Λούντβιχ Γκοράνσον: Ο μουσικός χαμαιλέοντας του Χόλιγουντ ξέρει τον ήχο της ατομικής βόμβας

Λούντβιχ Γκοράνσον: Ο μουσικός χαμαιλέοντας του Χόλιγουντ ξέρει τον ήχο της ατομικής βόμβας

Ο συνθέτης που έκανε τον Νόλαν να απαρνηθεί τον Χανς Τσίμερ, υπογράφει όχι μόνο τη μουσική του «Oppenheimer», αλλά και μερικών εκ των μεγαλύτερων παραγωγών της δεκαετίας

6' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν σχεδόν 40 χρόνια, οι γονείς του τού έδωσαν το όνομα του πιο γνωστού συνθέτη όλων των εποχών. Το μουσικό μέλλον του Λούντβιχ Γκοράνσον, ενός μικρού αγοριού από τη Σουηδία, έμοιαζε ήδη προδιαγεγραμμένο. 

Και πράγματι ήταν. Δεν άργησε να ανακαλύψει τη μουσική, ακαδημαϊκά και μη, παίρνοντας κάποια χρόνια αργότερα το αεροπλάνο για να εγκατασταθεί στην πόλη του θεάματος, το Λος Αντζελες, να συνεχίσει τις μουσικές σπουδές του, αλλά κυρίως, να βάλει την υπογραφή του δίπλα σε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας. 

Είναι αρκετά πιθανό να μην γνωρίζετε το όνομα του Λούντβιχ Γκοράνσον, αλλά πολύ λιγότερο να μην έχετε ακούσει τραγούδια στα οποία έχει κάνει παραγωγή ή μουσική που έχει γράψει για μερικές από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές παραγωγές της τελευταίας δεκαετίας. 

Ο Childish Gambino και το ποπ βάπτισμα του πυρός

Λούντβιχ Γκοράνσον: Ο μουσικός χαμαιλέοντας του Χόλιγουντ ξέρει τον ήχο της ατομικής βόμβας-1
H συνάντηση του Λούντβιχ Γκοράνσον με τον Ντόναλντ Γκλόβερ στο πλατό του «Community» ήταν καθοριστική. Φωτ.: AP Photo/Chris Pizzello

To 2010 ο κόσμος του sitcom είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στην πεντάδα του «How I Met Your Mother» αλλά και μια φρέσκια, αταίριαστη παρέα που ο Νταν Χάρμον ακολουθούσε μέσα από το «Community». Ηταν στο σετ της δεύτερης που ο «πρωτάρης» συνθέτης που είχε αναλάβει τη μουσική του, Λούντβιχ Γκοράνσον, γνώρισε έναν από τους πρωταγωνιστές της σειράς, τον Ντόναλντ Γκλόβερ. Είναι αυτός που θα έκανε μερικά χρόνια αργότερα το επιτυχημένο τηλεοπτικό «Atlanta» αλλά και αυτός που γράφει μουσική με το alter ego του, Childish Gambino. 

Ο Γκλόβερ και ο Γκοράνσον τα βρήκαν γρήγορα και έδωσαν τα χέρια για τέσσερις δίσκους του Childish Gambino, με τον Σουηδό να αναλαμβάνει χρέη παραγωγού αλλά και να συμμετέχει συνθετικά σε κομμάτια ενός από τους πιο ευφάνταστους σύγχρονους ράπερ που φροντίζει να τιμά δημιουργικά τις ρίζες της μαύρης μουσικής. 

Μαζί δούλεψαν και για το «This Is America», το κομμάτι που όταν κυκλοφόρησε το 2018 έμοιαζε να είναι το μοναδικό πράγμα που συνέβαινε στο ίντερνετ για μερικές μέρες. Κέρδισε τις εντυπώσεις κυρίως για τον γλαφυρό σχολιασμό της ένοπλης βίας στις ΗΠΑ -που αποτυπώθηκε εξαιρετικά και στο βίντεο κλιπ του- όμως τις άξιζε εξίσου για την παραγωγή, στην οποία ένα απειλητικό trap beat αγκαλιάζεται από γκόσπελ περάσματα αλλά και μέρη που ακούγονται σαν βγαλμένα από τον κατάλογο των Vampire Weekend. Η εφευρετικότητα του Γκοράνσον επικυρώθηκε και με δύο βραβεία Grammy εκείνη τη χρονιά, για το Τραγούδι και την Ηχογράφηση της Χρονιάς. 

Ως παραγωγός, ο Λούντβιχ Γκοράνσον έχει αποδείξει ότι δεν δυσκολεύεται να «κυκλοφορεί» ανάμεσα στα είδη. Συνεργάστηκε με τις HAIM στα πρώτα τους βήματα και διόλου τυχαία, με τους Vampire Weekend στον τελευταίο τους δίσκο, έχει αφουγκραστεί τις art ανησυχίες του Moses Sumney, έχει καθίσει στην κονσόλα και για ντίβες όπως η Αλίσια Κις και η Adele, ενώ πριν μια δεκαετία υπέγραψε με την «πολλή» Roc Nation του Jay-Z. 

Ομως πουθενά δεν ξεδίπλωσε το συνθετικό του όραμα, όπως έχει καταφέρει να το κάνει τα τελευταία χρόνια μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Ακόμα και αν τα σάουντρακ είναι μια περισσότερο «εργολαβική» και λιγότερο προσωπική δουλειά, ακόμα και αν μοιραία, είναι εκεί για να συμπληρώνουν και να υπηρετούν την εικόνα (αλλά στις καλύτερες στιγμές τους, να την ορίζουν). 

Μεταμορφώνοντας το οικείο

Λούντβιχ Γκοράνσον: Ο μουσικός χαμαιλέοντας του Χόλιγουντ ξέρει τον ήχο της ατομικής βόμβας-2
Από τη Marvel και τη Lucafilms, μέχρι τον Κρίστοφερ Νόλαν, μεγάλα κινηματογραφικά brands και δημιουργοί εμπιστεύτηκαν τη μουσική των ταινιών και των σειρών τους στον Σουηδό μουσικό. Φωτ.: AP Photo/Chris Pizzello

Ο Λούντβιχ Γκοράνσον είχε ως τώρα την ευχή και την κατάρα να αναμειχθεί σε κινηματογραφικά πρότζεκτ που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, κουβαλούν αισθητή την κληρονομιά τους. Κλήθηκε να γράψει μουσική για το «Turning Red» της Pixar, την εταιρεία animation που μοιάζει να καλεί τον Ράντι Νιούμαν για κάθε της ανάγκη. Μεταπήδησε στο σύμπαν της Marvel, για να γράψει όμως μουσική για τις δύο ταινίες «Black Panther», ενός ήρωα που δεν κινείται από κτίριο σε κτίριο αλλά στη ζούγκλα. Από εκεί άνοιξε σχέσεις με τη Lucasfilm και το Disney+ για τη μουσική του τηλεοπτικού «The Mandalorian» αλλά και το «The Book of Boba Fett» -και ποιος να τα βάλει με τον Τζον Γουίλιαμς και το θέμα του «Star Wars». Ανέλαβε το OST του «Creed» και «Creed II» και στο διάβασμα αυτών των λέξεων, πιθανότατα ίσως να μιμείστε νοητά το θέμα του Μπιλ Κόντι για το «Rocky». 

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ανέλαβε το βαρύ φορτίο να πάρει τη σκυτάλη, από τον μάλλον σημαντικότερο σύγχρονο συνθέτη soundtracks, τον Χανς Τσίμερ, που είχε υπογράψει τη μουσική για επτά ταινίες του πιο βαριού ονόματος του αμερικανικού σινεμά του 21ου αιώνα, του Κρίστοφερ Νόλαν. Ετσι ο Γκοράνσον αποπειράθηκε να μπει στο μυαλό των ρουφηγμένων από την εντροπία ηρώων του «Tenet», αλλά και σε αυτό του πατέρα της ατομικής βόμβας Οπενχάιμερ, στην ομώνυμη κινηματογραφική βιογραφία-γκανιάν για την επόμενη οσκαρική κούρσα, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου. 

Οσο διαφορετικές αισθητικά και αν μοιάζουν μεταξύ τους οι παραπάνω ταινίες, όλοι οι ήρωες τους οποίους ανέλαβε να μεταφράσει σε νότες ο Γκοράνσον διακρίνονται από κάτι υπερβατικό. Είτε είναι κυριολεκτικά σούπερ ήρωες, είτε δίνουν αγώνες στον ρινγκ ή σε μακρινούς γαλαξίες, είτε καλούνται να αντιμετωπίσουν σχεδόν φιλοσοφικά τον χωροχρόνο, αλλά και να τον επηρεάσουν μέσα από τον ρου της ιστορίας. 

Εκεί που βρίσκεται το κλειδί της επιτυχίας του Σουηδού συνθέτη είναι στο γεγονός πως, πλησιάζει και απομακρύνεται από το εκάστοτε φιλμικό σύμπαν και τις προσωπικές του ανησυχίες σε κάθε στιγμή. Ακόμα και αν τα σάουντράκ του δεν θυμίζουν εμφανώς τα προκάτοχά τους, βρίσκουν την οδό για να ταιριάξουν στον κόσμο που ντύνουν. Το θέμα του «Mandalorian» διαγράφει μια δική του επική πορεία, ώστε ένα κρεσέντο από βιολιά σε κάνουν να περιμένεις την χαρακτηριστική γραμματοσειρά να πέσει στον έναστρο γαλαξία. Μιμείται τα πνευστά του «Rocky» για να δώσει στον «Creed» μια επική και μαζί ελεγειακή δυναμική.

Και έπειτα, ο Γκοράνσον δεν ξεχνά ποτέ όλα αυτά με τα οποία έχει καταπιαστεί και φροντίζει να τα χωρέσει στην κινηματογραφική μουσική του με κάθε ευκαιρία. Στο OST του «Black Panther», που είναι και αυτό που του έχει χαρίσει το μοναδικό ως τώρα Οσκαρ της καριέρας του, διαχειρίστηκε την αφρικανική μουσική παρακαταθήκη με έναν τρόπο που την έκανε να αποκτά μια φουτουριστική χροιά, ένωσε τις δυνάμεις του και με τον Μπάαμπα Μάαλ, ενώ στη δεύτερη ταινία του franchise συναντήσαμε ονόματα όπως η Τζόρτζα Σμιθ αλλά και η Rihanna, με τον μουσικό πέρα από το OST να συνυπογράφει και το «Lift Me Up». 

Στο μυαλό του Κρίστοφερ Νόλαν

Λούντβιχ Γκοράνσον: Ο μουσικός χαμαιλέοντας του Χόλιγουντ ξέρει τον ήχο της ατομικής βόμβας-3
Οπως έχει δηλώσει ο Γκοράνσον, το OST του «Oppenheimer» είναι η πιο προσωπική κινηματογραφική μουσική που έχει γράψει. Φωτ.: AP Photo/Chris Pizzello

Οσο για τη μουσική του «Tenet» που αποτελεί και την πιο ιδιοσυγκρασιακή που έχει γράψει μέχρι σήμερα ο Γκοράνσον, οι επαναληπτικοί, πότε δυνατοί, πότε βουβοί, κρότοι που απειλούν σε κάθε μέτρο, παρότι εμφανώς ηλεκτρονικοί, κουβαλούν μία ένταση που αντανακλά το ροκ και μέταλ που ο συνθέτης αναπόφευκτα ανακάλυψε σε τρυφερή ηλικία, καθότι ο πατέρας του ήταν δάσκαλος κιθάρας και ο μικρός Λούντβιχ απέκτησε τη πρώτη δική του στα έξι του χρόνια. 

Οταν ο Κρίστοφερ Νόλαν κάλεσε ξανά τον Λούντβιχ Γκοράνσον για μια ταινία του που δεν έμοιαζε με τις άλλες -ο χρόνος στα χέρια του σκηνοθέτη αυτή τη φορά είναι μέρος της αλλαγής της ιστορίας και όχι των προσωπικών του εμμονών- ο συνθέτης με τη σειρά του, έγραψε ένα σάουντρακ που δεν έμοιαζε με τα προηγούμενα. 

Ο Σουηδός έχει πει πως αυτό είναι η πιο προσωπική κινηματογραφική μουσική που έχει γράψει -ίσως με κάθε έννοια, μιας και δίπλα του έχει τη βιολονίστρια σύζυγό του Σερένα Μακκίνεϊ. Τα βιολιά εδώ είναι το καύσιμο, που με τα επαναλαμβανόμενα, ανήσυχα μοτίβα τους που ακούγονται συνεχώς στο φόντο της ταινίας, γίνονται ο αντικατοπτρισμός όλων των δεύτερων σκέψεων του Οπενχάιμερ για το «τέρας» που έχει δημιουργήσει. Είναι όμως οι δραματικές παύσεις που νοηματοδοτούν το μουσικό ξέσπασμα που θα ακολουθήσει την επόμενη στιγμή, αυτές που κάνουν τη μουσική όχι μόνο προσδοκώμενη αλλά και απαραίτητη.

Ο Λούντβιχ Γκοράνσον μέσα στη σύντομη ως τώρα αλλά πλούσια πορεία του στον κόσμο των σάουντρακ έχει καταφέρει να περικλείει το παρελθόν και το μέλλον μέσα στις ίδιες νότες. Συν τοις άλλοις, αν πλησιάσεις και ακούσεις προσεκτικά κάθε του σύνθεση, κάπου θα τον εντοπίσεις. Και αυτό είναι που κάνει το έργο ενός συνθέτη προσωπικό και σημαντικό, όσα δέρματα και αν αλλάξει ως χαμαιλέοντας της βιομηχανίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή