Μαουρίτσιο Πολίνι: Κληρονομιά του ότι οι τέχνες μπορούν ν’ αλλάξουν την κοινωνία…

Μαουρίτσιο Πολίνι: Κληρονομιά του ότι οι τέχνες μπορούν ν’ αλλάξουν την κοινωνία…

«Ενα ανθρώπινο ον δεν προβλέπεται να μπορεί να παίζει πιάνο όπως αυτός». Από τις αρχές του ’70, ο σεμνός Μιλανέζος Μαουρίτσιο Πολίνι με τις υπεράνθρωπες ικανότητες είχε αρχίσει να θεωρείται ο κορυφαίος Ιταλός πιανίστας της νεότερης γενιάς

4' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υστερα από λαμπρή διεθνή καριέρα έξι δεκαετιών, ο μεγάλος Ιταλός πιανίστας Μαουρίτσιο Πολίνι έφυγε από τη ζωή στις 23 Μαρτίου, στα 82 του χρόνια. Γεννήθηκε στο Μιλάνο τον Ιανουάριο του 1942. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους πρώτους μοντερνιστές αρχιτέκτονες στην Ιταλία και ικανότατος βιολιστής, η μητέρα πιανίστα και τραγουδίστρια, και ο θείος του, ο διάσημος γλύπτης Φάουστο Μελότι, δεινός ερασιτέχνης πιανίστας. Μεγαλώνοντας μέσα στη μουσική, ο μικρός Μαουρίτσιο άρχισε να παίζει πιάνο στα πέντε του. Ετών εννέα εμφανίστηκε στην πρώτη του δημόσια παράσταση.

Στα δεκατέσσερά του, το 1956, ύστερα από ενθάρρυνση του δασκάλου του Carlo Vidusso, έδωσε ένα συγκλονιστικό ρεσιτάλ παίζοντας τις απαιτητικές «Σπουδές» του Σοπέν, δείχνοντας στο κοινό πως ήταν ήδη ένας βιρτουόζος σολίστας, ένα παιδί-θαύμα που έχτισε την αλάνθαστη τεχνική του πάνω σε απαιτητική, σκληρή μελέτη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, κέρδισε τη βαρύτιμη πρώτη θέση στον έκτο διεθνή διαγωνισμό πιάνου «Φρεντερίκ Σοπέν» στη Βαρσοβία. Θαυμάζοντας σε βίντεο στο YouTube τον δεκαοκτάχρονο σε εκείνη την εμφάνισή του, δεν βλέπει κανείς ένα παιδί παρά έναν ώριμο άντρα και έναν σολίστ απίστευτης ικανότητας. Ενώ τα δάχτυλά του ανεβοκατεβαίνουν στο κλαβιέ παίζοντας μια μουσική γεμάτη πολυπλοκότητα, ανατροπές και προκλήσεις (συγκεκριμένα, τις σονάτες για πιάνο αρ. 1, 10 και 11 του Σοπέν), το ευγενικό του πρόσωπο, με το γαλήνιο, καλοσυνάτο βλέμμα, την απόλυτα «ιταλική» μύτη και το μεγάλο μέτωπο διατηρεί μια συγκροτημένη, πειθαρχημένη έκφραση. Ακόμη και όταν δέχεται τα συγχαρητήρια του «γίγαντα» πιανίστα Αρτούρ Ρουμπινστάιν (ο οποίος μάλιστα είχε δηλώσει πως «ακόμη και σε τόσο μικρή ηλικία, παίζει ήδη καλύτερα από όλους μας»), διατηρεί τη σεμνότητά του.

Είκοσι χρόνια μετά τη Βαρσοβία, το περιοδικό TIME σημειώνει χαρακτηριστικά πως «στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Πολίνι έμοιαζε με την πιο λαμπερή Σταχτοπούτα του πιάνου». Ο 18χρονος Πολίνι, όμως, με μια διεθνή καριέρα να ανοίγεται μπροστά του και προς έκπληξη του μουσικού κόσμου, ύστερα από λίγες εμφανίσεις αποσύρεται από τα κοινά, ακυρώνοντας μάλιστα προγραμματισμένη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ηθελε να μελετήσει και να εργαστεί πάνω στο νέο του ρεπερτόριο και έτσι βυθίστηκε στη μουσική του Μπετόβεν, του Σούμαν και του Μπραμς. Την εποχή εκείνη λάμβανε, μάλιστα, πολύτιμες συμβουλές από έναν από τους μεγαλύτερους κλασικούς πιανίστες όλων των εποχών, τον Αρτούρο Μπενεντέτι Μικελάντζελι.

Μετά μια περίοδο απομόνωσης (κατά την οποία ηχογράφησε στο Λονδίνο για λογαριασμό της Capitol Records το κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1 σε Μι ελάσσονα του Σοπέν, λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές) επέστρεψε στις συναυλίες στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς με την ωριμότητα της ερμηνείας του. Την εποχή εκείνη συνεργάστηκε με τον φίλο του μαέστρο Κλαούντιο Αμπάντο και ξεκίνησε σημαντικές καλλιτεχνικές σχέσεις, μεταξύ άλλων, με τους συνθέτες Πιερ Μπουλέζ και Λουίτζι Νόνο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του ’70, εμπνευσμένος από την αριστερή πολιτική ιδεολογία και την πεποίθησή του πως οι τέχνες μπορούν να αλλάξουν την κοινωνία, συμμετέχει σε συναυλίες για φοιτητές και εργάτες που παρουσιάζονται στη Σκάλα του Μιλάνου και σε ολόκληρη την Ιταλία. «Η τέχνη, ακόμη κι αν φαίνεται απολύτως άχρηστη με αυστηρά πρακτικούς όρους, αν είναι πραγματικά σπουδαία, έχει μια προοδευτική πτυχή την οποία χρειάζεται η κοινωνία», είχε δηλώσει στον Guardian το 2011. Μέσα στον γοητευτικό, ανταγωνιστικό μικρόκοσμο των υψηλότερων κλιμακίων της κλασικής μουσικής, ο Πολίνι προσπάθησε να αποφύγει την ιδρυματοποίηση και να έχει το βλέμμα του στην κοινωνία και στο παρόν. «Πιστεύω ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να έχει τα μάτια του ανοιχτά σε αυτό που συμβαίνει γύρω του», είχε πει.

Το 1972, με την κυκλοφορία του πρώτου του στούντιο άλμπουμ με την Deutsche Grammophon, η καριέρα του έφτασε σε ένα κομβικό σημείο. Η ερμηνεία του στην Πετρούσκα του Στραβίνσκι και στην Εβδομη Σονάτα για Πιάνο του Προκόφιεφ έθεσε νέα πρότυπα για το πώς πρέπει να ερμηνεύεται η σύγχρονη μουσική. Ακροβατώντας πάνω στα πλήκτρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μια τεχνική επιδεξιότητα που κόβει την ανάσα, ο τριαντάχρονος Πολίνι «πυροβολεί», κάνοντας το τρίτο μέρος της «πολεμικής» σονάτας να παίρνει φωτιά. «Ενα ανθρώπινο ον δεν προβλέπεται να μπορεί να παίζει πιάνο όπως αυτός», είχε γράψει μια κριτική της εποχής. Από τις αρχές του ’70, ο σεμνός Μιλανέζος με τις υπεράνθρωπες ικανότητες είχε αρχίσει να θεωρείται ο κορυφαίος Ιταλός πιανίστας της νεότερης γενιάς.

Οι συναυλίες που έδινε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού με παγκοσμίου φήμης ορχήστρες (όπως οι Φιλαρμονικές του Λονδίνου, του Βερολίνου, της Νέας Υόρκης και της Βιέννης) μάγευαν πλήθη πιστών. Ετσι συνέχισε και στην υπόλοιπη καριέρα του: εμβληματικές ερμηνείες και ηχογραφήσεις, ιστορικά ρεσιτάλ ανά τον κόσμο και υψηλές διακρίσεις. Ο μακρύς κατάλογος των διάσημων βραβείων που κέρδισε περιλαμβάνει βραβεία Grammy (2006), Diapason d’Or (2001), Ernst von Siemens (1996), το Premium Imperiale (2010) και το βραβείο Instrumentalist της Royal Philharmonic Society (2011).

Στα ογδόντα του χρόνια, το 2022, η Deutsche Grammophon κυκλοφόρησε μια νέα, αναθεωρημένη ερμηνεία του στις σονάτες για πιάνο αρ. 28 & 29 του Μπετόβεν – έργα απαιτητικά που έκλεισαν έναν κύκλο μελέτης πάνω στον Γερμανό συνθέτη που είχε ξεκινήσει το 1977. Κοιτώντας όμως πίσω στη δισκογραφία του, ξεχωρίζει ο ιστορικός εκείνος δίσκος της DG του 1972, γιατί φανέρωσε το άλλο μεγάλο χάρισμα του Πολίνι, πέραν της θαυμαστής δεξιοτεχνίας του: την εφευρετικότητά του στο να εξερευνά ευρείς μουσικούς ορίζοντες. Πράγματι, ηχογραφώντας έκτοτε αποκλειστικά για το ιστορικό γερμανικό label ηχογράφησης, δημιούργησε μια δισκογραφία μεγάλου βάθους και πλάτους, που εκτείνεται από τις σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν και μεγάλο μέρος των έργων του Σοπέν μέχρι έργα μοντέρνων συνθετών του 20ού αιώνα όπως οι Πιερ Μπουλέζ, Λουίτζι Νόνο, Αρνολντ Σένμπεργκ και Αντον Βέμπερν.

Μέσα σε αυτή την ανάμειξη των εποχών και των ήχων, προσπαθούσε να βρει στυλιστικές συγγένειες σε έργα που κυμαίνονται από ρομαντικά έως σύγχρονα πρωτοποριακά. «Η παρακολούθηση ενός ρεσιτάλ του Πολίνι προσφέρει πολύ περισσότερα από την ευκαιρία να ακούσεις έναν θεαματικό βιρτουόζο εν ώρα δουλειάς», έγραψε το «Νιούσγουικ» το 1979. «Είναι και μια ευκαιρία να κρυφακούσεις μια συζήτηση στην οποία τα μεγάλα μουσικά μυαλά έρχονται αντιμέτωπα με το πέρασμα των χρόνων – ακόμη και των αιώνων».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή