ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Σικελικό ειδύλλιο
εκδ. Πατάκη, σελ. 304
Σε ένα χωριό της μεταπολεμικής Σικελίας, ένας καραμπινιέρος, ο Λούκα ντε Ματέις, και μια δεκαεννιάχρονη κοπέλα, η Κοντσέττα, αναπτύσσουν έναν τρυφερό δεσμό, που απαλύνει τα κρυφά τους τραύματα. Ο αστυνόμος, ταγμένος στην εξολόθρευση της μαφίας, βλέπει στο πρόσωπο του κοριτσιού ένα θετικό αντίβαρο στο κακό που λυμαίνεται τον κόσμο. Η κόρη του πέθανε από τύφο τεσσάρων ετών, η γυναίκα του τον εγκατέλειψε. Η μαφία είχε απομείνει το μοναδικό πρόσχημα επιβίωσης. Η Κοντσέττα, στερνοπαίδι μιας συντηρητικής πολύτεκνης οικογένειας, όταν αρχίζει να εργάζεται ως καθαρίστρια στο αστυνομικό τμήμα ανακαλύπτει στον Ντε Ματέις έναν ανέλπιστο προστάτη.
Το μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου μοιράζεται ανάμεσα στις εναλλασσόμενες αφηγήσεις των δύο ηρώων. Ο Ντε Ματέις καταγράφει μελαγχολικές εξομολογήσεις σε ένα μαγνητόφωνο, ενόσω η Κοντσέττα φλυαρεί ασύστολα, περί ανέμων και υδάτων, κολλημένη στο ηχόχρωμα της παιδικότητας. Φωτορομάντζα, κυριακάτικος κινηματογράφος, ένας βιασμός και η δολοφονία του Ντε Ματέις συναπαρτίζουν τη βιογραφία της. Αλλά δεν ήταν φτιαγμένη για θλίψη. Ούτε ο αστυνόμος είχε κλίση στο πένθος. «Σκέφτομαι συχνά την αυτοκτονία, αλλά είμαι τεμπέλης κι όλο την αναβάλλω». Οι δύο αφηγητές ασφυκτιούν στον σικελικό τους μικρόκοσμο. Οι άνθρωποι στο Ριβοντόρο είναι «μπαστουνόβλαχοι», αγροίκοι, ψωροπερήφανοι, μοιρολάτρες και μεγαλομανείς, σαλεμένοι από τον πολύ καθολικισμό. Ο αστυνόμος αναπολεί τα νεανικά του χρόνια, όταν ήταν μέλος της φασιστικής νεολαίας και απολάμβανε αμέριμνος τις χαρές της νιότης. «Ημασταν φασίστες, αλλά περνούσαμε υπέροχα». «Περνούσαμε υπέροχα επειδή ήμασταν τόσο κουτοί». Ο Ντε Ματέις δεν έβγαζε νόημα από τίποτα. Οταν οι αποικιοκρατικές φιλοδοξίες της πατρίδας τον έστειλαν στην Αιθιοπία, έμεινε έκπληκτος που η Μαύρη Αφρική δεν ήταν μαύρη. Ομως και η Ερυθρά Θάλασσα «δεν ήταν κόκκινη αλλά καταγάλανη». Οι Καναδέζες, πάλι, δεν ήταν καλλονές του Καναδά, αλλά στρατιωτικά οχήματα. Συν τοις άλλοις, ο Ντε Ματέις δεν είχε αντιληφθεί τι ακριβώς έκαναν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Με αυτούς οι Εβραίοι κυρίως ασχολούνταν. Τους συμπαθούσε τους Εβραίους επειδή, όπως και ο ίδιος, κουβαλούσαν πάνω τους μόνο τα απαραίτητα. Σκεφτόταν «πως υπήρχαν περισσότεροι Εβραίοι βιολιστές παρά πιανίστες. όταν τους κυνηγούσαν, βούταγαν το βιολί και το ’βαζαν στα πόδια. Δεν μπορείς να το βάλεις στα πόδια μαζί με το πιάνο».
Η μέγιστη διανοητική επίτευξη του Ντε Ματέις ήταν η προσχώρηση στον αθεϊσμό. «Εχασα την πίστη και κέρδισα την ελευθερία. Δεν ήταν δύσκολο, ούτε επώδυνο: απαρνήθηκα κάτι που δεν είχε καμιά αξία». Οταν αποκαρδιωνόταν από τις απαιτήσεις τής κάθε ημέρας, τον παρηγορούσε η σκέψη ότι «ακόμα και ο Ιησούς δεν είχε κάνει τίποτα σπουδαίο μέχρι το τριακοστό τρίτο έτος της ηλικίας του». Και ασφαλώς, λόγω της αγάπης του για τους Εβραίους, είχε κάνει το Αουσβιτς θεμέλιο λίθο της αθεΐας του.
Η Τριανταφύλλου λατρεύει την πρόκληση και οπωσδήποτε έχει μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Παράλληλα χτίζει τις «ιστορικές» μυθοπλασίες της πάνω σε σοβαρή πραγματολογική έρευνα, η οποία υποβοηθά την εδώ και χρόνια κατακτημένη αφηγηματική τεχνική. Οσο και αν ο Ντε Ματέις και η Κοντσέττα παριστάνουν τους χαζούς, η δημιουργός τους δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της πνευματικής της αλκής. Η ευρεία γνώση τού εκάστοτε θέματος και η μυθοπλαστική μαστοριά είναι απαραγνώριστα κεκτημένα της Τριανταφύλλου. Ομως, οι χαριτολογίες, οι αποφθεγματικές ρήσεις, οι προβοκατόρικοι αστεϊσμοί, η απομίμηση της αφέλειας και η ανοϊκή ελαφρότητα καθηλώνουν το ύφος γραφής σε μια απωθητική, για εμένα, προκλητικότητα. Το «Σικελικό ειδύλλιο», διόλου αγαπητικό, επαναφέρει στην πεζογραφία της Τριανταφύλλου την ασυγκράτητη απέχθειά της για τις ελληνικές αναπηρίες και στρεβλώσεις.