Κάστρα, ιππότες και ολίγος Ντούτσε

Κάστρα, ιππότες και ολίγος Ντούτσε

Οι προσπάθειες των Ιταλών να δώσουν «λατινική» ταυτότητα στη Ρόδο με αμιγώς σκηνογραφικές, αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις

6' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν ακόμη φθάσουν στη Ρόδο για να την κυριεύσουν, οι Ιταλοί γνώριζαν τις ιδιαιτερότητες και δυνατότητες του νησιού. «Γι’ αυτούς η Ρόδος συμβόλιζε τη “στρατιωτική βάση” της Δύσης στην Ανατολή, κι αυτό προσπάθησαν με κάθε μέσο να υπογραμμίσουν», υποστηρίζει ο δρ Κωνσταντίνος Καρανάσος, αρχιτέκτων – μηχανικός, ειδικός στις αποκαταστάσεις μνημείων. Τους έδωσε τη δυνατότητα με το εποικοδόμημα που κατασκεύασαν να επικυρώσουν τον ρόλο της Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Κάστρα, ιππότες και ολίγος Ντούτσε-1«Με τα απομεινάρια τούτης της πόλης έχτισε ο Φράγκος καταχτητής τη δικιά του», έγραψε χαρακτηριστικά ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης όταν βρέθηκε στη Ρόδο τα χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της. Και προσέθεσε: «Ο τελευταίος ο Ιταλός βάλθηκε μ’ άμετρο ζήλο να βάλει παντού της παρουσίας του τη σφραγίδα στον ελληνικό τούτο τόπο».

Η περιτειχισμένη πόλη της Ρόδου κηρύχθηκε διατηρητέο μνημειακό συγκρότημα από το ελληνικό κράτος το 1960 και το 1988 μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την UNESCO. Πάντα αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς, τα τελευταία χρόνια σημειώνει ρεκόρ επισκεψιμότητας, όλοι θαυμάζουν τον μνημειακό πλούτο της, όμως πόσα γνωρίζουμε για το παρελθόν της;

Το σχέδιο των Ιταλών

Τη σχεδιασμένη πολιτική των Ιταλών και το ιστορικό πλαίσιο για τις αρχιτεκτονικές και αναστηλωτικές επεμβάσεις φωτίζει ο Κωνσταντίνος Καρανάσος στην καλοσχεδιασμένη έκδοση «Ρόδος 1912-1947. Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και τη διαχείριση των μνημείων κατά την ιταλική Κατοχή» του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ). Η διδακτορική του διατριβή είναι μια λεπτομερής αποτίμηση των ιταλικών αποκαταστάσεων με βασικό άξονά τους την ανάδειξη της «λατινικής» ταυτότητας της πόλης, «ίσως την τελευταία αναλαμπή του ρεύματος της “μεσαιωνικής αναβίωσης”, το οποίο είχε κάνει την εμφάνισή του στα μέσα του 19ου αιώνα».

Η μορφολογική και στυλιστική ενότητα των μνημείων αλλά και του περιβάλλοντος χώρου τους ήταν η βασική αρχή των επεμβάσεων που αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση του αισθητικού κυρίως κριτηρίου, με αποτέλεσμα να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην ανάδειξη των καλλιτεχνικών, περιβαλλοντικών και «διδακτικών» αξιών τους, παρά στην επιστημονική και την ιστορική διάστασή τους.

Κάστρα, ιππότες και ολίγος Ντούτσε-2
Η πλατεία του Αρχαιολογικού Μουσείου μετά τις εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου της Banco di Roma.

Ο Κωνσταντίνος Καρανάσος που έχει και την πολύτιμη εμπειρία του στην Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, στην οποία εργάζεται από το 2000, στη μελέτη του αξιοποίησε υλικό από αρχεία και βιβλιοθήκες (Ρόδο, Αθήνα, Ρώμη, Μιλάνο), σχέδια, χάρτες, φωτογραφίες, διοικητικά έγγραφα της εποχής που δημοσιεύονται πρώτη φορά και φωτίζουν τις αναστηλωτικές εργασίες και τις επεμβάσεις στην περίοδο της Ιταλοκρατίας.

Στις 344 σελίδες της ενδιαφέρουσας έκδοσης ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς βρέθηκαν οι Ιταλοί στη Ρόδο, τι συμβόλιζε γι’ αυτούς το νησί και τι άφησαν στις τρεις περιόδους της Κατοχής. Η πρώτη 1912-1923, που χαρακτηρίστηκε προσωρινή, έβαλε τις βάσεις της ιταλικής παρουσίας στο νησί. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, σε αυτό το διάστημα διαμορφώθηκε το πλαίσιο για την προστασία της ιστορικής πόλης και του άμεσου περιβάλλοντός της ως ενιαίου μνημείου, υποδειγματικού ακόμη και σε σύγκριση με όσα θα συνέβαιναν στις πόλεις της Ιταλίας.

Τη διατριβή του Κ. Καρανάσου, «Ρόδος 1912-1947. Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και τη διαχείριση των μνημείων κατά την ιταλική Κατοχή», εξέδωσε το Πολιτιστικό Ιδρυμα Ομίλου Πειραιώς.

Στη δεύτερη περίοδο –1923 έως 1936–, όπου η Ρόδος βρίσκεται οριστικά υπό ιταλική κατοχή, παρακολουθούμε πώς ξεκίνησε η διαμόρφωση του ιταλικού εποικοδομήματος με την εκπόνηση του ρυθμιστικού σχεδίου της πόλης, ενώ στην τρίτη, από το 1936 έως το 1947, βλέπουμε ότι οι Ιταλοί μεταχειρίστηκαν τα μνημεία ως οι νόμιμοι κληρονόμοι τους, ώστε να υπογραμμιστεί η λατινική ταυτότητα της «αποικίας». «Πραγματοποιούνται εκτεταμένες επεμβάσεις, άδικες για τον γηγενή πληθυσμό απαλλοτριώσεις, ενώ χρησιμοποιούνται αμφίβολης επιστημονικής αρτιότητας τεχνικές μέθοδοι. Και το πρόγραμμα υλοποιείται με αμιγώς “σκηνογραφικά” κριτήρια».

Ο Κωνσταντίνος Καρανάσος υπογραμμίζει ότι η ομάδα των Ιταλών αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων και τεχνικών του Γραφείου Δημοσίων Εργων της ιταλικής διοίκησης, νέοι οι περισσότεροι που εργάστηκαν με ζήλο, μακριά από την πατρίδα τους, «είναι αναμφίβολα οι πρωταγωνιστές του έργου που επιτελέστηκε». Ωστόσο οι προθέσεις τους και το έργο τους δεν έμειναν ανεπηρέαστα από τις πολιτικές επιλογές και αποφάσεις των δύο ισχυρών ανδρών της 35ετίας, του Μάριο Λάγκο και του Τσέζαρε Μαρία ντε Βέκι. Ο πρώτος, ήπιος, οξυδερκής, πράος κυβερνήτης, ο δεύτερος αυταρχικός, βίαιος, προσκολλημένος στα φασιστικά ιδεώδη, δούλεψαν για τον κοινό στόχο που «δεν ήταν άλλος από την “εικονογραφία” με κάθε μέσο της “ιταλικής Ρόδου”».

Κάστρα, ιππότες και ολίγος Ντούτσε-3
Τα τείχη της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου. Επάνω στην κληρονομιά των Ιπποτών, οι Ιταλοί επιχείρησαν να στήσουν τον μηχανισμό της προπαγάνδας τους.

Εργα και προπαγάνδα

Οι Ιταλοί, στα 35 χρόνια της κατοχής τους και μέσω δύο παγκοσμίων πολέμων, αποκατέστησαν την οδό των Ιπποτών και ίδρυσαν αρχαιολογικό μουσείο αναβιώνοντας το νοσοκομείο των Ιωαννιτών ιπποτών, μια πρωτοβουλία που είχε «πολιτικό χαρακτήρα». Για πολιτικούς λόγους το 1922, χρονιά που συμπληρώνονταν 400 χρόνια από την πολιορκία και παράδοση της Ρόδου στους Οθωμανούς και δέκα χρόνια ιταλικής παρουσίας στα νησιά, άνοιξαν την πύλη του Αγίου Αθανασίου. Την πύλη που έκλεισε συμβολικά ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής καταργώντας την είσοδο, ώστε μετά από αυτόν κανένας άλλος κατακτητής να μην μπει, ποτέ, στην πόλη. Το άνοιγμά της από τον Ιταλό κυβερνήτη «έγινε την εποχή που “παιζόταν το τελευταίο χαρτί” στο διπλωματικό παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων για την τύχη της Δωδεκανήσου».

Τα εγκαίνια της διάνοιξης της πύλης έγιναν λίγες ημέρες μετά την εγκατάσταση της φασιστικής κυβέρνησης στη Ρώμη και λίγες ημέρες πριν από τη Διάσκεψη της Λωζάννης, «όπου η αποδυναμωμένη Ελλάδα ελάχιστες πιθανότητες είχε να πείσει την Ιταλία να επαναδιαπραγματευτεί τη Δωδεκάνησο», υπογραμμίζει ο Κ. Καρανάσος στην έκδοση του ΠΙΟΠ.

Η άνοδος του Μουσολίνι στην εξουσία τον Oκτώβριο του 1922 έδωσε τη διακυβέρνηση των νησιών στον Λάγκο, ο οποίος φιλοδοξούσε να μετατρέψει σε σημαντικό τουριστικό θέρετρο της Μεσογείου τη Ρόδο και σε κέντρο σπουδών αρχαιολογικού και ιστορικο-καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Οι αρχιτέκτονες που συνεργάστηκαν για το ρυθμιστικό του σχέδιο «δεν δίστασαν να αντιπαρατεθούν με την αρχιτεκτονική της Ιπποτοκρατίας, σχεδιάζοντας είτε προσθήκες είτε εξ ολοκλήρου νέα κτίσματα στον παλαιό πυρήνα, αλλά και να δανειστούν και να μεταφέρουν το λεξιλόγιο των κτιρίων και του χώρου της παλαιάς πόλης στον σχεδιασμό της νέας». Η πολιτική του Λάγκο να μετατραπεί η Ρόδος σε διεθνή τουριστικό προορισμό άρχισε να αποδίδει καρπούς. Είκοσι χιλιάδες ξένοι επισκέπτες στο νησί το 1929 δεν ήταν μικρός αριθμός. Ωστόσο επηρεάζεται και ο τρόπος αποκατάστασης των μνημείων «με τις κατά το δυνατόν “καλλωπιστικές” επεμβάσεις»…

Κάστρα, ιππότες και ολίγος Ντούτσε-4
Αποψη από τα δυτικά της Πύλης των Κανονιών (1921).

Το 1933 η κατεδάφιση κτισμάτων είχε ως συνέπεια να διευρυνθεί ο περιβάλλων χώρος της Παναγίας του Κάστρου. Το γεγονός ότι η διοίκηση δεν κατεδάφισε το προστώο και τον μιναρέ του τζαμιού, παρότι εμπόδιζαν την κυκλοφορία, δηλώνει ενδιαφέρον για την οθωμανική περίοδο. Ενδιαφέρον που συνδέεται με την τουριστική εικόνα της πόλης και τη γοητεία της ανατολής που της προσέδιδαν. Ο επισκέπτης συναντούσε μια τεχνητή γραφικότητα, μια αγορά στα «νεοϊπποτικά» κτίσματα του Κολλακίου στα οποία πωλούνταν τοπικά προϊόντα από κεραμεικά, χαλιά, κρασιά. Στόχος ήταν «να τον εισαγάγει στη “δοξασμένη” εποχή των ιπποτών, λίγο-πολύ με την ίδια λογική που ακολουθούν οι σύγχρονές μας Disneyland», τονίζει ο συγγραφέας.

Η περίοδος 1936-1947 είναι η τελευταία της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα πριν από την επίσημη ενσωμάτωση των νησιών στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1948. Μέχρι το 1937 στην πόλη δεν είχε ακόμη αποτυπωθεί η «φασιστική αισθητική» που διαμόρφωσε τα μοντέρνα αλλά και μέρος των ιστορικών τμημάτων σε πόλεις της Ιταλίας. Ο Ντε Βέκι –από τους “τετράρχες” του φασισμού–, που διαδέχτηκε τον Λάγκο, προσπάθησε να επιβάλει νέα τάξη πραγμάτων.

Πολιτικές επιλογές

Ο Κωνσταντίνος Καρανάσος καταγράφει πολλές λεπτομέρειες για τις επεμβάσεις των Ιταλών στα μνημεία και στην πολεοδομία της καστροπολιτείας, τις αναστηλώσεις, την ανάδειξη των χώρων, τις ανασκαφές, τη διαχείριση… Και θέτει, τέλος, το ερώτημα: αν δεν είχαν υπάρξει επάνω της τα 35 χρόνια της ιταλικής κατοχής, πώς θα ήταν σήμερα σημαντικές γωνιές της νέας και της περιτειχισμένης πόλης της Ρόδου; Αυτά τα σημεία της πόλης, σημειώνει, φέρουν τα ίχνη ενός σχεδιασμού που υπαγορευόταν από μια πολιτική. «Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει το έργο που έφεραν εις πέρας τα χρόνια εκείνα οι υπηρεσίες της ιταλικής διοίκησης της Δωδεκανήσου. (…) Το έργο αυτό αναγνωρίζεται μέχρι τις μέρες μας, εβδομήντα και πλέον χρόνια από το πολυπόθητο εκείνο για την Ελλάδα γεγονός, με τα ίχνη του να παραμένουν ωστόσο αψευδείς μάρτυρες, υπενθυμίζοντάς μας πως ό,τι επιτελέστηκε, υπηρετούσε σαφώς πολιτικές επιλογές».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή