Στιβ Χάρλεϊ: Ο βιβλιοφάγος που έγραψε τη δική του μουσική ιστορία

Στιβ Χάρλεϊ: Ο βιβλιοφάγος που έγραψε τη δική του μουσική ιστορία

Το 1972 έφτιαξε το δικό του συγκρότημα, υπό τρεις όρους: θα ονομαζόταν Cockney Rebel, τα τραγούδια θα τα έγραφε αποκλειστικά ο ίδιος και το σχήμα δεν θα είχε ηλεκτρικό κιθαρίστα, αλλά απαραιτήτως βιολονίστα

4' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εζησε 73 χρόνια. Από αυτά, μόνο τρία, την περίοδο 1973-1975, είδε το άστρο του να λάμπει ψηλά, σχεδόν εκθαμβωτικά. Ηταν όμως αρκετά ώστε στις 17 Μαρτίου, οπότε έγινε γνωστός ο θάνατός του, να γραφτούν δεκάδες επικήδειοι και χιλιάδες μουσικόφιλοι να θυμηθούν ότι, κάποτε, ο Στιβ Χάρλεϊ έπαιζε μια μουσική που ανήκε μεν στην εποχή του, αλλά παράλληλα δεν έμοιαζε και με τίποτε άλλο σύγχρονό του.

Μέχρι και το περασμένο φθινόπωρο ο 73χρονος τραγουδιστής έδινε συναυλίες στη Βρετανία. Τον Δεκέμβριο ανακοίνωσε ότι έπασχε από καρκίνο. Και λιγότερο από τρεις μήνες μετά, «πέθανε ήσυχα στο σπίτι του», όπως δήλωσε η κόρη του.

Γεννημένος τον Φεβρουάριο του 1951 στο Λονδίνο, ο Στίβεν Μάλκολμ Ρόναλντ Νάις, όπως ήταν το αληθινό του όνομα, διαγνώστηκε από νωρίς με πολιομυελίτιδα και οι γιατροί είχαν, μάλιστα, ανακοινώσει στους γονείς του ότι δεν θα κατάφερνε να επιζήσει.

Τελικά διαψεύσθηκαν, αλλά ο μικρός πέρασε μια δύσκολη παιδική ηλικία, καθώς μέχρι να γίνει 16 ετών χρειάστηκε για τέσσερα, συνολικά, χρόνια να παραμείνει στο νοσοκομείο, ενώ μπήκε και δύο φορές στο χειρουργείο. Την πρώτη, 12 ετών, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, ενώ ανέρρωνε κλινήρης, άρχισε να διαβάζει βιβλία, το ένα μετά το άλλο. Αγαπημένοι του ποιητές ο Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς και ο Τόμας Στερνς Ελιοτ, συγγραφείς οι Τζον Στάινμπεκ, Βιρτζίνια Γουλφ και Ερνεστ Χέμινγουεϊ, ενώ, όπως οι περισσότεροι της γενιάς του, ανακάλυψε έναν μαγικό κόσμο στους στίχους των τραγουδιών του Μπομπ Ντίλαν.

Τη δεύτερη φορά, 15 ετών, χρειάστηκε να δώσει τις απολυτήριες εξετάσεις από το κρεβάτι του νοσοκομείου και τότε αποφάσισε να παρατήσει το σχολείο και να εργαστεί ως δημοσιογράφος, όπως και έγινε. Εξι χρόνια αργότερα, του ζητήθηκε να γράψει ένα ρεπορτάζ για μια γυναίκα που είχε κλέψει δύο κονσέρβες από ένα σούπερ μάρκετ. Εκείνος αρνήθηκε, θεωρώντας ότι κανείς δεν άξιζε να στιγματιστεί για κάτι τόσο ευτελές. Προς μεγάλη του έκπληξη, η άρνησή του αυτή δεν επέφερε την απόλυσή του. «Για να με απολύσουν, είχα μόνο μία επιλογή: να σταματήσω να φοράω γραβάτα και να αφήσω τα μαλλιά μου να μακρύνουν!». Χωρίς γραβάτα, με μακριά μαλλιά, νέο καλλιτεχνικό όνομα και την κιθάρα του στο χέρι, ο Στιβ Χάρλεϊ ξεκίνησε όπως εκατοντάδες άλλοι μουσικοί της γενιάς του παίζοντας μουσική στον δρόμο, αλλά και σε ιστορικά κλαμπ, όπως το Les Cousins και το Troubadour. Ηταν η εποχή που η δημοτικότητα του φολκ ροκ υποχωρούσε σταδιακά και αναδυόταν το γκλαμ ροκ, καθώς ο Μαρκ Μπόλαν είχε αρχίσει τις εμφανίσεις του με γκλίτερ και φανταχτερά μεταξωτά ρούχα, ενώ ο Ντέιβιντ Μπόουι είχε ενδυθεί τη φιγούρα του Ζίγκι Στάρνταστ.

1972 και ο Στιβ Χάρλεϊ αποφασίζει να φτιάξει το δικό του συγκρότημα, υπό τρεις όρους: πρώτον, θα ονομαζόταν Cockney Rebel, δεύτερον, τα τραγούδια θα τα έγραφε αποκλειστικά ο ίδιος και, τρίτον, το σχήμα δεν θα είχε ηλεκτρικό κιθαρίστα, αλλά θα είχε απαραιτήτως βιολονίστα.

Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, μπήκαν στο στούντιο και ηχογράφησαν το ντεμπούτο τους με τίτλο «Human Menagerie». Οι κριτικές ήταν ιδιαίτερα θετικές, αλλά η επιτυχία ήρθε μόνον εκτός Βρετανίας – στη χώρα μας, για παράδειγμα, οι Cockney Rebel αγαπήθηκαν πολύ και οι δίσκοι τους δεν σταμάτησαν ποτέ να κυκλοφορούν. Από εκείνο το άλμπουμ, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου επέλεξε το τραγούδι «Sebastian», το οποίο διασκεύασε το 1982 με ελληνικό στίχο στον δίσκο του «Φοβάμαι…».

Οι Cockney Rebel είχαν όλα τα φόντα για να γίνουν επιτυχημένοι: είχαν «κολλητικές» μελωδίες, έναν μοναδικό ήχο, βασισμένο στο βιολί και το Fender Rhodes ηλεκτρικό πιάνο, ασυνήθιστες ενορχηστρώσεις, θεατρική παρουσία στη σκηνή με ειδικά ραμμένα κοστούμια, φουλάρια, πολύχρωμα καπέλα, σακάκια με ρίγες, φλοράλ κιμονό, παλτά με κουκούλες, βελούδινα γιλέκα, λαμέ παντελόνια (τα ρούχα του Χάρλεϊ από τη δεκαετία του ’70 πουλήθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο σε δημοπρασία, όπου αποκαλύφθηκε ότι πολλά είχε ράψει μια Ελληνίδα που ζούσε στο Λονδίνο), αλλά το πιο ιδιαίτερο από όλα ήταν οι ερμηνείες του τραγουδιστή τους: συλλάβιζε ξαφνικά κάποιες λέξεις από τους στίχους, άλλαζε την προφορά του, είχε αστείρευτη ποικιλία στην τονικότητά του, ήξερε πότε να γίνεται δραματικός και πότε ελαφρύς. Και ακριβώς επειδή η περιπέτεια της υγείας του δεν του επέτρεπε να αλωνίζει τη σκηνή τρέχοντας και πηδώντας, φρόντισε η παρουσία του να είναι πληθωρική με άλλους τρόπους, καθαρά θεατρικούς.

Ευτυχώς, πέρα από την κριτική αποδοχή, σύντομα οι Cockney Rebel γνώρισαν και εμπορική επιτυχία στην πατρίδα τους, με τον δεύτερο δίσκο τους, «The Psychomodo». Δεν άργησαν, εντούτοις, οι εσωτερικές κόντρες (οι άλλοι μουσικοί ήθελαν επίσης να συνεισφέρουν συνθετικά) και το συγκρότημα διαλύθηκε! Διατηρώντας μόνο τον ντράμερ Στιούαρτ Ελιοτ και με τρία νέα μέλη, ο Χάρλεϊ επανεμφανίστηκε το 1975 ως Steve Harley & Cockney Rebel, με το πιο επιτυχημένο τραγούδι της καριέρας του: το «Make Me Smile (Come Up And See Me)» έφτασε στο #1 του βρετανικού καταλόγου επιτυχιών και ήταν το μοναδικό τραγούδι του που έγινε γνωστό στην Αμερική. Μέχρι σήμερα, έχει σημειώσει πωλήσεις άνω των δύο εκατομμυρίων αντιτύπων παγκοσμίως και έχει διασκευαστεί… 120 φορές, από τους Wedding Present μέχρι τους Erasure και από τους Duran Duran μέχρι τον Ρόμπι Γουίλιαμς!

Εκτοτε, ο Στιβ Χάρλεϊ κυκλοφόρησε συμπαθητικούς δίσκους που δεν προκάλεσαν αίσθηση, έγραψε τραγούδια για τον φίλο του Ροντ Στιούαρτ, πέρασε στην ιστορία ως η φωνή στο «Phantom Of The Opera» του Αντριου Λόιντ Βέμπερ, έζησε για λίγα χρόνια στο Λος Αντζελες, «απλώς ξοδεύοντας τα χρήματά μου σε ατελείωτα πάρτι σε ένα σπίτι με πισίνα», ασχολήθηκε με την εκτροφή αλόγων, παντρεύτηκε, απέκτησε δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια και δεν σταμάτησε να περιοδεύει.

«Είναι σημαντικό που κάποιοι με θυμούνται ακόμα. Η μουσική, βλέπετε, για τους περισσότερους ανθρώπους είναι απλώς μια μεταβατική φάση. Η γενιά μου μεγάλωσε με τους Beatles, αλλά οι περισσότεροι λίγο πριν από τα 30 τους είχαν απλά οικογένειες, στεγαστικά δάνεια και είχαν σταματήσει να αγοράζουν δίσκους. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις: εμείς, που ζούμε μέσα στη μουσική. Τι να κάνεις, έτσι είναι… Δεν νιώθουν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή