Οι οικονομικές κυρώσεις ως «όπλο»

Οι οικονομικές κυρώσεις ως «όπλο»

Ο καθηγητής Νίκολας Μούλντερ εξετάζει τα αποτελέσματα της πρακτικής από τον Α΄ έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

NICHOLAS MULDER
The Economic Weapon
εκδ. Yale University Press, 2022, σελ. 448

Οι άνευ προηγουμένου οικονομικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία για την εισβολή της στην Ουκρανία έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειές τους ως οικονομικού όπλου. Ο Νίκολας Μούλντερ, επίκουρος καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Κορνέλ, έχει μελετήσει συστηματικά την πολιτική, νομική και οικονομική ιστορία του θεσμού σε έξι χώρες και πέντε γλώσσες. Το βιβλίο του «Το οικονομικό όπλο» επικεντρώνεται στα 30 πρώτα χρόνια εφαρμογής κυρώσεων από τον Α΄ έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά γίνεται επίκαιρο, καθώς κυκλοφόρησε πριν από τη ρωσική εισβολή.

Ενώ η πρώτη περίπτωση εμπορικού μποϊκοτάζ, από την αρχαία Αθήνα κατά των Μεγάρων, αναφέρεται από τον Θουκυδίδη στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο ναυτικός και χερσαίος αποκλεισμός υπήρξε συνήθης πολεμική πρακτική ανά τους αιώνες. Η ραγδαία αύξηση του εμπορίου και των χρηματοοικονομικών ροών στις δεκαετίες μέχρι το 1914 έκανε πρόσφορο το έδαφος για την οικονομική απομόνωση των Κεντρικών Δυνάμεων από τις Δυνάμεις της Αντάντ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη λογική ότι «δεν μπορούμε να διεξάγουμε πόλεμο των όπλων και ειρήνη του εμπορίου». Η διαδεδομένη αντίληψη ότι ο αποκλεισμός έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη συμμαχική νίκη στον Μεγάλο Πόλεμο επηρέασε τη στρατηγική σκέψη στη σύσταση της Κοινωνίας των Εθνών το 1919. Τότε, υπό την ηγεσία της Βρετανίας και της Γαλλίας, η στέρηση πρώτων υλών, εξαγωγών και δανεισμού σε κράτη-ταραξίες θεσμοθετήθηκε ως μέσον συλλογικής οικονομικής πίεσης. Γιατί όμως αυτές δεν απέτρεψαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ενώ οι κυρώσεις αρχικά σχεδιάσθηκαν ως αντίδοτο στον πόλεμο, με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκαν σε εναλλακτική μορφή πολέμου αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας, απρομελέτητων συνεπειών και παράπλευρου ανθρώπινου κόστους. Καθώς ο μηχανισμός των κυρώσεων επισημοποιήθηκε στην ίδρυση του ΟΗΕ το 1945, η «κανονικοποίησή» τους στη διεθνή πολιτική συνδέεται με τη μεταπολεμική επικράτηση της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος της Αμερικής.

Στη δεκαετία 1990-2000 διπλασιάσθηκαν οι κυρώσεις σε σύγκριση με την περίοδο 1950-1985, ενώ στη δεκαετία 2010 διπλασιάσθηκαν εκ νέου, ώστε το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού να υπόκειται σε κάποιο καθεστώς εμπορικών και χρηματοοικονομικών αποκλεισμών.

Ο συγγραφέας προσυπογράφει την πρόταση Κέινς –ήδη από το 1924– να δοθεί βάρος στη στήριξη των αμυνομένων παρά στα οικονομικά αντίποινα κατά των επιτιθεμένων.

Μικρές χώρες υπέκυψαν στο φόβητρο των κυρώσεων, όπως συνέβη δύο φορές στα Βαλκάνια στη δεκαετία του 1920. Η αποτρεπτική ισχύς τους όμως αποδείχθηκε ασθενέστερη σε ισχυρότερα κράτη. Το 1935 η Κοινωνία των Εθνών επέβαλε κυρώσεις στην Ιταλία του Μουσολίνι, την έβδομη τότε μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, για την εισβολή στην Αιθιοπία, αλλά απέτυχαν να σώσουν τους αμυνόμενους Αιθίοπες, παρότι 52 από τις 58 χώρες της ΚτΕ περιόρισαν για 241 μέρες τούς εμπορικούς δεσμούς τους με την Ιταλία.

Μετά τη Μεγάλη Υφεση στη δεκαετία του 1930, η «φοβία του αποκλεισμού» ώθησε τη φασιστική Ιταλία, τη ναζιστική Γερμανία και τη μιλιταριστική Ιαπωνία να στραφούν στην οικονομική αυτάρκεια και στον εδαφικό επεκτατισμό για την εξασφάλιση ανεξαρτησίας σε κρίσιμα εμπορεύματα, όπως πετρέλαιο, σιτηρά και μέταλλα.

Ο Μούλντερ προσυπογράφει την πρόταση που έκανε ο Κέινς ήδη από το 1924 στην ΚτΕ, να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στο θετικό εργαλείο της στήριξης των αμυνομένων παρά στο αρνητικό όπλο των οικονομικών αντιποίνων κατά των επιτιθεμένων, επικαλούμενος τη σημασία του αμερικανικού προγράμματος Lend-Lease στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι οικονομικές κυρώσεις ως «όπλο»-1

Το βιβλίο δεν αξιολογεί την πρόσφατη εμπειρία, όταν χώρες που στοχοποιήθηκαν ανέπτυξαν την «οικονομία της αντίστασης» επιδεικνύοντας μια ανθεκτικότητα που δεν ανέμεναν οι σχεδιαστές των κυρώσεων. Παρά τις στερήσεις το Ιράν δεν κατέρρευσε μετά δέκα έτη σκληρών οικονομικών κυρώσεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα, το εμπάργκο κατά της Βενεζουέλας δεν προκάλεσε καθεστωτική αλλαγή στο Καράκας.

Στην περίπτωση της Ρωσίας, η Μόσχα προσαρμόστηκε στις δυτικές κυρώσεις μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και η ρωσική οικονομία, η ενδέκατη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, προς το παρόν επιδεικνύει ανθεκτικότητα στα δρακόντεια αντίποινα της Δύσης, καθότι εισέπραξε 44 δισ. ευρώ από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων στην Ευρωπαϊκή Ενωση μόνο στο πρώτο δίμηνο του ουκρανικού πολέμου.

Βέβαια το πλήγμα θα είναι καίριο αν επιβληθεί στη Ρωσία εμπάργκο πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο οικονομικός αντίκτυπος θα είναι όμως αισθητός και στην Ευρώπη τουλάχιστον μέχρι την απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. Απομένει να φανεί αν σε βάθος χρόνου η απομόνωση της Μόσχας θα της επιφέρει τελικά εκείνο το κόστος που θα κάμψει την επιθετικότητά της.

* Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον ως προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή