Ντάμο Σουζούκι: ο Γιοζίμπο* του γερμανικού ροκ!

Ντάμο Σουζούκι: ο Γιοζίμπο* του γερμανικού ροκ!

Ισχυριζόταν ότι χρησιμοποιούσε τη «διάλεκτο της Λίθινης Εποχής», καθώς τα υπόλοιπα μέλη των Can, εξαιρετικοί μουσικοί όλοι τους, σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από Γερμανούς, δεν του έδωσαν ποτέ οδηγίες

4' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιατί ένας Ιάπωνας τραγουδιστής, με ελαφρώς αστείο όνομα, μικροκαμωμένος, ταλαιπωρημένος από χρόνια προβλήματα υγείας, με κακή προφορά στα αγγλικά, πρώην μάρτυρας του Ιεχωβά, που είχε μισόν αιώνα να γνωρίσει εμπορική επιτυχία, προκάλεσε τόσα αποθεωτικά δημοσιεύματα στον παγκόσμιο Τύπο με τον θάνατό του στις 9 Φεβρουαρίου σε ηλικία 74 ετών; Ισως γιατί ο Ντάμο Σουζούκι βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο σημείο και λειτούργησε υποδειγματικά, για μια παραγωγική τετραετία, ως το μοναδικό κομμάτι που έλειπε από ένα σπάνιας ομορφιάς παζλ.

Ο Ντάμο Σουζούκι γεννήθηκε στο τρίτο μεγαλύτερο λιμάνι της Ιαπωνίας, το Κόμπε, στις 16 Ιανουαρίου 1950. Αμέσως μετά το σχολείο έκανε το μεγάλο ταξίδι προς Ευρώπη, ζώντας σε διάφορα κοινόβια, με μοναδική πηγή εισοδήματός του τα χρήματα που έβγαζε από τους περαστικούς, παίζοντας μουσική σε δρόμους, σταθμούς τρένου και οπουδήποτε αλλού επιτρεπόταν.

Το 1969 κατέληξε στο Μόναχο και δύο από αυτούς που κοντοστάθηκαν να τον ακούσουν να τραγουδάει ήταν ο τουρκικής καταγωγής μπασίστας Χόλγκερ Τσουκάι και ο ντράμερ Τζάκι Λάιπζιτ, μέλη των Can, του κορυφαίου συγκροτήματος του λεγόμενου kraut rock. Οι Can είχαν ξεκινήσει πολύ δυναμικά την καριέρα τους, αλλά είχαν δει τον Αφροαμερικανό τραγουδιστή τους, Μάλκολμ Μούνεϊ, να τους εγκαταλείπει αμέσως μετά το ντεμπούτο τους. Εκείνη τη μέρα, έξω από ένα καφέ της μποέμικης περιοχής του Σβάμπινγκ, όταν ο Σουζούκι τούς κοίταξε στα μάτια, αντί να του ρίξουν μερικά μάρκα, του έκαναν μια ερώτηση – σύμφωνα με το βιβλίο «All Gates Open: The Story of Can» του Ρομπ Γιανγκ (Faber & Faber, 2018): «Είμαστε ένα πειραματικό ροκ γκρουπ και απόψε δίνουμε μια συναυλία – είναι ήδη sold out. Είσαι ελεύθερος το βράδυ να τραγουδήσεις για εμάς;».

H παρουσία του στη σκηνή ήταν σαφώς ιδιόρρυθμη: «περίεργο», ήταν η πρώτη λέξη που σκεφτόταν ο θεατής όταν τον έβλεπε να χορεύει, αλλά αυτό μόνον πριν αρχίσει να τραγουδάει. Γιατί τότε χρειάζονταν άλλες λέξεις για να περιγράψει κανείς αυτό που ακουγόταν. Ο Σουζούκι τραγουδούσε, αρκετά συχνά χαμηλόφωνα, αφήνοντας τους υπνωτικούς ρυθμούς και τις οργανικές αναπτύξεις των Can να ανασάνουν, χρησιμοποιώντας ασύντακτες προτάσεις στα αγγλικά, ιαπωνικές λέξεις που προφανώς κανείς δεν καταλάβαινε, αλλά και μερικούς ήχους που μπορεί να σήμαιναν κάτι – μπορεί και όχι. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι χρησιμοποιούσε τη «διάλεκτο της Λίθινης Εποχής», καθώς τα υπόλοιπα μέλη των Can, εξαιρετικοί μουσικοί όλοι τους, σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από Γερμανούς, δεν έδωσαν ποτέ οδηγίες στον Σουζούκι: «Εκείνο το βράδυ, αμέσως μετά τη γνωριμία μας, όταν ανέβηκα για πρώτη φορά στη σκηνή μαζί τους, δεν είχαμε κάνει, προφανώς, καμία πρόβα και δεν είχα ακούσει ούτε ένα κομμάτι τους. Μου είπαν “ανέβα πάνω και κάνε ό,τι θέλεις όσο εμείς θα παίζουμε”». Και αυτό έκανε για τέσσερα χρόνια και τρία άλμπουμ (εκ των οποίων τα δύο, «Tago Mago» και «Ege Bamyasi» πολύ συχνά εμφανίζονται εκ περιτροπής στις μάταιες αλλά διασκεδαστικές λίστες με τα «100 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών»). Δεν είχε σημασία που δεν καταλάβαινες τι ακριβώς έλεγε ο Σουζούκι – για την ακρίβεια, δεν είχε καν σημασία που όταν καταλάβαινες τι έλεγε… δεν έβγαζες νόημα. Σημασία είχε που στο μετρονομικό, δαιδαλώδες και ρυθμικό υπόβαθρο που έστηναν οι τέσσερις Γερμανοί μουσικοί, ένας Ιάπωνας έριχνε από πάνω τη δική του εκδοχή μιας συνταγής, που αρκετοί επιχείρησαν να αντιγράψουν, αλλά ελάχιστοι κατάφεραν να πλησιάσουν.

Δεν είναι τυχαίο που όταν ο Σουζούκι αποφάσισε να αποχωρήσει από το συγκρότημα, προσχωρώντας στους μάρτυρες του Ιεχωβά, οι Can δεν τον αντικατέστησαν. «Δοκιμάσαμε πολλούς άλλους τραγουδιστές», είχε δηλώσει ο Χόλγκερ Τσουκάι, «αλλά κανένας δεν έμοιαζε ικανός να αναπληρώσει το κενό του. Αναγκαστήκαμε στο τέλος να μοιραστούμε εμείς τα φωνητικά, αλλά και πάλι όλα ήταν πια διαφορετικά…».

Ο Σουζούκι διεγνώσθη με καρκίνο του παχέος εντέρου το 1983. Οι γιατροί τού συνέστησαν άμεση χειρουργική επέμβαση. Σύμφωνα με τις πρακτικές των μαρτύρων του Ιεχωβά, εντούτοις, δεν επιτρεπόταν να δεχθεί μετάγγιση αίματος και έτσι αρνήθηκε να μπει στο χειρουργείο. Τα έκανε όλα (σαράντα συνολικά επεμβάσεις) μετά την αποχώρησή του από την αίρεση. Το 2014 οι γιατροί του έδωσαν μόλις 10% πιθανότητες επιβίωσης, κάτι που καταγράφηκε και στο ντοκιμαντέρ «Energy: A Film About Damo Suzuki», της Μισέλ Χέιγουεϊ, που προβλήθηκε το 2022. «Διέψευσα τις προβλέψεις των γιατρών. Είμαι αισιόδοξος. Αν κάνεις θετικές σκέψεις όλα θα πάνε καλά», ομολογούσε, τότε στην κάμερα.

Μέσα από την αυτοβιογραφία του, με τίτλο «I Am Damo Suzuki» (Omnibus Press, 2019), μαθαίνουμε πολλά περισσότερα για μία ιδιαίτερη προσωπικότητα, που αρχικά ήθελε να γίνει κομίστας στην Ιαπωνία, αλλά τον κέρδισε η γοητεία των χίπικων κινημάτων στην Ευρώπη.

«Δεν με ενδιαφέρει να γυρίζω στο παρελθόν, γιατί δεν μπορώ να το αλλάξω. Μου αρέσει να εστιάζω στο τώρα, όπου μπορώ να δημιουργήσω κάτι καινούργιο. Οταν ο κόσμος πηγαίνει στο γήπεδο να δει έναν αγώνα ποδοσφαίρου, δεν ξέρει από πριν τι θα παρακολουθήσει ούτε γνωρίζει το τελικό σκορ. Ετσι θα έπρεπε να είναι και με τη μουσική – να την πλησιάζεις χωρίς συγκεκριμένες απαιτήσεις, να είσαι ανοικτός σε μία νέα εμπειρία που θα μοιραστείς με τους καλλιτέχνες. Να δεις τον αυτοσχεδιασμό ως μια μορφή επικοινωνίας».

Ο Σουζούκι έγινε το τέταρτο μέλος των Can που έφυγε από τη ζωή – ο μόνος που έχει μείνει πίσω είναι ο κιμπορντίστας Ιρμιν Σμιντ, που την άνοιξη θα κλείσει τα 87. Οι δηλωμένοι οπαδοί του θρυλικού γκρουπ ήταν και παραμένουν πολλοί και διάσημοι: Ντέιβιντ Μπόουι, Radiohead, Pavement, Closer, Talking Heads, Fall, Joy Division, Public Image Ltd, Sonic Youth, UNKLE, Wire και η λίστα είναι καθαρά ενδεικτική, καθώς θα μπορούσε να ήταν τριπλάσια σε έκταση.

Ο Σουζούκι, πάντως, τα έβαζε συχνά με τον μουσικό Τύπο για τον ατυχή όρο «kraut rock». «Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να θεωρούμαι εκπρόσωπος του kraut rock. Είμαι Ιάπωνας – δεν θα ήταν πιο εύστοχο να λένε sushirock ή sashimirock;».

* Γιοζίμπο: σωματοφύλακας, προστάτης, συνοδός. Ιαπωνική λέξη που έγινε ευρύτερα γνωστή από την ταινία «Yojimbo» του Ακίρα Κουροσάβα (1961).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή