Θανάσης Βαλτινός: η άνοδος του ενός

Θανάσης Βαλτινός: η άνοδος του ενός

2' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε πρόσφατη εκδήλωση στο ωραίο βιβλιοπωλείο «Πλειάδες», στο Παγκράτι, ο Θανάσης Βαλτινός έκανε την τιμή στους συμμετέχοντες, τον γράφοντα και τον Λευτέρη Καλοσπύρο, να βρίσκεται στο κοινό. Πάντοτε χαίρομαι όταν συναντώ τον κορυφαίο αυτό Ελληνα πεζογράφο. Κάποτε, του είχα ζητήσει ν’ ακούσω τις κασέτες με τις ηχογραφημένες φωνές των παλαιμάχων της Μικρασιατικής Εκστρατείας που θεώρησα πως αργότερα «πέρασαν» στον εξαιρετικό δεύτερο «Κορδοπάτη» του. Με ενδιέφερε ένας συγκεκριμένος από τους ανώνυμους αφηγητές του, ο οποίος, από τα συμφραζόμενά του, πρέπει να είχε υπηρετήσει στο ίδιο ευζωνικό σύνταγμα με τον παππού μου, από την πλευρά του πατέρα μου. «Ξέρεις», μου εξήγησε τότε, «δεν πέρασα σχεδόν τίποτα από όλες αυτές τις μαρτυρίες στο βιβλίο. Μονάχα το πνεύμα του λόγου τους κράτησα, τον αέρα τους, την αίσθηση που μετέφεραν».

Καθισμένοι στο «δώμα», όπως αποκαλεί το σπίτι του ο Θανάσης, ένα λιτό ρετιρέ επί της Αστυδάμαντος στο Παγκράτι με ωραία θέα στον Λυκαβηττό, μου είχε εξηγήσει πως το γεγονός ότι ο πατέρας του είχε λάβει μέρος σε εκείνο τον πόλεμο, έπαιξε φυσικά τον ρόλο του στη λογοτεχνική ενασχόλησή του με τη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Σε συνέντευξή του στον φίλο και εξαιρετικό συγγραφέα Μισέλ Φάις, στην άλλοτε κραταιά «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας», ο Βαλτινός δημοσίευσε φωτογραφία του πατέρα του, στρατιώτη στην εκστρατεία. Η ομοιότητα ανάμεσα σε πατέρα και γιο εντυπωσιακή. Θυμήθηκα τη συγκινητική αναφορά του στον «Εθισμό στη νικοτίνη», όταν μιλούσε για το αίνιγμα που ήταν ο πατέρας του – κάθε πατέρας: «Αναρωτιέμαι τώρα τι όνειρο κυνήγαγε. Δεν ήταν ανελέητος μονάχα με τον εαυτό του, αλλά και με μας. […] Ηταν ένας ονειροπόλος – οριστικά».

Στην πρώτη συνέντευξη που είχα πάρει από τον Βαλτινό, για το περιοδικό «Διαβάζω» επί διευθύνσεως του τόσο πρόωρα χαμένου Ηρακλή Παπαλέξη, τον Φεβρουάριο του 2002, ο δημιουργός της «Ορθοκωστάς» μου είχε εμπιστευθεί μια παλαιά του φωτογραφία την οποία και δημοσίευσα. Ασπρόμαυρη, τραβηγμένη πιθανώς το 1955: ο Βαλτινός, με πυκνή κόμη τότε, με ένα ελαφρύ, ειρωνικό μειδίαμα, είκοσι δύο χρόνων, δόκιμος έφεδρος ανθυπολοχαγός στα ΛΟΚ, αξύριστος, ταλαιπωρημένος, προαναγγέλλει τρόπον τινά τον μελλοντικό χαλκέντερο συγγραφέα. Τον είχα ρωτήσει τότε για το πώς αντιμετώπιζε ο ίδιος την τριβή του χρόνου. Ιδού μέρος της απάντησής του: «Υπάρχει μια κλίμακα αξιών. Ουσιαστικά πρόκειται για πείσμα. Είναι μια αρετή που έχει βαθιές ρίζες, κληρονομημένες. […] Η άρνηση της μοιρολατρικής υποταγής. Πρόκειται για υπερηφάνεια εντέλει. Οι δοκιμασίες που μπορεί να περάσει κανείς είναι στην ουσία μια αντιπαράθεση με τον εαυτό του. Το να θέλει να τις αποφύγει συνιστά απαξίωση, αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό. Με την έννοια αυτή βεβαίως κάθε δικό μου κείμενο αντανακλά ένα κομμάτι του ψυχισμού μου. Οσο για τη στερεότητα που μπορεί να νιώθω… ναι, ίσως. Μια άσκηση στην αβεβαιότητα».

Οταν με τον Βαλτινό δεν μιλούσαμε για βιβλία ή για τον Γράμμο, το Βίτσι και το Αφιόν Καραχισάρ, μιλούσαμε για γυναίκες. Για ανολοκλήρωτους έρωτες – «αλλιώς τι σόι έρωτες θα ήταν;», όπως έχει γράψει κι ο ίδιος. Στο βιβλίο του «Κρασί και νύμφες. Μικρά κείμενα επί παντός» μιλά για τη φιλία του με τον Καββαδία: «Μια εποχή ήμαστε γείτονες, μέναμε στη Δεινοκράτους. Βλεπόμαστε σχεδόν κάθε βράδυ. […] Είχα τότε στο σπίτι μου μια αφίσα από μια έκθεση ζωγραφικής του Δεκουλάκου. Δεν ζει πια. Απεικόνιζε τον γυμνό κορμό μιας γυναίκας. Ενας όλμος. Ολμος: το από αυχένος έως ισχίων σύμπαν. Ποιητικότατος ορισμός. Την αφίσα την είχα απλωμένη σε μια κασέλα. Ο Καββαδίας μόλις την είδε προσκύνησε ευλαβικά και τη φίλησε σαν να ήταν εικόνισμα. Στα στήθη και στον αφαλό. Οπως κάνουν στην εκκλησία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή