Γλώσσα ανάμεσα στα δέντρα

Ενα ημερολόγιο, σχεδόν απρόσωπα προσωπικό, με αφορμή τα δάση

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Στα δάση
εκδ. Ικαρος, 2022, σελ. 216

Κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας ανεβαίναμε παρέα στο δασάκι του Λυκαβηττού, κοντά στο σπίτι του. Οι συνθήκες ήταν ακόμα ανεξιχνίαστες, μα ο Ιορδάνης έδειχνε πιο θαρραλέος από μένα. Περπατούσε σταθερά. Αφηνε το χώμα να κολλήσει στις σόλες των αθλητικών του παπουτσιών. Ακουμπούσε δίχως φόβο τα δέντρα καθώς μιλούσαμε. Δεν θυμάμαι να μου είχε αναφέρει πως έγραφε τα «Δάση», παρόλο που είχε ξεκινήσει να μαζεύει υλικό ένα δίμηνο νωρίτερα.

Κάπως έτσι είναι ο Ιορδάνης. Εχω ακούσει ανθρώπους να λένε πως όταν γράφουν, βυθίζονται στο κείμενο, χάνοντας κάθε επαφή με τα επίγεια. Εχω δει αναρτημένες φωτογραφίες με τα λάπτοπ τους μπροστά σε παράθυρα με ωραία θέα και λεζάντα «Ετοιμοι για γράψιμο». Δεν τους καταλαβαίνω. Από την άλλη, όσες φορές έχω ρωτήσει τον φίλο μου αν γράφει, μου απαντά: «Μπα, πού να προλάβω». Και τότε ξέρω πως είναι ο μόνος που έχει γράψει.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα ανέφερα αν το νέο του βιβλίο, επτά χρόνια μετά την ποιητική συλλογή «Μπρα ντε φερ – Ενας χειρισμός πρόγνωσης», δεν ήταν ένα ημερολόγιο, σχεδόν απρόσωπα προσωπικό, με αφορμή τα δάση. Αν και κατά τη γνώμη μου, τα δάση δεν είναι παρά η πρόφαση για να σχηματιστεί η λέξη. Το πρόσχημα. Αλλωστε, θαρρώ πως το θέμα του βιβλίου είναι για κάποιον που κάθεται με την πλάτη στον τοίχο και γράφει σ’ ένα τραπέζι, μετρώντας τις αλλαγές του φωτός με την παλάμη του. Ενα θέμα αθάνατο. Πιστέψτε με.

Η γραφή του Ιορδάνη Παπαδόπουλου είναι σαν δέντρο. Εχει μαλακά και σκληρά κομμάτια· φύλλα, κλαδιά, καρπούς, κορμό, ρίζα…

Ο Ιορδάνης θυμίζει τον κινηματογραφιστή Γιόνας Μέκας που νοσταλγούσε τη φύση της Λιθουανίας και φίλμαρε τη Νέα Υόρκη σαν ένα μεγάλο δάσος μέσα από ένα ζευγάρι εξόριστα μάτια: τα δέντρα στο Σέντραλ Παρκ, το χιόνι, τον κόκκινο ουρανό, τους μικρούς κήπους των φίλων του˙ σαν τρύπες στο τσιμέντο. Ετσι και ο Ιορδάνης. Μπορεί να μην έχει τη νοσταλγία του ξεριζωμένου, ωστόσο διατηρεί τη μόνιμη νοσταλγία για κάτι που δεν ανιχνεύεται, δεν χαρτογραφείται, τη βαθιά αγιάτρευτη νοσταλγία για μια ζωή που δεν προέκυψε να γνωρίσουμε ή να ζήσουμε.

Κι όμως. Δείχνει απόλυτα ριζωμένος στη δική του καθημερινότητα (δουλειά, οικογένεια, πόλη), που δεν σταματά να επανέρχεται στο γραπτό του, λες και κάνει κύκλους γύρω από ένα πανύψηλο πεύκο μέχρι που καταλήγει να σωριαστεί στο χώμα ξεκαρδισμένος στα γέλια, συμβιβασμένος με την κατάστασή του, κρατώντας ωστόσο σαν φυλαχτό εκείνον τον ονειρικό διάδρομο (βιβλία, σινεμά, μουσική, καλές τέχνες) που έρχεται και σκάει πάνω μας δίχως έλεος.

Εννοείται πως ο Ιορδάνης δεν πάτησε το πόδι του σε δάσος όσο προσέθετε εγγραφές στο ημερολόγιό του. Δεν είχε χρόνο. Επρεπε να εργαστεί, να φροντίσει την κόρη του, να πορευτεί με τη γυναίκα του. Κι όταν επιτέλους βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ ένα μεγάλο δάσος –23/8/2020, σελίδα 192–, ήταν πλέον αργά. Το βιβλίο είχε σχεδόν τελειώσει. Ιδού ένα προσόν που έχουμε συνηθίσει να μας το παρουσιάζουν ως ελάττωμα: δεν χρειάζεται να έχεις καμία εμπειρία για όσα γράφεις. Γιατί αν είχες, τι σόι συγγραφέας θα ήσουν;

Η γραφή του Ιορδάνη είναι σαν δέντρο. Εχει μαλακά και σκληρά κομμάτια· φύλλα, κλαδιά, καρπούς, κορμό, ρίζα. Ξεκινά ήπια, γλυκά, ώσπου άξαφνα γίνεται μεταλλική και αγριεύει. Ειδικά μάλιστα όταν οι σημειώσεις του γλιστράνε στο πεδίο του δοκιμίου και βρίσκει χώρο ν’ αναφερθεί στις αγάπες του (Χάντκε, Μαρκέρ, Γκιμπέρ), τότε σαν να επιτρέπει στον εαυτό του τη μέγιστη γκάμα εργαλείων. Είναι αλήθεια πως έχει την ηθική ευελιξία να είναι τρυφερός ή ειρωνικός, μα νομίζω πως η γραφή του κορυφώνεται όταν συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα. Που σημαίνει: τίποτα από τα δύο.

Γλώσσα ανάμεσα στα δέντρα-1

Είναι γνωστό πως ένας έντιμος συγγραφέας καθρεφτίζει στο γραπτό τον αληθινό του εαυτό, όλες τις πλευρές του. Επειδή δεν είναι εύκολο, έχει καταντήσει σπάνιο. Αφού λοιπόν είχα το προνόμιο να διαβάσω τα «Δάση» σε όλες τις μορφές και εκδοχές του προτού τυπωθεί, οφείλω να σας διαβεβαιώσω πως έχει βγει ολόκληρο κάτω από τον φλοιό του φίλου μου και επ’ ευκαιρία θα επαναλάβω κάτι που είχε πει ο ίδιος για έναν κοινό μας γνωστό, με τη χαρακτηριστική αμφισημία του, γεμάτη στοργή και απελπισία: «Είναι τόσο καλό που θα ήθελα να το διορθώσω».

Τον έχω ακούσει αρκετές φορές, ενώ βολτάρουμε, να λέει πως «Από τύχη ζούμε». Επομένως δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση που το βιβλίο του τελειώνει με τη λέξη «τίποτα». Αν είναι λέξη.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή