Η σπαρακτική ζωή εν οίκω

3' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΛΕΝΑ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα… σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις

σκηνοθ: Λένα Κιτσοπούλου

θέατρο: Τέχνης (Φρυνίχου)

ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ

Adio del passato

σκηνοθ: Γιώργος Παλούμπης

θέατρο: Κάππα

Αντρας και γυναίκα φίλοι, όχι ζευγάρι, στο σπίτι εκείνου. Σε τραπεζάκι μπροστά στον γωνιακό καναπέ (ΙΚΕΑ) δύο λάπτοπ διαφορετικής «κλάσεως», κινητά, κούπες, τσιγάρα, ένα βιβλίο κ.λπ. Τηλεφωνήματα, φωνές, διαπληκτισμοί ο καθένας από το κινητό του, προσήλωση στα μέιλ τους, κουβεντούλα πάνω σε απελπιστικές η απελπισμένες ανουσιολογίες. Ολες αναγνωρίσιμες. Από κουτσομπολιά, συνταγές μαγειρικής, αναζήτηση διαμερίσματος, αξιολογήσεις περιοχών της Αθήνας, ξενοφοβία, οικονομική κρίση μέχρι ζητήματα αφόδευσης, λίγο Καβάφη και διαφορετικά κινηματογραφικά γούστα. Ανάμεσα, σπάσιμο της «κανονικότητας» με αιφνίδιες κρίσεις πανικού, αμόκ, αναίτιο ξυλοδαρμό-σφαγείο εκείνης, που αιμόφυρτη αναδύεται πίσω από τον καναπέ, σκουπίζεται με μισό ρολό χαρτί κουζίνας και συνεχίζει την κουβεντούλα σαν να μη συνέβη τίποτε. Κάποτε στρέφονται στο κοινό, χλευάζουν που παρακολουθούμε γελώντας όσα μας σερβίρουν, γινόμαστε εμείς το θέαμα και μέσα στη συγκεχυμένη αντιστροφή η πρωταγωνίστρια και συγγραφέας παραδίνεται σ’ ένα έξαλλο παραλήρημα δήθεν αυτολιβανίσματος, που διασταυρώνεται με το «ε, δεν είμαστε όλοι ίδιοι», κάτι ανάμεσα σε σαρκασμό και φτύσιμο στην πτωχαλαζονεία του μικροαστισμού. Μετά, ενώ εκείνος τουρκοστροβιλίζεται παρέα μ’ ένα ηλεκτρικό καλώδιο, εκείνη πέφτει αποκαμωμένη στον καναπέ δηλώνοντας και ψυχολογική πτώση. Για να συνέλθει, εκείνος προτείνει και παραγγέλνουν πελώρια πίτσα. Πριν έρθει, χαιρετούν σε αργή κίνηση μετά μουσικής, εκείνη κλείνει πίσω τους την πόρτα μαγκώνοντας, όμως, το χέρι εκείνου. Εν μέσω σπαρακτικών κραυγών του, κρουνών αίματος και δικής μας απραξίας, κατευθυνόμαστε στην έξοδο. Κι από εκεί, πίσω στον δικό μας (Τσεχωφικά ή Κιτσοπουλικά) ανούσιο βίο.

Ενώ το γενικό ενδιαφέρον του κοινού συγκεντρώνεται στο έργο και στο ΤΙ (την τυχαία δηλαδή συλλογή καταστάσεων του τίποτα και της βίας για το τίποτα) με τις φτήνιες, τις οικείες βρισιές και τις αμπελοφιλοσοφίες του, πιστεύω πως το ξεχωριστό της βραδιάς ήταν το ΠΩΣ, η υποκριτική, δηλαδή, αντιμετώπιση αυτού του τίποτα. Απόλυτη αφοσίωση, σοβαρότητα και υπεράσπισή του στις επανερχόμενες φάσεις και γύρους ανάμεσα σε συντονισμένες σιωπές κι ενδοστρεφή κενά. Ανάμεσα σε εκρήξεις, ψυχοσωματικά τραλαλά, άλαλες κραυγές πανικού και αστραπιαίες, μεταμπρεχτικές μεταστροφές κλίματος. Η αυτοέκθεση, το τσαλάκωμα, το μουτζούρωμα της Κιτσοπούλου, το άφρισμα (κυριολεκτικό) και η πώρωση του παραληρήματός της συνδαύλιζαν το καυστικό της χιούμορ. Ο Γιάννης Κότσιφας, αρσενικό ανάμεσα σε χαλαρό οικοδεσπότη, φιλαράκι και «σφαγέα» με ψυχοσωματικά σύνδρομα, επιστράτευσε ελάχιστα μέσα αλλά μπόλικη, υποδόρια αυτοϋπονόμευση. Απόλυτα συντονισμένο υποκριτικό ζευγάρι, ραγισμένο κάτοπτρο για ένα κοινό, που αναγνωρίζει με ρωγμές το θλιβερό του είδωλο.

Αν προσφέρει κάτι καινούργιο στην ανεξάντλητη γραμματεία της σχέσης μάνας-κόρης το έργο της Λείας Βιτάλη, είναι η σκέψη-έμπνευσή της που, ως κόρες, συνήθως δεν κάνουμε: Πως και η μάνα μας είναι κόρη. Κόρη μιας άλλης μάνας κι εκείνη κόρη άλλης και άλλης, στην ατέρμονη αλυσίδα της αρχέγονης κι αρχέγονα προβληματικής, ανταγωνιστικής σχέσης. Το «Adio del passato» είναι ως έργο άτακτο. Ακολουθεί την αταξία σκέψεων και δράσεων μιας κόρης, που θεωρεί πως προδόθηκε στην εφηβεία από τη φιλάρεσκη κι εγωίστρια μητέρα της, ρήγμα στο οποίο αποδίδει τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και το ανικανοποίητο του βίου της.

Στην κουζίνα του πατρικού, όπου τις Τετάρτες συναντιούνται οι δυο τους δήθεν για να φτιάξουν το κέικ της εβδομάδας, κάθε προσπάθεια συμφιλίωσης κι επουλωτικής αναδρομής στο τραύμα αντικρούεται από τη μητέρα Σοφία (Ράνια Οικονομίδου), που ασχολείται μόνο με τον καθρέφτη και τον καλλωπισμό της. Η κόρη, με το ουδέτερο χαϊδευτικό Βασούλι (Χρύσα Παππά), μοιάζει να πάσχει από διπολική διαταραχή αφήνοντας στη μέση κάθε πράγμα που ξεκινά υπό το κριτικό βλέμμα και τις υποτιμητικές παρατηρήσεις της μητέρας. Το έργο σχεδόν λιμνάζει όταν αποκαλύπτεται πως ο ρόλος που ερμηνεύει, με παράδοξη μονοτονία, η Οικονομίδου είναι η εικόνα-ανάμνηση της κόρης από τη μητέρα της, που πέθανε την προηγούμενη μέρα.

Με το είδωλό της συμφιλιώνεται λυτρωτικά η κόρη, κάτι που, ως ουσιαστική πρωταγωνίστρια, δεν έχει πια ρόλο να ερμηνεύσει η ηθοποιός μένοντας κι εκείνη σαν είδωλο, υποκριτικά επαναλαμβανόμενη μέχρι τέλους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή