Περίγραμμα ενός καρφιού

Ξαναβρήκα το μακρόστενο σημειωματάριο με τα λεπτά φύλλα στο γραφείο μου, κάτω από μια στοίβα βιβλία, τετράδια και τσαλακωμένα χαρτιά. Είναι ό,τι έχει μείνει από το ταξίδι, πέρυσι το Πάσχα

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ξαναβρήκα το μακρόστενο σημειωματάριο με τα λεπτά φύλλα στο γραφείο μου, κάτω από μια στοίβα βιβλία, τετράδια και τσαλακωμένα χαρτιά. Είναι ό,τι έχει μείνει από το ταξίδι, πέρυσι το Πάσχα. Oταν έφυγα για το Μεξικό, είχα μαζί μου μια παλιά βιντεοκάμερα, μια μηχανή πολαρόιντ με δύο πακέτα φιλμ και τη συσκευή του κινητού. Με το κινητό τράβηξα εξακόσιες φωτογραφίες, άχρηστες ως επί το πλείστον. Βιαστικά βλέμματα ενός τρομαγμένου τουρίστα σε μια τεράστια πόλη που θύμιζε έρημο. Τις έχω σ’ ένα φάκελο στον υπολογιστή και δεν πρόκειται να τις ξαναδώ.

Η πολαρόιντ είχε πρόβλημα. Ξόδεψα το ασπρόμαυρο φιλμ τραβώντας τις πυραμίδες στην Τεοτιχουακάν, έξω από το Μέξικο Σίτι. Oμως και οι οκτώ πόζες βγήκαν από το πλαστικό στόμα της μηχανής υπερφωτισμένες. Λες και τις είχε κάψει o μεξικανικός ήλιος, που εκείνη τη μέρα ήταν κρυμμένος πίσω από μια απόκοσμη συννεφιά: «Eνας ουρανός γκρίζος αλλά λαμπερός, λες και είχε γίνει πυρηνική έκρηξη». Πόσο δίκιο είχε ο Μπολάνιο.

Ούτε το έγχρωμο φιλμ είχε καλή τύχη. Oλες οι φωτογραφίες ήταν ξεθωριασμένες. Η τζαμαρία από το σπίτι που νοίκιαζα, ο κήπος στο σπίτι του αρχιτέκτονα Λουίς Μπαραγκάν, το εσωτερικό ενός εστιατορίου στο κέντρο της πόλης. Nada. Iσως οι ημερομηνίες, πατημένες με σφραγίδα στο πίσω μέρος του λευκού πλαισίου, έχουν περισσότερο ενδιαφέρον: «20 ΑΠΡ. 2023», «21 ΑΠΡ. 2023», «24 ΑΠΡ. 2023».

Σκόρπιες λέξεις

Ξεφυλλίζω το ταλαιπωρημένο σημειωματάριο. Οι πρώτες σελίδες είναι πυκνογραμμένες. Ωστόσο, σταδιακά αραιώνουν, για να γίνουν σκόρπιες λέξεις στο χαρτί, μέχρι να καταλήξουν σε μουντζούρες και κακότεχνα σχέδια. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι πάντα το ίδιο. Δεν βγάζω τα γράμματά μου. Γράφω βιαστικά και με τέτοιον τρόπο, λες και θέλω να ξεχάσω κάθε σκέψη, γεγονός ή εικόνα που καρφώνεται στο μυαλό μου, λες και θέλω να αποθηκεύσω άτσαλα το περίγραμμα του καρφιού που βυθίζεται σ’ έναν κόσμο ανύπαρκτο, μα ισχυρό, που δεν σταματά να τροφοδοτεί ό,τι αποκαλούμε, ίσως λανθασμένα, αληθινή ζωή.

Αν η Αθήνα είναι μια πόλη φτιαγμένη από τσιμεντένιους λευκούς κίονες, η Νάπολη από πεταμένα σκουπίδια στους δρόμους και η Στοκχόλμη από μια σιωπή σαν παγωμένο γυαλί, τότε η Πόλη του Μεξικού είναι μια γεωλογία θορύβων.

Να σημειώνεις δεν σημαίνει πως γράφεις. Καμιά φορά σημαίνει το ακριβώς ανάποδο. Πως δεν γράφεις. Πως φοβάσαι να γράψεις. Κι έτσι ξαναβουτάς απελπισμένα στη σημείωση.

Ο ταξιτζής που οδηγούσε το βρώμικο αμάξι του μ’ ένα κανελί σκυλί στα πόδια, μια κοπέλα που κρατούσε μια κλειστή ομπρέλα κοιτώντας με απορία τον ουρανό, το γαλακτερό φως στο καθιστικό ενός σπιτιού, μια γυμνή φωτογραφία της Φρίντα Κάλο καθώς χτενίζει τα ξέπλεκα μαλλιά της, ένα σχέδιο με επτά αψιδωτά παράθυρα είναι συντεταγμένες ενός ονείρου που δεν οδηγεί πουθενά. Περισσότερο είναι άυλα σημεία που επιβεβαιώνουν το «χάσιμο» και το επιταχύνουν. Είναι εύκολο να χαθείς στο Μεξικό επειδή, στην πραγματικότητα, θέλεις να χαθείς στο Μεξικό. Καίγεσαι να σε καταπιεί.

Ο Μπολάνιο τα λέει καλύτερα: «Μερικές φορές ονειρεύομαι πως βρίσκομαι σε μια πόλη που είναι το Μεξικό και ταυτόχρονα δεν είναι το Μεξικό. Θέλω να πω, είναι μια πόλη άγνωστη, εγώ όμως τη γνωρίζω από άλλα όνειρα». Κουβαλάω στο σακίδιο τους «Αγριους ντετέκτιβ» Πηγαίνω ακόμη και στο καφέ Αβάνα για χάρη τους. Εκεί όπου σύχναζαν ο Αρτούρο και ο Ουλίσες. Και τι βλέπω; Κουρασμένους ανθρώπους να πίνουν το καφέ τους κάτω από τους κλειστούς ανεμιστήρες. Πουθενά το «καφέ της οδού Μπουκαρέλι». Παίρνω για ενθύμιο το χάρτινο σουπλά με το καφέ λογότυπο. Είμαι τελείως ανόητος.

Την επόμενη μέρα αρρωσταίνω. Μένω ξαπλωμένος στο κρεβάτι για μια ολόκληρη μέρα, ακούγοντας τον θόρυβο του Μέξικο Σίτι, που επιδεινώνει τη ναυτία μου. Αν η Αθήνα είναι μια πόλη φτιαγμένη από τσιμεντένιους λευκούς κίονες, η Νάπολη από πεταμένα σκουπίδια στους δρόμους και η Στοκχόλμη από μια σιωπή σαν παγωμένο γυαλί, τότε η Πόλη του Μεξικού είναι μια γεωλογία θορύβων. Ο εκκωφαντικός ήχος από τις σειρήνες των περιπολικών και των ασθενοφόρων μέσα στη νύχτα, τα ελικόπτερα που μεταφέρουν τους επιχειρηματίες στο αεροδρόμιο για ν’ αποφύγουν μποτιλιάρισμα και απαγωγείς, ο ήχος ενός πιστολιού, το γάβγισμα ενός σκυλιού, τρελαμένοι τελάληδες που πουλάνε φρούτα και τάκος, οι δοκιμές συναγερμού από τα μεγάφωνα σε περίπτωση σεισμού.

Νιώθω πως επιπλέω στο ρεύμα των ήχων, πως έχω δικαίωμα να πάω σε όλες τις γειτονιές και να βιντεοσκοπήσω ό,τι θέλω. Από κει που βρίσκομαι, στην Κοντέσα, μέχρι τη Ρόμα, να τρυπώσω στο Παλάτι των Καλών Τεχνών και να χαζέψω την τοιχογραφία του Ριβέρα, για να εξαφανιστώ στο Τεπίτο, σε μία από τις πιο επικίνδυνες περιοχές της πόλης. Εκεί κοντά πέρασε την εφηβεία του ο Μπολάνιο. Αλλά τι περιμένεις από έναν συγγραφέα που η τελευταία λέξη που έγραψε ήταν «Μεξικό»; Κι εγώ να μη βγάζω τα γράμματά μου. «Alerta Sísmica, Alerta Sísmica».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή