Μια ηθική θεώρησητης Μακροοικονομικής

Μια ηθική θεώρησητης Μακροοικονομικής

Το νέο βιβλίο του Νίκου Κουτσιαρά (ΕΚΠΑ) συνιστά πολύτιμη συμβολή στη βιβλιογραφία της ιστορίας και της πολιτικής οικονομίας της μακροοικονομικής σκέψης. Ο συγγραφέας μοιάζει να πιάνει το νήμα από εκεί όπου το άφησε δώδεκα χρόνια πριν στο δοκίμιό του «Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών» (εκδ.: Παπαζήση, 2012) […]

2' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΣΙΑΡΑΣ

Ηθική της Μακροοικονομικής

εκδ. Παπαζήση, 2024, σελ. 390

Το νέο βιβλίο του Νίκου Κουτσιαρά (ΕΚΠΑ) συνιστά πολύτιμη συμβολή στη βιβλιογραφία της ιστορίας και της πολιτικής οικονομίας της μακροοικονομικής σκέψης. Ο συγγραφέας μοιάζει να πιάνει το νήμα από εκεί όπου το άφησε δώδεκα χρόνια πριν στο δοκίμιό του «Η εκδίκηση των δούλων και η εφεδρεία των μακαριτών» (εκδ.: Παπαζήση, 2012), όπου κατέληγε στο συμπέρασμα πως το εκκρεμές της μακροοικονομικής επιστήμης «μοιάζει να ξαναβρίσκεται πολύ κοντά στην προ κρίσης θέση». Γραμμένο την επαύριον της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και παρά τη δυναμική –τότε– επανεμφάνιση των κεϊνσιανής προέλευσης υποδειγμάτων, ο Κουτσιαράς δεν έθρεψε αυταπάτες για καταστατικές αλλαγές σε επίπεδο ιδεών και κυρίαρχης θεωρίας. Διείδε ρεαλιστικά ότι η μεθοδολογική αντιπαράθεση θα τείνει να εξελίσσεται κατά βάση μεταξύ νέων κλασικών και νέων κεϊνσιανών, με μόνη τους διαφορά «την έκταση των μεθοδολογικώς αποδεκτών αποκλίσεων» από το κυρίαρχο ανταγωνιστικό υπόδειγμα της αγοράς.

Σήμερα, έπειτα από αλλεπάλληλες κρίσεις που έχουν μεσολαβήσει (πανδημική κ.ά.), ο προ δεκαετίας ισχυρισμός του Κουτσιαρά μάλλον επιβεβαιώνεται. Δεν είναι τυχαίο ότι στο νέο του βιβλίο αποδίδει έμφαση στη συμβολή της νεότερης γενιάς των νέων κεϊνσιανών θεωρητικών, η οποία έγκειται στην εγκατάλειψη της παραδοχής περί ενός «αντιπροσωπευτικού» και ορθολογικού συναλλασσομένου. Η Μεγάλη Υφεση της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα αμφισβήτησε στην πράξη την παραδοχή περί ορθολογικών προσδοκιών της νέας κλασικής θεωρίας, κατά την οποία οι οικονομικές διακυμάνσεις ανάγονται πρωτίστως στον –πρόσκαιρα υποβέλτιστο– τρόπο απόκρισης του αντιπροσωπευτικού συναλλασσομένου σε εξωγενείς διαταραχές (π.χ. τεχνολογικές μεταβολές). Η μεθοδολογική προσθήκη από τους νέους κεϊνσιανούς της «ανομοιογένειας των συναλλασσομένων», ιδίως ως προς το εισόδημα και την περιουσία, είναι εξόχως σημαντική, διότι επανατοποθετείται η ανισότητα ως μακροοικονομικό πρόβλημα, με προεκτάσεις σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής. Κατ’ επέκταση, τίθεται σε νέα βάση το μείζον κανονιστικό δίλημμα μεταξύ διακριτικής ευχέρειας των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων από τη μια πλευρά, και δέσμευσής τους σε κανόνες από την άλλη. Η κυρίαρχη κανονιστική δέσμευση της σύγχρονης μακροοικονομικής πολιτικής, που βασίζεται υπόρρητα στην υπόθεση πως οι ιθύνοντες λειτουργούν ως κοινωνικοί σχεδιαστές στη βάση μιας erga omnes ωφελιμιστικής αρχής, προσκρούει βέβαια όχι μόνο στα αποκλίνοντα συμφέροντα των ανομοιογενών συναλλασσομένων, αλλά και στον αξιακό τους πλουραλισμό. Και εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η ηθική στη μακροοικονομική. Η συνάρτηση της κοινωνικής ευημερίας των νομισματικών αρχών, συγκεκριμένα, δεν μπορεί να είναι προδιαγραμμένη, δεδομένων των σοβαρών αναδιανεμητικών συνεπειών από τις αποφάσεις τους. Πράγματι, τα ογκώδη προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης ευνοούν βασικά όσους διαθέτουν χρηματοοικονομικό πλούτο. Συνεπώς, η ιδέα της ουδετερότητας των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών προσκρούει de facto στην περιουσιακή ανισότητα.

Ο Κουτσιαράς αναδεικνύει μεν το ζήτημα της de facto μη ουδετερότητας των νομισματικών αρχών, τασσόμενος υπέρ του εμπλουτισμού των ηθικών κριτηρίων στη λήψη των μακροοικονομικών αποφάσεων. Δηλώνει, όμως, επιφυλακτικός αναφορικά με πιο ριζοσπαστικές προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις των υφιστάμενων νομισματικών θεσμών, που ενδεχομένως οδηγήσουν στη νομισματική χρηματοδότηση των δημοσίων οικονομικών, όπως υποστηρίζει η μοντέρνα νομισματική θεωρία. Η νηφάλια αυτή θέση δεν υποκρύπτει συντηρητικά αντανακλαστικά – κάθε άλλο. Για τον Κουτσιαρά, ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι πιθανώς ανεπιθύμητο, διότι «εγκυμονεί τον κίνδυνο “νομισματικής αλλοίωσης” της δημοκρατίας και αφαίρεσης πολιτικού περιεχομένου από αυτή» – ας διερωτηθούμε, τι είδους πολιτικές προεκτάσεις θα συνεπέφερε η νομισματική υποκατάσταση της δημοσιονομικής χρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους.

*Ο κ. Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης (ΕΚΠΑ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT