O Αύγουστος της Ανα και του Γκάμπο

O Αύγουστος της Ανα και του Γκάμπο

Προδημοσίευση από το τελευταίο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που εκδίδεται 10 χρόνια μετά τον θάνατό του

7' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του βραβευμένου με Νομπέλ συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και στις 18 Απριλίου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός το άγνωστο μυθιστόρημά του με τίτλο «Τα λέμε τον Αύγουστο», σε μετάφραση της Δέσποινας Δρακάκη. Για πρώτη φορά ο Μάρκες είχε γράψει μια ιστορία με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα, την Ανα Μαγκνταλένα Μπαχ, η οποία κάθε Αύγουστο επισκέπτεται τον τάφο της μητέρας της σε ένα νησί και για μια βραδιά πέφτει στην αγκαλιά ενός διαφορετικού κάθε φορά εραστή ενώ η οικογένειά της την περιμένει στο σπίτι.

Ο Μάρκες δούλεψε πολλές εκδοχές του βιβλίου αλλά καμία δεν του άρεσε. Ο Κολομβιανός συγγραφέας υπέφερε και από μια μορφή άνοιας και τελικά αποφάσισε ότι δεν άξιζε τον κόπο να το εκδώσει. Οι γιοι του όμως και ο επιμελητής Κριστόμπαλ Πέρα αποφάσισαν διαφορετικά, και το τελευταίο μυθιστόρημα του Μάρκες εκδίδεται μετά θάνατον. Η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα από το σημείωμα του επιμελητή Κριστόμπαλ Πέρα.
Σ. Ι.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

« Στις 18 Μαρτίου 1999 οι αναγνώστες του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έλαβαν την ευχάριστη είδηση ότι ο βραβευμένος με Νομπέλ Κολομβιανός δούλευε ένα νέο βιβλίο, που αποτελούνταν από πέντε αυτόνομες ιστορίες με την ίδια πρωταγωνίστρια: την Aνα Μαγκνταλένα Μπαχ. Η συντάκτρια του αποκλειστικού άρθρου, η δημοσιογράφος Ρόσα Μόρα, δημοσίευσε τρεις μέρες αργότερα μια συνέντευξη του συγγραφέα μαζί με το πρώτο διήγημα του βιβλίου, «Τα λέμε τον Αύγουστο». Ο Γκαρσία Μάρκες το είχε διαβάσει μερικές μέρες πριν στο Σπίτι της Αμερικής στη Μαδρίτη, όπου συμμετείχε μαζί με τον βραβευμένο με Νομπέλ Ζοζέ Σαραμάγκου σε ένα φόρουμ για τη δύναμη της λατινοαμερικανικής δημιουργίας.

Αντί ομιλίας, εξέπληξε το κοινό διαβάζοντας την πρώτη εκδοχή του πρώτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος που κρατά τώρα στα χέρια του ο αναγνώστης. Η Ρόσα Μόρα πρόσθεσε: «Το “Τα λέμε τον Αύγουστο” θα αποτελέσει μέρος ενός βιβλίου που θα περιλαμβάνει άλλα τρία μυθιστορήματα των 150 σελίδων, τα οποία ο Γκάμπο έχει ουσιαστικά γράψει, και πιθανώς ένα τέταρτο, αφού, όπως λέει, έχει μια ιδέα που τον ελκύει. Ο κοινός παρονομαστής των ιστοριών του βιβλίου θα είναι ο έρωτας ανθρώπων σε ώριμη ηλικία».

Η συνάντηση

Μερικά χρόνια αργότερα η τύχη τα έφερε έτσι που η μοίρα μου να διασταυρωθεί με του Γκαρσία Μάρκες, ενός από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ήδη από τα εφηβικά μου χρόνια. Η μανιώδης ανάγνωση των έργων του, μαζί με εκείνα του Ρούλφο, του Μπόρχες και του Κορτάσαρ, με είχε σπρώξει να διασχίσω τον Ατλαντικό για να κάνω διδακτορικό στη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Οστιν. Οταν επέστρεψα στη Βαρκελώνη, ως επιμελητής πλέον του Random House Mondadori, τον Αύγουστο του 2001, μου τηλεφώνησε η Κάρμεν Μπαλσέλς για να μου κλείσει ραντεβού στα γραφεία του πρακτορείου, που ήταν σχεδόν άδειο εκείνες τις μέρες του καλοκαιριού.

Επρεπε να με φέρει σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος χρειαζόταν έναν επιμελητή έκτακτης ανάγκης για τα απομνημονεύματά του. Ο συνήθης επιμελητής του, ο αγαπημένος μου φίλος Κλαούντιο Λόπες ντε Λαμαδρίδ, ήταν διακοπές.

Ετσι άρχισα να εργάζομαι πλάι πλάι με τον Κολομβιανό συγγραφέα για την τελική επιμέλεια του “Ζω για να τη διηγούμαι”, ελέγχοντας ένα χειρόγραφο που μου ερχόταν με το σταγονόμετρο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή φαξ κι εγώ το επέστρεφα με τις σημειώσεις μου, οι οποίες κατά κύριο λόγο αφορούσαν τη διασταύρωση των γεγονότων.

Ψάχνοντας στα συρτάρια του γραφείου του, η Μόνικα βρήκε ένα φάκελο που περιείχε δύο χειρόγραφα: ένα με τον τίτλο «Εκείνη» και άλλο ένα με τον τίτλο «Τα λέμε τον Αύγουστο».

Τον Μάιο του 2003, μετά από ένα μεγάλο διάστημα στο Λος Αντζελες, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και η Μερσέδες Μπάρτσα επέστρεψαν στο σπίτι τους στο Μεξικό, όπου τους υποδέχτηκε μια καινούργια προσωπική γραμματέας που είχαν μόλις προσλάβει, η Μόνικα Αλόνσο. Η μαρτυρία της είναι καίριας σημασίας για την αναπαράσταση του χρονικού της δημιουργίας τού «Τα λέμε τον Αύγουστο». Σύμφωνα με τη Μόνικα Αλόνσο, στις 9 Ιουνίου 2002 ο συγγραφέας ολοκλήρωνε την επανεξέταση των τελικών σημειώσεων των απομνημονευμάτων, εργασία στην οποία τον βοηθούσε ο επιμελητής Αντόνιο Μπολίβαρ.

Ενώ ξεκαθάριζε το γραφείο του από τις εκδοχές και τις σημειώσεις του βιβλίου που επρόκειτο να παραδώσει, έλαβε την είδηση ότι η μητέρα του είχε πεθάνει την ίδια ημέρα. Με την αινιγματική αυτή σύμπτωση έκλεινε ο κύκλος που είχε ανοίξει στην αρχή των απομνημονευμάτων του: «Η μητέρα μου μού ζήτησε να τη συνοδεύσω για να πουλήσει το σπίτι». Ο συγγραφέας είχε βρεθεί χωρίς άμεσα σχέδια όταν, ψάχνοντας στα συρτάρια του γραφείου του, η Μόνικα βρήκε ένα φάκελο που περιείχε δύο χειρόγραφα: ένα με τον τίτλο «Εκείνη» και άλλο ένα με τον τίτλο «Τα λέμε τον Αύγουστο». Από τον Αύγουστο του 2002 έως τον Ιούλιο του 2003 δούλεψε εντατικά το «Εκείνη», ο τίτλος του οποίου θα άλλαζε το 2004, όταν εκδόθηκε ως «Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου». Αυτό θα ήταν το τελευταίο λογοτεχνικό έργο που θα εξέδιδε εν ζωή.

«Η νύχτα της έκλειψης»

Παρ’ όλα αυτά, η δημοσίευση κι άλλου αποσπάσματος από το «Τα λέμε τον Αύγουστο», τον Μάιο του 2003, έμοιαζε με δημόσια δήλωση πως ο Γκαρσία Μάρκες συνέχιζε επίσης να προχωρά το τελευταίο του αφηγηματικό σχέδιο. Το τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, «Η νύχτα της έκλειψης», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cambio της Κολομβίας ως αδημοσίευτο διήγημα στις 19 Μαΐου 2003 και μερικές μέρες αργότερα στην El País. Σύμφωνα με τη Μόνικα Αλόνσο, από τον Ιούλιο του 2003 ο συγγραφέας καταπιάνεται ξανά με εντατικούς ρυθμούς με το χειρόγραφο του μυθιστορήματος. Ετσι, από τότε και μέχρι τα τέλη του 2004, συγκεντρώνει πέντε διαδοχικές εκδοχές του, εκτός από τα δύο πρώτα πρώιμα προσχέδια και μία ακόμα εκδοχή, που έφερε από το Λος Αντζελες.

O Αύγουστος της Ανα και του Γκάμπο-1Φτάνοντας στην πέμπτη εκδοχή, έπαψε να δουλεύει το μυθιστόρημά του και έστειλε ένα αντίγραφο στην Κάρμεν Μπαλσέλς, την ατζέντισσά του. «Κάποιες φορές πρέπει να αφήνεις τα βιβλία να ξεκουραστούν», εξομολογήθηκε στη Μόνικα Αλόνσο. Τον περίμενε μια σημαντική επέτειος: ο εορτασμός των σαράντα χρόνων από την πρώτη κυκλοφορία τού «Εκατό χρόνια μοναξιά», με μια νέα σχολιασμένη έκδοσή του από τη Βασιλική Ακαδημία της Ισπανικής Γλώσσας, και οι ετοιμασίες θα τον κρατούσαν απασχολημένο.

Τον Μάρτιο του 2008, ενώ ήμουν ήδη εγκατεστημένος στο Μεξικό ως διευθυντής του εκδοτικού τμήματος του Random House Mondadori, η σχέση μου με την επιμέλεια αναθερμάνθηκε, όταν η Κάρμεν Μπαλσέλς μού ανέθεσε να δουλέψω με τον Γκαρσία Μάρκες ένα βιβλίο που συγκέντρωνε τα κείμενα τα οποία προορίζονταν να διαβαστούν δημοσίως και που θα εκδιδόταν δύο χρόνια αργότερα με τον τίτλο «Yo no vengo a decir un discurso» [Δεν ήρθα να βγάλω λόγο].

Το καλοκαίρι του 2010 η Κάρμεν Μπαλσέλς με πληροφόρησε στη Βαρκελώνη ότι ο Γκαρσία Μάρκες είχε ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα που δεν έβρισκε το τέλος του και μου ζήτησε να τον παρακινήσω να το τελειώσει. Μου είπε ότι ήταν για μια ώριμη παντρεμένη γυναίκα που επισκέπτεται το νησί στο οποίο είναι θαμμένη η μητέρα της και εκεί συναντάει τον έρωτα της ζωής της. Επιστρέφοντας στο Μεξικό, το πρώτο που έκανα ήταν να ρωτήσω τον Γκάμπο για το μυθιστόρημα και να του εμπιστευτώ όσα μου είχε πει η ατζέντισσά του. Ο Γκάμπο μού εξομολογήθηκε διασκεδάζοντας πως δεν ήταν ο έρωτας της ζωής της αυτός που συναντούσε η πρωταγωνίστρια, αλλά ένας διαφορετικός εραστής σε κάθε επίσκεψη.

Ηταν πολύ αφοσιωμένος όταν η δουλειά του ήταν εν εξελίξει, μερικούς μήνες αργότερα όμως μου επέτρεψε να διαβάσω μεγαλόφωνα μαζί του τρία κεφάλαια. Θυμάμαι την εντύπωση που μου έκανε η απόλυτη δεξιοτεχνία του σε ένα πρωτότυπο θέμα με το οποίο δεν είχε καταπιαστεί σε προηγούμενα έργα του. Και η επιθυμία μια μέρα οι αναγνώστες του να μπορέσουν να το μοιραστούν μαζί του.

«Μεγάλο τελικό ΟΚ»

Η μνήμη του δεν του επέτρεπε πλέον να ταιριάξει όλα τα κομμάτια και τις διορθώσεις της τελευταίας εκδοχής, παρ’ όλα αυτά η επεξεργασία του κειμένου ήταν για ένα διάστημα ο καλύτερος τρόπος να απασχολείται στο γραφείο του κάνοντας αυτό που του άρεσε περισσότερο: να προτείνει ένα επίθετο εδώ ή μια λεπτομέρεια που θα μπορούσε να αλλάξει παραπέρα. Η εκδοχή 5, με ημερομηνία 5 Ιουλίου 2004, στην πρώτη σελίδα της οποίας έγραφε: «Μεγάλο τελικό ΟΚ. Λεπτομέρειες γι’ αυτήν ΚΕΦ. 2. Προσοχή: πιθανό Τελικό κεφ. / είναι το καλύτερο;», ήταν προφανώς η αγαπημένη του και σε αυτήν αποφάσισε μαζί με τη Μόνικα να ενσωματώσει κάποιες από τις προτάσεις που υπήρχαν σημειωμένες σε προηγούμενες εκδοχές.

Η σχέση συγγραφέα – επιμελητή είναι ένα συμβόλαιο εμπιστοσύνης βασισμένο στον σεβασμό. Το προνόμιο να δουλεύεις με τον Γκαρσία Μάρκες είναι μια διαρκής άσκηση ταπεινότητας που, στην περίπτωσή μου, βασίστηκε σε όσα μου είπε ο ίδιος όταν η Κάρμεν μού τον πέρασε στο τηλέφωνο στην πρώτη μας συνομιλία: «Θέλω να είσαι όσο πιο κριτικός γίνεται, ώστε όταν βάζεις τελεία εγώ να μην επανεξετάσω τίποτα». Το έργο μου σε αυτήν εδώ την έκδοση ήταν όπως ενός συντηρητή τέχνης μπροστά στον καμβά ενός σπουδαίου δασκάλου. Εκκινώντας από το ψηφιακό αρχείο που κρατούσε η Μόνικα Αλόνσο και αντιπαραβάλλοντάς το με την εκδοχή 5, που θεωρούσε εκείνος τελική –και στην οποία τα τελευταία χρόνια περνούσε μικροδιορθώσεις από άλλες εκδοχές–, μελέτησα κάθε σημείωση του χειρογράφου ή υπαγόρευση στη Μόνικα Αλόνσο, κάθε λέξη ή φράση που ήταν αλλαγμένη ή διαγραμμένη, κάθε παραλλαγή στο περιθώριο, ώστε να αποφασίσω αν θα συμπεριλαμβανόταν στην τελική αυτή εκδοχή. Η δουλειά ενός επιμελητή δεν είναι να αλλάξει ένα βιβλίο, αλλά να το κάνει πιο δυνατό με όσα υπάρχουν ήδη στις σελίδες του κι αυτό ήταν το ουσιαστικό κομμάτι της επιμέλειάς μου. »

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή