της Ρένας Βλαχοπούλου, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη είναι σαρωτική όχι μόνο στη σκηνή αλλά και στις μικρές στιγμές της καθημερινότητας μιας πρόβας. Αγαπά την κωμωδία. «Πιστεύω ότι είναι πιο συναινετική τέχνη από το δράμα», λέει και υπογραμμίζει ότι «το γέλιο δεν είναι εύκολο, όμως θεωρώ ότι αυτός που πάει να δει κωμωδία τυχαίνει να είναι πιο ανοιχτός».

Παίζει την Ντόλι, που έχει έναν έντονο ρόλο στη ζωή για τη συνύπαρξη των ανθρώπων. «Μέσα σε όλα αυτά που κάνει, προσπαθεί να βολέψει και τον εαυτό της. Η Ντόλι έχει και αρνητικά στοιχεία, όπως να χώνεται και εκεί που δεν τη σπέρνουν. Οπου βρίσκεται δημιουργεί ένα κλίμα ευφορίας γιατί πιστεύει ότι όλα μπορούν να γίνουν προς όφελος όλων».

Γέλιο με προξενιό μιας κάποιας ηλικίας-1

Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη στον ρόλο της δυναμικής προξενήτρας Ντόλι Λεβί. «Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής μάς μοιάζουν. (…) Η συντροφικότητα και η συνύπαρξη είναι ανάγκη και της εποχής μας αλλά και η σωτηρία μας». (Φωτογραφία: ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΣΚΑΦΙΔΑΣ)

Το μεγάλο της ενδιαφέρον είναι ο Οράτιος που υποδύεται ο Σίμος Κακάλας, ο πλούσιος έμπορος που θέλει να τον παντρέψει, έχοντας βέβαια στο πίσω μέρος του μυαλού της ότι μάλλον η ίδια θα τον πάρει. «Είναι χήρα που βυθίστηκε όταν πέθανε ο άνδρας της, όμως ένα γεγονός την κινητοποίησε να είναι ανάμεσα σε ανθρώπους, ας είναι και ηλίθιοι», λέει η ηθοποιός. «Είναι αρκετές αυτές οι γυναίκες στις μέρες μας, έτσι όπως όρισε η κοινωνία τη θέση της γυναίκας σήμερα: μητέρα, σύζυγος, εργαζόμενη. Η Ντόλι είναι η εργατική μέλισσα, δεν έχει καιρό για θλίψη».

Η Ευδοκία Ρουμελιώτη υποδύεται την κυρία Μολλόη, τη χήρα που η πολυμήχανη Ντόλι αποφάσισε να προξενέψει με τον δύστροπο σπαγκοραμμένο Οράτιο Βαντεργκέντερ. «Στην ηρωίδα μου αρέσουν πολύ οι καβγάδες και οι ατάκες όπως “το ωραιότερο πράγμα στον έγγαμο βίο είναι οι καβγάδες, τα υπόλοιπα είναι έτσι κι έτσι”. Αποφασίζει να παντρευτεί τον πλούσιο έμπορο αλλά στο τέλος κάνει την ανατροπή επιλέγοντας τον υπηρέτη του. Είναι μια γυναίκα καταπιεσμένη και την πετυχαίνω στη φάση της ζωής της που αποφασίζει να πει “δε βαριέσαι”. Στην αληθινή ζωή δεν παίρνεις συχνά τέτοιες αποφάσεις. Γι’ αυτό αγαπάω πολύ τη δουλειά μου, γιατί μεγαλώνοντας μέσα από αυτήν εκτονώνω όσα δεν μπορώ να εκτονώσω στην προσωπική μου ζωή. Από τα “πρέπει” χάνουμε την απόλαυση της στιγμής και της επόμενης ημέρας. Στο έργο του Θόρντον Ουάιλντερ θίγεται και η δύναμη των γυναικών. Το έργο έχει τη γλύκα και την ανάμνηση ενός παλιού συναισθήματος. Η παράσταση δίνει τη γλύκα μιας εποχής που έφυγε αλλά έχει αξίες και σταθερότητα».

Με εμπειρία δεκαετιών, ρόλους και έργα κλασικά και σύγχρονα, και διαδρομή στα αφοσιωμένα χρόνια των ομάδων, τη θρυλική «Σκηνή» που ίδρυσαν με τους Βογιατζή, Μπαντή, Καταλειφό, Παπαβασιλείου, Κοκκίνου, Σμυρναίου, έπειτα τις «Μορφές» του Θεάτρου Εμπρός, αργότερα στο Απλό Θέατρο του Αντώνη Αντύπα, η Ράνια Οικονομίδου αντιμετωπίζει με κέφι τον νέο της ρόλο. «Οταν είσαι ηθοποιός μιας ηλικίας, οι περισσότεροι δεν έχουν φαντασία στις προτάσεις που σου κάνουν. Ομως ο ρόλος μου εδώ είναι από τους ωραιότερους και πιο διαφορετικούς που έχω παίξει. Είμαι πραγματικά χαρούμενη». Η δεσποινίς Φλώρα βαν Χόιζεν είναι γυναίκα της καλής κοινωνίας, συστήνει την ηρωίδα της. «Δεν έχει παντρευτεί και προφανώς το φέρει βαρέως. Είναι ονειροπαρμένη και σε αυτό μου μοιάζει, ζει σαν ένα είδος Μις Χάβισαμ, χωρίς όμως τη δραματικότητα. Δεν έχει σχέση με εκείνη, αλλά είναι ένα πλάσμα που δραματοποιεί το παρελθόν, ότι έζησε έναν τραγικό έρωτα που έχασε εξαιτίας των παρεμβάσεων των άλλων. Με την ευκαιρία δύο νεαρών ερωτευμένων που έρχονται στο σπίτι της, γίνεται προστάτις των νεαρών εραστών».

Το ζητούμενο

Και η μοναξιά και η ανάγκη να υπάρχεις με τον άλλον; «Παραμένουν ζητούμενο στη ζωή», απαντά η Ράνια Οικονομίδου και προσθέτει: «Δεν ξέρω πολλούς ευτυχισμένους γύρω μου που να είναι τέλεια με τον σύντροφό τους. Η ματιά του Θωμά Μοσχόπουλου είναι πιο αλέγκρα και πιστεύω ότι την έχουμε ανάγκη σε ένα έργο που μας φαίνεται παλιομοδίτικο. Γιατί και τα σύγχρονα έργα συχνά μας οδηγούν σε μια απορία. Τουλάχιστον ας αισθανθεί το κοινό ευφορία με κάτι που μπορεί να του θυμίζει άλλες εποχές. Κάποιοι νοσταλγούν εποχές αθωότητας με αυτόν τον τρόπο. Τα κοστούμια και τα σκηνικά στο θέατρο παίζουν τον ρόλο τους παρότι με τα χρόνια και τις κρίσεις έγιναν πιο φτωχά κι αλλού καταργήθηκαν. Είναι τραγικό να συμβαίνει αυτό στο θέατρο, διότι χάνεται η μαγεία. Ολο προβληματισμοί, προβληματισμοί, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει τίποτε άλλο στο κεφάλι του. Ας του δώσουμε μια ανάσα».

Πόση ανάγκη έχουμε το γέλιο σε μια εποχή που συχνά η χαρά ενοχοποιείται; Αλλά και πώς αλλάζει το αστείο με τα χρόνια; «Υπάρχει μια εξέλιξη, αλλά νομίζω ότι η βαθιά ουσία του χιούμορ, που είναι ο αυτοσαρκασμός και η διάθεση να φανερώσω την κρυφή μου πηγή, δεν αλλάζει με τα χρόνια», παρατηρεί η Γαλήνη Χατζηπασχάλη. «Από μικρή ήθελα οι άλλοι να γελάνε. Στα πρώτα μου σκετσάκια στο σχολείο δεν ήθελα τα δραματικά, αλλά αυτά του Καραγκιόζη. Σήμερα ακόμη και την ώρα της πρόβας μού αρέσει ότι κάνουμε πλάκα όλοι μαζί. Μπορεί να ξεκινάω να πω κάτι γνωρίζοντας ότι είναι αστείο, αλλά περισσότερο ψάχνω το βλέμμα του άλλου, να του κλείσω το μάτι, να το κλείσει κι αυτός, ότι τώρα μαζί θα το κάνουμε. Από μένα ξεκινάει, συνεπαίρνει τους άλλους και ξανάρχεται σε μένα».

«Τα σύγχρονα έργα συχνά μας οδηγούν σε μια απορία. (…) Ολο προβληματισμοί, προβληματισμοί, ο άνθρωπος πλέον δεν έχει τίποτε άλλο στο κεφάλι του. Ας του δώσουμε μια ανάσα».

Ταυτισμένη με δραματικούς ρόλους και έχοντας ακόμη νωπή τη «Μήδεια» του Κάστορφ στην Επίδαυρο, η Ευδοκία Ρουμελιώτη παραδέχεται ότι κυνηγούσε χρόνια «βαριά» έργα, όμως «η εποχή μας γίνεται όλο και πιο σκληρή, με καθημερινές αγριότητες, και έχω τρομερή ανάγκη να δω μια κωμωδία. Στην τηλεόραση παρακολουθώ τις αθάνατες ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου και χαλαρώνω».

Γέλιο με προξενιό μιας κάποιας ηλικίας-2
Η Ευδοκία Ρουμελιώτη υποδύεται την κυρία Μολλόη, τη χήρα που η πολυμήχανη Ντόλι αποφάσισε να προξενέψει με τον σπαγκοραμμένο Οράτιο Βαντεργκέντερ. «Στην ηρωίδα μου αρέσουν πολύ οι καβγάδες και οι ατάκες όπως “το ωραιότερο πράγμα στον έγγαμο βίο είναι οι καβγάδες, τα υπόλοιπα είναι έτσι κι έτσι”». (Φωτογραφία: ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΣΚΑΦΙΔΑΣ)

Πόσο έχει ανάγκη στη ζωή της το αστείο και το χιούμορ η Ράνια Οικονομίδου; «Ακόμη και το θέατρο με απασχολεί πια λιγότερο και περισσότερο ο τρόπος που ζούμε», λέει μιλώντας για την αγωνία της καθημερινότητας. «Οτι, για παράδειγμα, δεν πετάμε σωστά τα σκουπίδια μας στους κάδους, ότι καταστρέφουμε τον πλανήτη. Με τρελαίνει η καθημερινότητα της αγένειας και της βίας. Οτι σε σκουντάει ο άλλος στο σούπερ μάρκετ και δεν υπάρχει η λέξη “συγγνώμη”, ότι σε αντιμετωπίζει λες και είσαι αόρατος. Εχω ανάγκη τη φύση και να έχω γύρω μου ζώα». Χιόνης, Τιγρόνι, τα ονόματα των γάτων της. Τώρα ο Σνιφ τής έκανε τη ζωή μαρτύριο αλλά είναι φανερό ότι τον λατρεύει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή