«Τείχος» στους εχθρούς της μνήμης

«Τείχος» στους εχθρούς της μνήμης

Επτά διηγήματα από τη ρημαγμένη Ανατολική Γερμανία – Υπολείμματα πολέμου, καρφωμένα στους επιζώντες

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

WOLFGANG HILBIG
Ο ύπνος των δικαίων
μτφρ.: Αλεξάνδρα Παύλου,
εκδ. Ποταμός, σελ. 208

Αφηνα κι έπιανα ξανά τον «Yπνο των δικαίων» μέσα στον Μάρτη –ένα δύσκολο μήνα για όλους–, μέχρι που στο τέλος έμεινε στο χέρι μου ένα μικρό κομμάτι σκοτάδι. Θα μπορούσα λοιπόν να περιγράψω αυτό το σκοτεινό κομμάτι, αντί κριτικής, ακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο ο Χίλμπιχ περιγράφει τα πράγματα, σαν λάκκους από στάχτη ή καπνισμένα κτίρια, δίχως όμως να ξέρω αν θα με οδηγούσε κάπου.

Ο Χίλμπιχ δεν είναι ακριβώς συγγραφέας. Θυμίζει περισσότερο κάμερα. Κυλάει πάνω σε μια σκουριασμένη ράγα, διασχίζει την Ανατολική Γερμανία, ενώνοντας ένα ρημαγμένο τοπίο που έχει διαλυθεί οριστικά, για να καταλήξει σ’ εκείνο το διαμέρισμα στο οποίο υπάρχει ένα τραπέζι στη μέση της κουζίνας, όπου ο ίδιος γράφει κάτω από το αδύναμο φως της λάμπας. Τώρα που το σκέφτομαι ο Χίλμπιχ είναι ένα ποντίκι που τρέχει μέσα στις λάσπες και ροκανίζει τους τόπους που έχει ζήσει, λες και είναι ένας σωρός χαρτί.

Δεν νομίζω πως οι εικόνες του αξίζει να συγκριθούν με το «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι –όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης– ή το κλίμα στις ταινίες του Ταρ, που είναι άλλωστε μια καλοδεχούμενη λεηλασία του σοβιετικού φιλμ. Ο Χίλμπιχ δεν έχει ανάγκη από χαρακτήρες, διαλόγους, μυθοπλασία. Δεν έχει ανάγκη τίποτα.

Πηδώντας από σελίδα σε σελίδα, συναντάμε την καθημερινότητά μας, αντεστραμμένη· το νεγκατίφ της…

Για παράδειγμα, στην εισαγωγή του ομότιτλου διηγήματος, ο Γερμανός συγγραφέας στέκεται στο σκοτάδι και το περιγράφει από μέσα προς τα έξω, σαν να βρίσκεται εγκλωβισμένος σ’ έναν κυβοειδή όγκο γεμάτο ιούς ή σαν ένα παχύ μαύρο χορτάρι που μας περιλαμβάνει και καταλαμβάνει τον χώρο γύρω μας. Οπως ακριβώς είναι η γραφή του: έχεις διαρκώς την αίσθηση πως πατάς σε κάτι λερωμένο, κολλώδες, μα την ίδια στιγμή θέλεις να μείνεις εκεί όσο περισσότερο γίνεται, από σεβασμό και περιέργεια για μια ζωή που δεν έχεις ζήσει.

Το ύφος του έχει την πυκνότητα και την υγρασία του χορταριού και ο Χίλμπιχ αποφεύγει ν’ αφήνει κενά ανάμεσα στις λέξεις. Δεν το επιτρέπει στον εαυτό του. Η μια λέξη βυθίζεται και πνίγεται στα γράμματα της επόμενης, φτιάχνοντας το στρώμα της παιδικής του ηλικίας, την οποία σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να ξεχάσει, ν’ αποδράσει απ’ αυτήν. Αλλωστε, ο ενήλικος βίος του, έτσι όπως παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος της συλλογής, είναι μια δαιμονική επέκτασή της.

Γεννήθηκε το ’41, μεγάλωσε σε μια πόλη όπου λειτουργούσε παράρτημα του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ και εκείνα τα χρόνια είναι η περιουσία του. Τ’ όπλο του. Οσο πιο πυκνό το ύφος του, τόσο πιο απροσπέλαστο στον εχθρό της μνήμης. Τον υπηρέτη της λησμονιάς.

Aραγε, πώς πετυχαίνει να γράψει ένα ολόκληρο διήγημα με μοναδικό θέμα αμέτρητα μπουκάλια που στοιβάζονται σε λόφους στο υπόγειο, σαν κόκαλα στρατιωτών, με την «απελπισμένη και διαφθείρουσα ελευθεροφροσύνη των άδειων μπουκαλιών», και να είναι σε πλήρη ανάπτυξη η συγκινησιακή του δύναμη; Μου φαίνεται αδιανόητο. Δεν γνωρίζω κανέναν σκηνοθέτη που να έχει γυρίσει ένα παρόμοιο φιλμ, και ίσως ελάχιστοι συγγραφείς έχουν γράψει αντίστοιχα.

«Τείχος» στους εχθρούς της μνήμης-1

Πιθανότατα, ο Μπρούνο Σουλτς στα «Μαγαζιά της Κανέλας» –με πρόζα σαν ιστό αράχνης από μέλι– τα καταφέρνει εξίσου καλά, και βέβαια ο Ντανίλο Κις στα «Πρώιμα βάσανα», μια σειρά ιστοριών από τα παιδικά του χρόνια στη Γιουγκοσλαβία, που θα τοποθετούσα πλάι στον «Υπνο», δίχως δισταγμό. Ο B΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τουλάχιστον έφτιαξε σπουδαία λογοτεχνία.

Τι κρύβεται κάτω από το χώμα της γραφής; Σε τούτη την ερώτηση ο Χίλμπιχ επανέρχεται διαρκώς, από το πρώτο έως το έβδομο διήγημα, και παλεύει μαζί της. Τι συσσωρεύεται πίσω από τις λέξεις; Γενιές, σκληροί χειμώνες, σκουπίδια, χαμένοι έρωτες, μυστικές υπηρεσίες, δυσφορία, θυμός, αναμνήσεις. Υπολείμματα πολέμου, καρφωμένα στους επιζώντες. Δίχως χωματερή, δεν στέκουν οι λέξεις.

«Υπάρχει ακόμα σάρκα πίσω απ’ τη γραφή; Ή μήπως μονάχα γραφή και τίποτε άλλο; Αλήθεια, η γραφή αυτή υπάρχει πια μόνο για τον εαυτό της ή μήπως κάποτε υπήρχε και κάτι άλλο από πίσω της;» αναρωτιέται ο σωσίας του αφηγητή –ένα είδος χθόνιου καθρεφτίσματος– στον «Σκοτεινό άντρα», το τελευταίο και πιθανότατα ωραιότερο διήγημα της συλλογής, επειδή εκεί τολμάει μια πλατύτερη μυθοπλαστική χειρονομία, κι ας πέφτει ενίοτε στις παγίδες της, δίχως ωστόσο να αποποιείται τη ρίζα των λέξεών του, που κατά βάθος αδιαφορούν για τη μυθοπλασία.

Ο Κρανσαχορκάι τα λέει ωραία στον πρόλογο του τόμου: για τον Χίλμπιχ η Ανατολική Γερμανία είναι ο κόσμος. Και αφού εμείς είμαστε μέρος του κόσμου, ανήκουμε στις διηγήσεις του, αναιρώντας ό,τι ισχυρίστηκα παραπάνω. Πηδώντας από σελίδα σε σελίδα, συναντάμε την καθημερινότητά μας, αντεστραμμένη· το νεγκατίφ της. Η λογοτεχνία είναι ένας μετρονόμος. Μετράει τον σφυγμό ενός άγνωστου ανθρώπου που οικειοποιούμαστε.

Διαβάζω τις ιστορίες του Χίλμπιχ όπως κάποιος ξυπνάει και κοιμάται αγκαλιά μ’ ένα κομμάτι μαύρο κόκαλο. Ενας ύπνος δικαίων και αδίκων. Κι ας μπήκε ο Απρίλης. «Κάποτε θα μετακινήσω τον κυβοειδή όγκο της νύχτας, κάποτε πρέπει να τον κυλίσω πάνω από το σώμα της».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή