Μια κόλαση που έφτιαξαν άνδρες

Μια κόλαση που έφτιαξαν άνδρες

«Το “Σαράκι” δημιουργεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος: τον φεμινισμό του τρόμου», λέει η μεταφράστρια και εκδότρια Ασπ. Καμπύλη

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΛΑΪΛΑ ΜΑΡΤΙΝΕΘ
Σαράκι
μτφρ. Ασπασία Καμπύλη
εκδ. Carnivora, 2024, σελ. 128

Σ’ αυτό το σύντομο μυθιστόρημα απόγνωσης, εσωτερικευμένης βίας και ολέθρου, οι δύο κεντρικές πρωταγωνίστριες δεν ονοματίζονται ποτέ. Τα ονόματά τους δεν έχουν σημασία, γιατί μπορεί να είναι όλες οι γυναίκες. Βρισκόμαστε μεν στην ενδοχώρα της Ισπανίας και η κληρονομιά του εμφυλίου και του αίματος είναι ακόμη παρούσα, ρίχνοντας μια βαριά, τοξική σκιά στα πάντα και στοιχειώνοντας όλες τις μνήμες και όλες τις ψυχές, αλλά η απελπισία, η ασφυξία, η τρέλα, ο θάνατος είναι πράγματα οικουμενικά και, εδώ, αμιγώς γυναικεία. Οπως άλλωστε και το σπίτι: μπορεί να είναι κάθε σπίτι-φυλακή, κάθε κλήρος καταπίεσης, επιβολής και καταφρόνιας.

Η απελπισία, η ασφυξία, η τρέλα, ο θάνατος είναι πράγματα οικουμενικά και, εδώ, αμιγώς γυναικεία.

Θυμωμένο, με έναν θυμό που στάζει διαρκώς από τους πόρους του, γραμμένο με σφιγμένα δόντια, με ένα ανατρίχιασμα που το διατρέχει από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα και με έναν στακάτο ρυθμό που σε αφήνει ξέπνοο, το «Σαράκι» –ένα σκληρό, άβολο ανάγνωσμα ασθμαίνουσας κοινωνικής κριτικής– δεν έχει όμοιό του, κι ας χρησιμοποιεί ένα τόσο οικείο, στερεοτυπικό περιβάλλον της λογοτεχνίας τρόμου: το σύμβολο του στοιχειωμένου σπιτιού. Εδώ, σ’ αυτό το ζοφερό χωριό που έχει χτιστεί πάνω στην απελπισία, στη φτώχεια και την οργή, και σ’ αυτό το σπίτι που κατοικείται από φαντάσματα και κολασμένους, η ιστορία –μια ιστορία οδύνης, αίματος και εκμετάλλευσης– είναι τόσο μονίμως παρούσα, που βγάζει δάχτυλα κάτω από τα κρεβάτια και νύχια μέσα από τους σαθρούς τοίχους, λαχταρώντας να σε τραβήξει μαζί της στην κόλαση. Μια γυναικεία κόλαση, που την έφτιαξαν οι άνδρες: «Εκείνη καλά έκανε και τον άφησε πίσω απ’ τον τοίχο ώσπου να γίνει μόνο ένα κρακρακρά με το κουτάλι στα τούβλα αλλά το κρακρακρά χώθηκε στο μυαλό της επειδή σ’ αυτό το σπίτι το καθετί εκεί σού χώνεται και σε τριβελίζει, σε τριβελίζει, σε τριβελίζει» (σ. 85).

Δεν υπάρχουν, πάντως, ατόφιοι καλοί και κακοί: οι κακοί είναι πολύ κακοί, αλλά οι καλοί δεν είναι άγιοι. Το αντίθετο. Ο αναγνώστης –χαρακτηριστικό σπανιότατο και πολύ επιτυχημένο σ’ αυτό το βιβλίο– θα τα χάσει, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση, σχεδόν φυλακισμένος, θα ξέρει πως ό,τι και να κάνει είναι αναγκασμένος να πάρει τελικά το μέρος του λιγότερο ενόχου, που όμως κι αυτός είναι σκοτεινός και σμιλεμένος από τη λυσσαλέα ανάγκη της εκδίκησης. Η μεταφράστρια και εκδότρια Ασπασία Καμπύλη μάς εξηγεί: «Το “Σαράκι” κυκλοφόρησε το 2021 από έναν μικρό και ανεξάρτητο εκδοτικό οίκο (Amor de Madre) –πράγμα που έχει κι αυτό τη σημασία του– και χαρακτηρίστηκε “λογοτεχνικό φαινόμενο”, όχι μόνο λόγω της εμπορικής του επιτυχίας, αλλά κυρίως επειδή ανανεώνει το μυθιστόρημα τρόμου μέσω του φεμινισμού και της ταξικής ανάλυσης. Για τον ίδιο λόγο θεωρήθηκε ότι δημιουργεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος: τον φεμινισμό του τρόμου. Γεγονός που εντάσσει τη Λάιλα Μαρτίνεθ στη νέα γενιά των ισπανόφωνων γυναικών συγγραφέων που ανανεώνουν με επαναστατικό τρόπο τις λογοτεχνικές φόρμες. Με το βιβλίο αυτό η Μαρτίνεθ μιλάει επιτέλους για την ταξική και έμφυλη βία που κατέφαγε σαν σαράκι τα κορμιά τόσων γυναικών, ξεκινώντας απ’ τις γυναίκες της οικογένειάς της και παίρνει λογοτεχνική εκδίκηση εξ ονόματός τους».

Μια κόλαση που έφτιαξαν άνδρες-1

Καθαρόαιμος τρόμος, ένα σπίτι που ζητάει όλο και περισσότερα θύματα για να τραφεί, μια κατάρα δεμένη σαν σιδερένια μπάλα φυλακισμένου σε γυναικείους αστραγάλους, μια ιστορία κακοποίησης που σιγοβράζει σε χαμηλή φωτιά, μάγια και δεσίματα, κρότοι και ψίθυροι που σου τσακίζουν το ηθικό και αργάζουν την ψυχή σου, άγιοι και άγγελοι που δεν μοιάζουν με ό,τι θα περίμενε κανείς («Υστερα όμως η γριά είδε τους αγγέλους πραγματικά και κατάλαβε ότι εκείνοι που είχαν ζωγραφίσει τις εικονίτσες δεν τους είχαν δει ποτέ στη ζωή τους επειδή κανένας τους δεν έχει μπουκλίτσες κι ούτε όμορφοι είναι. Πιο πολύ σαν τεράστια έντομα μοιάζουν, σαν αλογάκια της Παναγίας ένα πράμα», σ. 12): το «Σαράκι» δανείζεται τους τρόπους της genre λογοτεχνίας, ποτίζοντάς τη όμως με την υπαρκτή κόλαση της πατριαρχίας, του ανδρικού δεσποτισμού και της εκρηκτικής ταξικής βίας. Οι δύο γυναίκες που μας μιλούν εναλλάξ έχουν γεννηθεί μέσα στο μίσος και τρέφονται απ’ αυτό.

Αν μπορούσαμε να μετρήσουμε τη θερμοκρασία των μυθιστορημάτων, το μανιασμένο «Σαράκι» της Λάιλα Μαρτίνεθ, που βρίσκεται στον αντίποδα του μαγικού ρεαλισμού, ψήνεται στον πυρετό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή