Απελπισμένη ψυχραιμία και πόνος αβάσταχτος

Απελπισμένη ψυχραιμία και πόνος αβάσταχτος

Ερωτευμένος Μπένγιαμιν στη Μόσχα

4' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

BAΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ
Ημερολόγιο Μόσχας
επιμέλεια πρωτοτύπου – σημειώσεις: Γκάρι Σμιθ
μετάφραση: Εμη Βαϊκούση
πρόλογος: Γκέρσομ Σόλεμ
Eπίμετρο: Κώστας Θ. Καλφόπουλος
σελ. 272, εκδ. Καστανιώτης

«Πήρα αγκαλιά την τεράστια βαλίτσα μου και προχώρησα κλαίγοντας προς τον σταθμό. Ηταν σούρουπο».

Αν σκοπεύετε να επισκεφθείτε τα βιβλιοπωλεία για να χαζέψετε τους πάγκους με τις νέες κυκλοφορίες, ειλικρινά δεν πιστεύω πως θα ανακαλύψετε κάτι εξίσου οξύ κι ευκρινές, δηλαδή ευάλωτο και διαμπερές, με το «Ημερολόγιο Μόσχας», που περιλαμβάνει τις σημειώσεις του Βάλτερ Μπένγιαμιν κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη σοβιετική πρωτεύουσα, από τις αρχές Δεκέμβρη του ’26 έως την 1η Φλεβάρη του ’27.

Βασικά στοιχηματίζω πως αποκλείεται να ξετρυπώσετε έστω και μια αράδα τόσο ασθματική, παθιασμένη, ασφυκτική, προσηλωμένη –για να κλέψω ξεδιάντροπα μερικά καλοδιαλεγμένα επίθετα από το επίμετρο του Κώστα Καλφόπουλου– όσο εκείνες τις φράσεις, παγιδευμένες στην παγωνιά, οι οποίες στριμώχνονται σαν ξυλιασμένα φίδια στις 56 σελίδες που άφησε ο 34χρονος ταξιδιώτης, γραμμένες με βιολετί μελάνι, το αίμα του φιδιού.

Δεν είναι το γεγονός πως ο Μπένγιαμιν είναι ένας αταξινόμητος στοχαστής με ένα εξωπραγματικό συγγραφικό πρόγραμμα κι ένα ύφος που θυμίζει κεραυνό από κρύσταλλο. Η αιτία είναι διαφορετική. Πιο βαθιά. Κοντά στη ρίζα. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφθώ ένα άλλο γραπτό που να κουβαλάει επίμονα και με ανάλογη ένταση μια τέτοια αβάσταχτη ποσότητα πόνου, και ταυτόχρονα να διαχειρίζεται την πληγή μέσα από ένα βηματισμό απελπισμένης ψυχραιμίας. Λες και όλα έχουν χαθεί ή πρόκειται να χαθούν στην επόμενη στροφή και μόνο οι λέξεις έχουν τον τρόπο να αποτρέψουν τη διάλυση, να τη συνοψίσουν. Η σελίδα τσαλακώνεται, σφηνώνει στις ρωγμές της καθημερινότητας, φρακάροντας τη δίοδο σε μια ακατανόητη ζωή που ποτέ δεν ζητήσαμε, αν και η σποραδική της γλύκα μάς επιβάλλει να συνεχίσουμε.

Εκείνη την εποχή ο Μπένγιαμιν ήταν ερωτευμένος με την Ασια Λάτσις, η σχέση με τη γυναίκα του είχε επιδεινωθεί, δεν έβλεπε τον οχτάχρονο γιο του και οι οικονομικές έγνοιες τον ζόριζαν. Εν ολίγοις βρισκόταν στο χάος. «Εγινα 40 και δεν ξέρω να φτιάξω έναν καφέ», θα γράψει λίγα χρόνια αργότερα. Κι όμως, τίποτα δεν τον σταματούσε να είναι ένα αχόρταγο μάτι που κυλούσε στις μοσχοβίτικες συνοικίες, ένας φλανέρ: νομίζω πως αν ακούσω ξανά σύγχρονους συγγραφείς να αυτοαποκαλούνται πλάνητες επειδή σέρνονται από γειτονιά σε γειτονιά, τραβώντας αδιάφορες φωτογραφίες με το κινητό τους, θα σκοντάψω στο κράσπεδο. Ο αληθινός περιπατητής χαράζει τους δρόμους με τις σόλες των παπουτσιών του και έχει το θάρρος να ορίσει ο ίδιος τη γραμμή, το σύνορο όπου θα εγκαταλείψει το σώμα του, προτού αφανιστεί. Ενας φλανέρ ρισκάρει.

«Τελικά η Μόσχα πουθενά δεν μοιάζει να είναι η Μόσχα», γράφει στις 5 Γενάρη και έχει απόλυτο δίκιο. Η πόλη δεν υπάρχει πουθενά στο γραπτό του, επειδή οι ημερολογιακές εγγραφές δεν είναι τίποτε άλλο παρά το καθρέφτισμα στα στρογγυλά γυαλιά του. Οι λεπτομερείς περιγραφές του Μπένγιαμιν, που ορισμένες φορές δημιουργούν ένα αιφνιδιαστικό αίσθημα ιλίγγου, αποτελούν τη χειρονομία ενός άνδρα, εξαντλημένου και διαυγή, που κρέμεται από τα βλέφαρά του, στην ύστατη προσπάθεια να σωθεί. Οι θεατρικές παραστάσεις, τα παζάρια με τα παιδικά παιχνίδια, τα μίζερα δωμάτια και το χιόνι είναι τα κομμάτια ενός μανδύα που ράβεται παράλληλα με την περιπλάνηση. Ή ξηλώνεται. Αν αφαιρέσεις το βλέμμα του Μπένγιαμιν, η Μόσχα θα εξαφανιστεί. Ο βαθμός απόγνωσης της γραφής υλοποιεί το γραπτό. Στην πραγματικότητα, η αδιάκοπη παρατήρηση του Μπένγιαμιν είναι η κόλασή του. Η φάκα από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Κάθε νέα ημερολογιακή εγγραφή τον απομακρύνει από το σώμα της Ασια. Κάθε κομμάτι της Μόσχας είναι ένα εμπόδιο ανάμεσά τους. Ο Μπένγιαμιν εκλιπαρεί για ένα φιλί. Κι όποιος εκλιπαρεί δίχως απόκριση, γράφει. Η επίδραση της Λετονής ηθοποιού, σκηνοθέτιδoς, επαναστάτριας είναι ολική. Μπορεί να υπάρχουν τούφες επαφής μεταξύ τους, μα είναι περισσότερο σπόροι απελπισίας. Ενα σφίξιμο στο μπράτσο, ένα χάδι στον καρπό, το μέτωπο κολλητά στο δικό του. Σχεδόν τίποτα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, το χέρι της στρώνει τον στραβό γιακά στο παλτό του. Η ετυμηγορία είναι συντριπτική: «Συνειδητοποίησα τη στιγμή εκείνη πόσο καιρό είχα να νιώσω ένα φιλικό άγγιγμα». Θα περιμένει είκοσι μέρες, μέχρι η Ασια να δεχτεί την αγκαλιά του. Η ανακούφιση, προσωρινή.

Αραγε, μήπως η Ασια Λάτσις λειτουργεί ως άλλοθι προκειμένου ο Μπένγιαμιν να επιστρέψει δριμύτερα στο τραπέζι εργασίας του για να παραδοθεί άνευ όρων στη σύνταξη, τη στίξη, τη φράση; Η εγγύτητα τον αναστατώνει και φαίνεται να προτιμάει τη γλώσσα που είναι άμεση, άπειρη, μαγική. Η γλώσσα δεν μπορεί να περιοριστεί ή να μετρηθεί. Αν το πνεύμα είναι βαθύ, το τραύμα είναι βαθύ. Ιδού η προέλευση της αβύσσου του γραπτού. Αυτά έγραφε νεότερος, το ’16.

Κάποιο βράδυ ο Μπέρναρντ Ράιχ, άνθρωπος του θεάτρου, οδηγός του Μπένγιαμιν στη Μόσχα, αλλά και σύντροφος της Ασια, παρατηρεί πως τα γραπτά του αντίζηλού του είναι υπερβολικά δουλεμένα. Ο Μπένγιαμιν δεν διαφωνεί. Η γλώσσα έχει δύο πόλους: επικοινωνία και έκφραση. Αν ξεχαστείς στον πόλο της επικοινωνίας, η γλώσσα καταστρέφεται. Αν σταθείς παραπάνω στον πόλο της έκφρασης, οι λέξεις γίνονται πάγος. Δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Ωστόσο, το «Ημερολόγιο» μετακινείται από το ένα σημείο στο άλλο, δεν βολεύεται πουθενά και είναι εύθραυστο όπως η υγεία της Ασια που μπαινοβγαίνει στα σανατόρια. Προορισμένο να ραγίσει μπροστά στα μάτια μας. Οπως o καθρέφτης.

Η τελευταία μέρα του Μπένγιαμιν στην πόλη φεύγει γρήγορα. Τρώει κάτι στο πόδι, πηγαίνει στο γραφείο εισιτηρίων, ταλαιπωρείται στο τελωνείο, ηρεμεί στην πλατεία, επιστρέφει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Συναντά την Ασια. Κάθεται δίπλα της. Δεν συγκρατεί τα δάκρυά του. Πάψε, του λέει. Κατεβαίνουν στον δρόμο. Την αποχαιρετάει.

Τα κριτικά σημειώματα είναι το πρόσχημα για να αντιδράσεις σε ένα βιβλίο που θα ήθελες να είχες γράψει ή σε ένα βιβλίο που θα ευχόσουν να είχε γράψει ο εχθρός σου. Κι εδώ αποσύρομαι. «Πήρα αγκαλιά την τεράστια βαλίτσα μου και προχώρησα κλαίγοντας προς τον σταθμό. Ηταν σούρουπο».

Απελπισμένη ψυχραιμία και πόνος αβάσταχτος-1
Στην πραγματικότητα, η αδιάκοπη παρατήρηση του Μπένγιαμιν είναι η κόλασή του. Η φάκα από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή