Η ακύρωση της Ιστορίας και της ύπαρξης

Η ακύρωση της Ιστορίας και της ύπαρξης

Η «πολιτική ορθότητα» για το πώς μιλάμε στον δημόσιο χώρο γιγαντώθηκε. Η αναπνοή στένεψε και κόντυνε, βράχυνε και έγινε κοντανάσεμα και άγχος

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η αρχή γίνεται ως συνήθως μέσα στην οικογένεια. Οταν ξεμυτίζει ο λόγος με την πιο εμπλουτισμένη μορφή του και ο ένας νεαρός βλαστός κερδίζει έδαφος δοκιμάζοντας κάθε λέξη που ακούει γύρω τριγύρω. Τότε εμφανίζονται και οι «κακές» λέξεις, εκείνες που δεν τις λέμε μολονότι γνωρίζουμε και την ύπαρξη και τη σημασία τους. Ο κύκλος ανοίγει με την πάλαι ποτέ αυλόπορτα, το κεφαλόσκαλο της εισόδου, αλλά κατά την έξοδο. Μαθαίνουν το μικρό κορίτσι και το μικρό αγόρι τι μπορούν να λένε δημόσια και τι όχι, και προχωρούν σε όλους τους κοινωνικούς αναβαθμούς. Κάθε περιβάλλον κρατάει πάντα μερικές λέξεις εξόριστες. Ενώ υπάρχουν και χώροι, εκείνος της λογοτεχνίας αίφνης με την ανάγνωση και τη γραφή, όπου η ελευθερία είναι μια άσκηση αναπνοής. Βουτάμε τον αέρα βαθιά και πιο βαθιά στα πνευμόνια μας για να διαβάσουμε και να γράψουμε το καθετί, από το λησμονημένο αυτονόητο έως το μέχρι πρότινος αδιανόητο. Και πάει λέγοντας, ανάμεσα σε δέσμευση και ελευθερία, που και αυτές βρίσκονται σε μια διελκυστίνδα αλληλοπεριχώρησης. Η ζωή στήνει τον χορό του λόγου και όλοι κάνουμε τα βήματά μας, χάνουμε και βρίσκουμε το βήμα μαζί με τα λόγια μας.

Ωσπου εκεί κατά την είσοδο στον 21ο αιώνα εμφανίστηκε μια ορισμένη ορολογία, μια λέξη, για το τι λέμε και τι μπορούμε να λέμε στο όνομα της «πολιτικής ορθότητας». Και άρχισε το πανηγύρι για το ποια είναι τα σωστά και ποια τα λάθος βήματα. Η ψυχή πήρε να σφίγγεται μην τυχόν και παραπατήσει, μην τυχόν και χορεύοντας πατήσει το πόδι οποιουδήποτε άλλου, τον κάλο του άλλου με όλες τις αναμενόμενες συνέπειες. Και με τα χρόνια που πέρασαν η «πολιτική ορθότητα» για το πώς μιλάμε στον δημόσιο χώρο γιγαντώθηκε, έγινε βραχνάς. Η αναπνοή στένεψε και κόντυνε, βράχυνε και έγινε κοντανάσεμα και άγχος, καθώς η ορθότητα έγινε κορσές και μετεξελίχθηκε σε μια πολύ ισχυρή, ενίοτε υφαλοειδή, λογοκρισία που δεν δείχνει πάντα τα δόντια της, αλλά τα σφίγγει και καραδοκεί.

Ωσπου έγινε πλέον φανερή και πήρε τα ηνία όχι μόνο για την εκφορά του λόγου, αλλά και για καθετί που ενδεχομένως πήγαινε αντίθετα στο «προοδευτικό» της πρόσημο και αποτύπωμα. Κι άρχισε να εκτείνεται από το ρηχό παρόν και το πρόσφατο παρελθόν, οριζοντίως και καθέτως, σε βάθος χρόνου, ιστορικού χρόνου. Τα αγάλματα επιφανών στρατηλατών, που είχαν ωστόσο εξανδραποδίσει λαούς για να επιστρέψουν νικητές, οι αντίστοιχες επιγραφές που έθιγαν τους ηττημένους ήταν μόνον η αρχή όχι τόσο για μια ανακάλυψη της Ιστορίας, αλλά κυρίως για την επιβεβλημένη αναθεώρησή της. Ετσι το παρελθόν έγινε πεδίο άσκησης της πολιτικής ορθότητας, με κριτήρια βεβαίως ενός παρόντος που περνούσε από έναν άκρατο μεταμοντέρνο σχετικισμό, κατά το τέλος του προηγούμενου αιώνα, σε μια απόλυτη πλέον εκδοχή του, η οποία ζητούσε στο όνομα της ανοχής του διαφορετικού να σβήσει κάθε ίχνος διαφορετικότητας –τι οξύμωρο!– ανάμεσα σε αυτό το παρόν και στο οποιοδήποτε διαφορετικό ιστορικό παρελθόν. Ολοκληρωτισμός μιας εμπρόθετης λήθης που σκόπευε στην κατάργηση.

Αλλά οι λέξεις είχαν και έχουν πάλι την τιμητική τους. Αυτό που ονομάστηκε «κουλτούρα της ακύρωσης», επειδή ήθελε να σβήσει καθετί με το οποίο δεν ήταν σύμφωνη, αφού αυτό μπορεί να έθιγε περισσότερους ή λιγότερους, επιχειρούσε και επιχειρεί να καταργήσει και να καταστρέψει οτιδήποτε καταλόγιζε ως καταστροφή και επίθεση, κι αυτό σε μια ιστορική περίοδο όπου οι καταστροφές διαδέχονται με ποικίλες μορφές η μία την άλλη. Ετσι πήρε σειρά και η λογοτεχνία, όχι η τρέχουσα, αυτή που γράφεται σήμερα και προσέχει τα λόγια της, υπό την αιγίδα ενός προοδευτικού πάντα αστερισμού που αποφεύγει τις κακοτοπιές των επικίνδυνων λέξεων, αλλά εκείνη του παρελθόντος. Δεν είναι βέβαιον ότι αυτό ξεκίνησε από τον αγγλοσαξονικό κόσμο, αλλά επειδή τα τεκταινόμενα εκεί έχουν την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία της αγγλικής γλώσσας, οι πρώτοι μάλλον που δέχθηκαν τα επίχειρα υπήρξαν αγγλόφωνοι συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα, που δεν μασούσαν τα λόγια τους και έγραφαν από το γεωγραφικό πλάτος και μήκος της εποχής τους, όπως κάθε συγγραφέας. Η Αγκάθα Κρίστι και ο Ρόαλντ Νταλ βρέθηκαν στο επίκεντρο. Και άρχισαν να ανατέμνονται ώστε να αφαιρεθούν ή να αντικατασταθούν οι επίμαχες λέξεις: χοντρός, λευκός, νέγρος.

Οπως ακριβώς οι άνθρωποι με αναπηρίες μετονομάστηκαν πριν από χρόνια μετωνυμικά σε ανθρώπους με ειδικές δεξιότητες, και έτσι αντί να αντιμετωπίζουμε όπως αρμόζει κάθε δύσκολη πλευρά της ανθρώπινης κατάστασης τη μεταμφιέζουμε με το αντίθετό της και, εξιδανικεύοντάς την, φανταζόμαστε πως σώζουμε όσους υποφέρουν. Αλλού βρίσκεται βεβαίως η ουσία. Ούτε η Ιστορία καταργείται από ένα αιώνιο παρόν με ολοκληρωτικές τάσεις, επειδή υπήρξε και είναι ενοχλητική για τους ανθρώπους – κατάργηση που παλαιότερα είχε εμφανιστεί με τον πόθο του «τέλους της Ιστορίας» για να μας απαλλάξει από την ιστορικότητά μας και το «τέλος μας». Ούτε η καταστροφή και οι διαφορές χάνονται. Τα ονόματα μάς κρατάνε σε επαφή με τη ζωή και η ακύρωσή τους στενεύει τον δικό μας ζωτικό χώρο. Η λογοκρισία δεν είναι μια «επιχειρηματική πράξη», αλλά μια μορφή ολοκληρωτικής βίας που επιβάλλεται στα σώματα και στη ζωή μας και βρίσκει τρόπους να μας διαφεντεύει. Ευτυχώς που η ζωή παραμένει πάντα μια άσκηση ελευθερίας· ελευθερίας και δέσμευσης σε αυτήν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή