Τα μουσεία στη ζωή των Ελλήνων

Τα μουσεία στη ζωή των Ελλήνων

5' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα μουσεία γιορτάζουν αύριο ανοίγοντας τις πόρτες τους στο κοινό, με ελεύθερη είσοδο σε εκατοντάδες δράσεις σε όλη την Ελλάδα. Ο εορτασμός είναι διεθνής και έχει ως θέμα του τα «Μουσεία για μια βιώσιμη κοινωνία», το δε ελληνικό τμήμα του ICOM (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων) επέλεξε να τιμήσει το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου της Τεχνόπολης του Δήμου Αθηναίων.

Το κοινό συμμετέχει σε κάθε τέτοιο κάλεσμα. Ομως πόσο συχνά επισκέπτονται οι Ελληνες τα μουσεία τους; Μπορεί η Στατιστική Υπηρεσία να καταγράφει τα τελευταία χρόνια αύξηση επισκεπτών και εσόδων, όμως αυτή συνδέεται άρρηκτα με την κατακόρυφη αύξηση του τουρισμού, όπως το 2014 που είχαμε αύξηση επισκεπτών 22,5% και 21,9% στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, και το ίδιο διάστημα αύξηση στις εισπράξεις κατά 27,9% στα μουσεία και 13,5% στους χώρους.

Ανακολουθία

Ωστόσο η σχέση των Ελλήνων με τα μουσεία μάλλον δεν είναι στενή, όπως φάνηκε σε ένα μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα έρευνας που παρουσιάστηκε στο 10ο Επιστημονικό Συμπόσιο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης). Η Μάρλεν Μούλιου, λέκτορας Μουσειολογίας στο ΕΚΠΑ που εργάστηκε για χρόνια ως αρχαιολόγος-μουσειολόγος στο υπουργείο Πολιτισμού, ήθελε από παλιά να καταγράψει τις σχέσεις των πολιτών με τα μουσεία ώστε να έχουμε μια καλύτερη εικόνα, μέσα από εμπειρικά δεδομένα. Οπως υποστηρίζει, τέτοιου είδους στοιχεία στην Ελλάδα δεν διαθέτουμε. Εχουμε ποσοτικά τεκμήρια αλλά λιγοστά και όχι συστηματικά καταγεγραμμένα, έρευνες στο πλαίσιο διπλωματικών εργασιών και διατριβών, όχι όμως συστηματοποίηση και περιοδικότητα που θα μας έδειχναν τάσεις, αλλαγές, διακυμάνσεις από έτος σε έτος ή ανά πενταετία.

«Γνωρίζουμε πως μαζί με την αύξηση του τουρισμού αυξήθηκαν και οι επισκέπτες των μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, αλλά δεν γνωρίζουμε την αναλογία σε σχέση με τους Ελληνες επισκέπτες. Αυτή η έρευνα έγινε ειδικά γι’ αυτούς, δεν έγινε δειγματοληψία σε ξένους». Η κ. Μούλιου τη σχεδίασε με τη βοήθεια της μεταπτυχιακής φοιτήτριας Σοφίας Καρούνη, ενώ η έρευνα πεδίου έγινε με μικρή χρηματοδότηση από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αφορά ένα μικρό δείγμα (1/4) του συνολικού υλικού, όμως συμπυκνώνει αντιπροσωπευτικές τάσεις και αντιλήψεις. Μια χαρτογράφηση έγινε σε γειτονιές από το Σύνταγμα, το Κολωνάκι και την Καισαριανή μέχρι το Περιστέρι και την Κηφισιά, σε ηλικιακές ομάδες (18-25 και 35-45 ετών) από τις οποίες ζητήθηκε να δηλώσουν σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα, καθώς και ένα μοναδικό μουσείο που τους ερχόταν στον νου. Και όπως φαίνεται, «οι πολίτες έχουν άποψη και ένταση στις απαντήσεις τους».

Οι Ελληνες δηλώνουν ότι πηγαίνουν στα μουσεία σε ποσοστό που αγγίζει το 80%, αλλά «στην ερώτηση σχετικά με τη συχνότητα της επίσκεψης, το 70% δηλώνει ότι πάει μία με δύο φορές τον χρόνο, σπάνια ή δεν δόθηκε καμία απάντηση. Η ανακολουθία δείχνει ότι δεν είναι τακτικοί επισκέπτες, κάτι που έδειξαν κι άλλες απαντήσεις τους, όπως όταν ρωτήθηκαν “για ποιους λόγους πηγαίνουν”. Εκεί δεν ήταν έτοιμοι να απαντήσουν». Το Μουσείο της Ακρόπολης πάντως βρίσκεται στην κορυφή των απαντήσεων.

«Δεν πληρώνω»

Οταν ζητήθηκε από τους ερωτώμενους να σταθούν κριτικά απέναντι στα ελληνικά μουσεία και να πουν τι τους δυσαρεστεί και τι πρέπει να αλλάξει, ή δεν είχαν απάντηση ή θεωρούν πως οι Ελληνες δεν πρέπει να πληρώνουν το ίδιο αντίτιμο εισιτηρίου με τους ξένους, ότι πρέπει δηλαδή να υπάρχει ευνοϊκότερη ρύθμιση γι’ αυτούς. Θεωρούν επίσης πως  πρέπει  να γίνουν πιο ελκυστικά, ενώ δηλώνουν την ανάγκη να μένουν ανοιχτά και εκτός των ωρών της δική τους εργασίας.

Ομως η δωρεάν είσοδος στα μουσεία για τους Ελληνες δεν «έπιασε» στο παρελθόν. Επιπλέον, είναι πρακτική που προσκρούει σε Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η κ. Μούλιου ωστόσο υποστηρίζει πως θα μπορούσαν να βρεθούν άλλες λύσεις. Κάποιες ώρες μέσα στην ημέρα, ίσως μία ώρα προτού λήξει το ωράριο λειτουργίας τους, θα μπορούσε να επιτραπεί η ελεύθερη είσοδος χωρίς να εξαιρείται ο ξένος επισκέπτης. Δεν θεωρεί τις τιμές των εισιτηρίων στα μουσεία μας υψηλές συγκριτικά με εκείνες των ευρωπαϊκών χωρών. Για όσους το αντιμετωπίζουν ως δυσβάσταχτο έξοδο, προτείνει μια κάρτα περιοδικών επισκέψεων που θα αποτελεί κίνητρο για τον επισκέπτη.

Ποια είναι όμως τα πλεονεκτήματα των δημόσιων μουσείων μας που δεν έχουμε αναδείξει; «Κάθε μουσείο είναι μοναδικό. Αυτό πρέπει να πιστεύουν τα μουσεία για τον εαυτό τους για να μπορέσουν να σταθούν σε μια μεγάλη μουσειακή κοινότητα». Τα ελληνικά μουσεία, αρχαιολογικά στην πλειονότητά τους, έχουν αυτή τη μοναδικότητα, αλλά για να μπουν στην καθημερινότητά μας χρειάζεται συνεχής προσπάθεια μέσα από ευέλικτες δράσεις ώστε να φέρνουν τους πολίτες στα μουσεία με κάθε αφορμή. Από τις Νύχτες Μουσείων, τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων, τις Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς, την Πανσέληνο, το άνοιγμα των αποθηκών, των εργαστηρίων. Τα πωλητήρια και τα καφέ «δεν είναι αυτά που δημιουργούν τη μόνιμη σχέση του επισκέπτη με τα εκθέματα και τις συλλογές». Βέβαια βοηθούν στη βιωσιμότητά τους. «Αυτό που φέρνει ένα μουσείο κοντά στην κοινωνία είναι η προσφορά ιδιαίτερων εμπειριών μέσα από εκθέσεις και πολυποίκιλες δράσεις». Γιατί υπάρχει κι ο άλλος κίνδυνος. Ως παράδειγμα φέρνει το Μουσείο Βικτόρια και Αλμπερτ, τη δεκαετία του ’90, για το οποίο έλεγαν: «Είναι ένα εξαιρετικό καφέ με ένα πολύ καλό μουσείο δίπλα του».

Δράσεις με αξία και νόημα κοινωνικό

Τι μπορούν να κάνουν τα μουσεία τώρα που οι προϋπολογισμοί είναι χαμηλοί και τα ταμεία τους άδεια; «Τα μουσεία μπορούν να κάνουν πολλά, χωρίς χρήματα.

Να φιλοξενούν εκδηλώσεις που δεν είναι μόνο γνωστές παραδοσιακές, ούτε απαραίτητα λαμπερές, αλλά ουσιαστικές. Μια καλή ιδέα που θα φέρνει τον πολίτη σε επαφή με τον εαυτό του και θα τον κάνει να συνδέεται συναισθηματικά με το μουσείο».

Επανερμηνείες των αντικειμένων, μικρές ξεναγήσεις από τους ανθρώπους των μουσείων που μπορούν να τις αφηγηθούν με έναν άλλο τρόπο.

Τα δίκτυα μουσείων επίσης παίζουν ρόλο καθώς και συνεργασίες με φορείς και συλλογικότητες που δρουν στην πόλη και είναι αναγνωρίσιμες, όπως οι «Atenistas», «Monument», το «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα» κ.ά.

Στο εξωτερικό η κ. Μούλιου δεν ζηλεύει τα μεγάλα πωλητήρια και τα αντικείμενα, αλλά εκείνα τα μουσεία που καθημερινά αποδεικνύουν το κοινωνικό τους στίγμα και παράγουν δράσεις με κοινωνικό νόημα και δημόσια αξία. «Ο διάλογος με τους επισκέπτες και τους άλλους ερμηνευτές των αντικειμένων κάνουν τα μουσεία ελκυστικά».

Αν βέβαια έχουν και χαμογελαστούς ευγενικούς φύλακες, ακόμη καλύτερα. «Αυτό που μπορεί να βοηθήσει είναι η συστηματική εκπαίδευση. Στο εξωτερικό δεν τους αποκαλούν φύλακες αλλά προσωπικό υποδοχής.

Το φυλακτικό παραπέμπει σε κάτι που αστυνομεύει και παρατηρεί με έναν ελεγκτικό τρόπο. Αυτός είναι ο κυρίαρχος ρόλος τους, αλλά είναι προσωπικό που υποδέχεται, καλωσορίζει και με μια βασική εκπαίδευση μπορεί να δώσει κάποιες κατευθύνσεις (όχι ξενάγηση) στους επισκέπτες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή