Τραγωδία σε σαλόνια και σε αλώνια

Τραγωδία σε σαλόνια και σε αλώνια

3' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Η Mεγάλη Χίμαιρα

σκηνοθ.: Δημήτρης Τάρλοου.

θέατρο: Πειραιώς 260, Φεστιβάλ Αθηνών

Φ. ΓΚ. ΛΟΡΚΑ

Ματωμένος γάμος

σκηνοθ.: Λένα Κιτσοπούλου

θέατρο: Πειραιώς 260, Φεστιβάλ Αθηνών

Υποθέτω, ανήκω στους ελάχιστους συστηματικούς αναγνώστες που δεν διάβασαν στη ζωή τους τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση. Ισως γι’ αυτό πέρασα καλά στη φεστιβαλική παράσταση του εγγονού του, ιδιαίτερης στόφας ηθοποιού και εξαιρετικά ωριμάζοντος σκηνοθέτη, Δημήτρη Τάρλοου. Μην έχοντας μέτρο σύγκρισης, αφέθηκα γλυκόπικρα στη λίγο μελοδραματική, λίγο ηθογραφική ιστορία της ελληνολάτρισσας Γαλλίδας Μαρίνας Μπαρέ, που ύστερα από μια επώδυνη σχέση με τη μητέρα της στη Ρουέν βρίσκεται κάτω απ’ το ελληνικό φως και όνειρο, ερωτευμένη, παντρεμένη με παιδί, στη συνέχεια ερωτικά, ηθικά και πνευματικά διχασμένη, βρίσκεται ξένη, μισητή από την πεθερά της, στερημένη, διαφορετική και περίκλειστη στα ήθη των καπετανόσπιτων της Σύρας, έτσι που η μεγάλη χίμαιρα (για την Ελλάδα, το πνεύμα και τον έρωτα) καταλήγει σε οικογενειακή τραγωδία.

Για την Πειραιώς 260, τα σκηνικά είναι δύσκολη υπόθεση. Η γέφυρα του πλοίου «Χίμαιρα» δέσποζε στο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου που σχεδόν νατουραλιστικά σχεδιασμένη και μπογιατισμένη είχε την ψεύτικη στόφα κατασκευών σε κινηματογραφικό πλατό. Οι κινηματογραφικές παρεμβολές άλλωστε (Χρήστος Δήμας) αποτελούν αναπόσπαστο και πολύτιμο στοιχείο της παράστασης. Κάτω από τη «Χίμαιρα» στηνόταν αφαιρετικά οι υπόλοιποι χώροι ανάλογα με τις ανάγκες της δραματουργίας (Στρατής Πασχάλης). Μέσα σε κοστούμια του ’30 με κινηματογραφικό αέρα, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, ο Νίκος Ψαρράς και ο Ομηρος Πουλάκης, καθοδηγούμενοι εξαιρετικά από τον σκηνοθέτη και τη Ζωή Χατζηαντωνίου (κίνηση), έδωσαν ένα συναρπαστικό και μοιραίο τρίγωνο επιστρατεύοντας πρόσωπο, λόγο, κορμί, συναίσθημα, βάρος στο μη ειπωμένο, μέτρο αλλά και παραφορά. Τι έξοχη η σκηνή της εύγλωττης αν και βουβής ερωτικής πάλης ανάμεσα στον Μηνά και τη Μαρίνα! Σάρκα κραυγάζουσα, πνιγμένα όνειρα ετών και χίμαιρες αιώνων.

Ομως η δουλειά του σκηνοθέτη με άλλους εκλεκτούς ηθοποιούς της διανομής (π.χ., Αλίκη Αλεξανδράκη, Σοφία Σεϊρλή) ξέφυγε από τη δύσκολη ισορροπία του λεπτού ψυχογραφήματος για να γλιστρήσει στην υπερβολή, στην περιγραφή και στην ηθογραφία, από την οποία ωστόσο γλίτωσε ο ίδιος, στον μικρό ρόλο του Μ. Ροδόπουλου (Καραγάτση).

Πιστεύω ότι η υποκριτική αυτή ανομοιογένεια μαζί με κάποιες σκηνές, όπως της πεθαμένης Αννούλας και του αυτόχειρα θείου της Μηνά, που στήνουν κουβεντούλα από τα μνήματά τους, μπέρδεψε αλλά δεν τόνωσε τη «Μεγάλη Χίμαιρα» και τη συλλογιστική της. Ως προς τη μεταφορά της παράστασης σε κλειστό χώρο, το ενδιαφέρον πείραμα χύμευσης λογοτεχνίας, κινηματογράφου και θεάτρου, ρεαλισμού, ονείρου και αποσιωπητικών αξίζει να ξαναδουλευτεί και να τελειοποιηθεί.

Κερδισμένο στοίχημα

Από τα σαλόνια της Σύρας στα αλώνια της Γρανάδας. Οπου σε άλλον γάμο και γι’ άλλους λόγους -πάντα ερωτικούς- «ο θάνατος το στρώνει». Η Λένα Κιτσοπούλου, που έχει κάνει σκόνη την έννοια του «ρηξικέλευθου», τόσο σε συγγραφικό όσο και σε σκηνοθετικό επίπεδο, άλλοτε ενθουσιάζοντάς μας κι άλλοτε αφήνοντάς μας αποσυνάγωγους στα «γλέντια» της, στέκει απέναντι στον Λόρκα και στον «Ματωμένο γάμο» του με το θάρρος της φαντασίας της και τo μεταφραστικό κύρος του Νίκου Γκάτσου. Πιστεύω ότι οι ιδέες της, αν και τραβηγμένες (σε χρόνο), ευφυείς, ακόμη και αυτάρεσκες, είχαν ευανάγνωστο στίγμα καταγωγής και οι περισσότερες έδεναν με το ατίθασο πνεύμα και τον αγροτικό μοντερνισμό του Λόρκα. Από τη χρησιμοποίηση των τριών λυόμενων οικίσκων για τη σήμανση των χαμόσπιτων ενός αγροτικού οικισμού (Ελλη Παπαγεωργακοπούλου) και τη «μετατροπή» των φωτισμένων τους παράθυρων σε «τηλεοπτικές οθόνες», απ’ όπου μόνον ακούμε αλλά δεν βλέπουμε τις πρώτες σκηνές του έργου, μέχρι την εξαιρετική σε εκτέλεση ιδέα, η μάνα αλλά και μια πεθερά να παίζονται από άνδρες, όλα ήταν κερδισμένα στοιχήματα. Το «τραπέζι του γάμου», φορτωμένο με λεπτομέρειες, σχόλια, στιγμιότυπα από την ελληνική επαρχία, αν δεν έχανε το μέτρο και δεν ξεχείλωνε, θα είχε θέση σατυρικού δράματος… πριν από την τραγωδία. Την οποία, με όλες τις χρήσιμες ή άχρηστες παρεμβολές και υπερβολές, έβγαλαν πέρα λεβέντικα οι ηθοποιοί με «προεξάρχοντες» τον Ν. Καραθάνο (μάνα), την Ε. Κολιανδρή (νύφη), τη Β. Βολιώτη (γυναίκα του Λεονάρντο) σ’ έναν από τους καλύτερους ρόλους της.

Αν η ιδιοφυΐα προϋποθέτει αμετροέπεια, να την υποστούμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή