Οταν το αδιέξοδο γίνεται τρόπος ζωής

Οταν το αδιέξοδο γίνεται τρόπος ζωής

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΦΑΡΣΑΛΙΩΤΗΣ
Κλινική του εφήμερου – Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της ανεστιότητας
εκδ. Αρμός, σελ. 275
 
«Κάποια μέρα η ηθική συνείδηση της κοινωνίας θα αφυπνιστεί και θα της υπενθυμίσει ότι ο φτωχός έχει δικαίωμα στην ψυχική βοήθεια […]» (Σ. Φρόιντ, 1919, Oι οδοί της ψυχαναλυτικής θεραπείας). Με το παραπάνω κλασικό απόσπασμα του Φρόιντ ξεκινάει το βιβλίο του Στυλιανού Φαρσαλιώτη, ένα απόσπασμα τόσο επίκαιρο ακόμη, που σίγουρα μας φέρνει στον νου τις σημερινές ομάδες πληθυσμού που βιώνουν ακραίες καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού.

Οταν το αδιέξοδο γίνεται τρόπος ζωής-1Ο συγγραφέας, κλινικός ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής, εμπνεόμενος από τον γαλλικό όρο «précarité», λόγω και της προσωπικής του διαδρομής στη Γαλλία αλλά και της οικειότητάς του με τη γαλλόφωνη ψυχανάλυση, μας εισάγει στο ζήτημα του εφήμερου και, συνθέτοντας με εξαιρετική διαύγεια ένα παζλ εννοιών, μας παρουσιάζει την ευρύτερη εικόνα της επισφάλειας στη σύγχρονη κοινωνία. Με σημείο αφετηρίας τη γενικότερη, σύμφυτη με την ανθρώπινη ζωή, ανθρωπολογική διάσταση του θέματος, και αφού διατρέξει την κοινωνιολογική διάσταση, η οποία θέτει όλες τις παραμέτρους που αφορούν την οργάνωση της κοινωνίας και τους θεσμούς που επηρεάζουν τη διαβίωση του ατόμου, οδηγείται στην ψυχολογική ανάπτυξη της σχέσης του υποκειμένου με το περιβάλλον.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γλιστρά περίτεχνα στο πεδίο της ψυχοκοινωνικής κλινικής, ένα πεδίο συνάντησης του ψυχικού και του κοινωνικού, το οποίο αφορά πρωτίστως πληθυσμιακές ομάδες-θύματα ενός σφοδρού αποκλεισμού (άνθρωποι του δρόμου, άστεγοι, άποροι, μακροχρόνιοι άνεργοι, οικονομικοί μετανάστες, πολιτικοί πρόσφυγες, ενδεχομένως ψυχικά ασθενείς, τοξικομανείς, πρώην κρατούμενοι…). Στην πορεία, μας συστήνει σε διάφορα σύγχρονα ρεύματα ψυχοδυναμικής σκέψης, σε μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα αναδρομή από τον Φρόιντ στο σήμερα, θέτοντας έτσι πολλές έννοιες-κλειδιά για την προσέγγιση του περίπλοκου ζητήματος της ανεστιότητας, όπως την έννοια της ψυχοκοινωνικής οδύνης, του αποκλεισμού και του αυτοαποκλεισμού, τις οποίες επεξηγεί κυρίως μέσα από το ψυχαναλυτικό θεωρητικό οικοδόμημα.

Η θεωρητική επεξεργασία διανθίζεται από την κλινική εμπειρία του συγγραφέα, με αριστοτεχνικά δοσμένες περιπτώσεις ατόμων που διαβιώνουν σε ακραίες υλικές και κοινωνικές συνθήκες. Αυτή η εναλλαγή χαρίζει στο κείμενο μια όμορφη ροή και μας μεταφέρει την εικόνα της ατέρμονης κίνησης των πραγμάτων, κάνοντάς μας κοινωνούς της αστάθειας και του εφήμερου, και όχι μόνο αναγνώστες. 
Οι αφηγήσεις, ζωντανές, αληθινές, δυνατές, μας επιτρέπουν να συναντηθούμε και να επικοινωνήσουμε, περιδιαβαίνοντας νοερά τους δρόμους της Αθήνας, με κάποιους από τους ευρισκόμενους σε μεγάλη δυσχέρεια, «ξεχασμένους» πολίτες αυτής της πόλης. Στις περισσότερες από αυτές διακρίνονται κεντρικά πρώιμα ψυχικά τραύματα, που αναζωπυρώνονται δευτερογενώς. Ο συγγραφέας εμβαθύνει ιδιαιτέρως στο ζήτημα αυτό του τραύματος, τόσο πυρηνικό σε έναν άνθρωπο «περιπλανώμενο», στο οποίο αφιερώνεται και ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου. Η εμπειρία του τραύματος, πολυσχιδής: πρώιμες εγκαταλείψεις, βίαιοι αποχωρισμοί, παιδικά βιώματα βίας και κακοποίησης, απώλειες, βαθιές ανεπάρκειες του πρωταρχικού περιβάλλοντος κ.ά. Σαν η πορεία της ζωής αυτών των ανθρώπων να είναι μια συνέχιση της αβεβαιότητας, της απειλής, της καταστροφής που επίκειται να εμφανιστεί, αν δεν έχει επέλθει ήδη. Ο ριζικά αποκλεισμένος νιώθει ότι δεν ανήκει πουθενά και αυτή η μόνιμη ανασφάλεια, η μη δυνατότητα συμβολικής επικοινωνίας με τον άλλον γίνονται ο κόσμος του, που κυριαρχείται συχνά από μορφές επιθετικότητας και βίας. Χάνεται έτσι σιγά σιγά και η ελπίδα μιας κάποιας βελτίωσης της εξωτερικής πραγματικότητας και το αδιέξοδο γίνεται τρόπος ζωής. Για να μπορέσει να επιβιώσει, το περιθωριοποιημένο άτομο καταφεύγει εδώ, όπως μας δείχνει ο συγγραφέας, σε μια σειρά ακραίων αμυντικών μέτρων που λειτουργούν προστατευτικά για τον ψυχισμό, απομακρυνόμενο όμως ολοένα και περισσότερο από επενδύσεις και συναισθηματικούς δεσμούς, θρυμματίζοντας τον ψυχικό χώρο του.

Το βιβλίο του Σ. Φαρσαλιώτη, γραμμένο με μεγάλη ευαισθησία, υπηρετεί επάξια τη σύνδεση του ψυχικού με το κοινωνικό. Τολμά να θέσει νέα ερωτήματα μέσα από μια ψυχαναλυτική προσέγγιση, εμπλουτίζοντας τον κοινωνικό διάλογο με νέες οπτικές, αποτελώντας μια γέφυρα ανάμεσα στα ήδη κατατεθειμένα και στα νεότερα ή και στα επόμενα που τίθενται για περαιτέρω μελέτη και έρευνα. Η «Κλινική του εφήμερου» δεν είναι μόνο μια πολύτιμη συνεισφορά στην ιδιαιτέρως περιορισμένη ελληνική, ίσως και διεθνή, βιβλιογραφία πάνω σε ένα καίριο θέμα, που μπορεί να διαβαστεί και σαν ένας οδηγός πεδίου για τους επαγγελματίες των σχετικών τομέων. Συνιστά, πρωτίστως, έναν ευρύτερο στοχασμό γύρω από την ανεστιότητα, έννοια πολυδιάστατη, την οποία ο συγγραφέας μάς παρακινεί να ανακαλύψουμε μαζί.

Συμβουλή προς τον αναγνώστη: ας αφεθεί στο κέντρισμα της περιέργειας που θα του προκαλέσει ο τίτλος και η δόνηση της έννοιας του εφήμερου και ας προχωρήσει σε μια εξερεύνηση, η οποία θα τον ανταμείψει.
 
* Η κ. Νάγια Πολυχρονίδου είναι ψυχίατρος – ψυχοθεραπεύτρια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή