Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο

Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο

3' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ

Τρεις αδερφές

σκηνοθ.: Δημήτρης Τάρλοου

θέατρο: Πορεία

Ξενίζομαι, χαμογελάω, πείθομαι από τον ευρύ «εξελληνισμό» που ο σκηνοθέτης Δ. Τάρλοου επιχείρησε (απόδοση-δραματουργία) με ρωσικά ονόματα, τραγουδάκια, ιδιωματισμούς, τοπωνύμια, ονομασίες φυτών, δρόμων, μαγαζιών, εδεσμάτων, ποτών. Είναι όλα τόσο δουλεμένα και αφομοιωμένα στους παράλληλους μονολόγους των προσώπων, που με πείθουν για την… ιθαγένειά τους.

Το χωροταξικό σκόρπισμα της δράσης, επίσης τολμηρό. Τα περιορισμένα όρια του σαλονιού με την πίσω σκηνή της τραπεζαρίας στο βάθος, διευρύνθηκαν προς μια μικρή σκάλα με «γαλαρία» πάνω από τη σκηνή, και προς τις σκάλες της πλατείας δεξιά, αριστερά και πίσω (Ελένη Μανωλοπούλου). Φανερή η πρόθεση ενσωμάτωσης του κοινού στις ζωές των Πρόζοροφ, όπως και το «σπάσιμο» του τέταρτου τοίχου.

Τα πιο επιτυχημένα στοιχήματα της παράστασης, όμως, ήταν η συνεχής αίσθηση του χρόνου που χάνεται και η χαμένη επαφή μεταξύ των προσώπων. Μονολογούσαν σε μορφή διαλόγου χαμένα στην ενθουσιώδη ατολμία, στις ανέξοδες ελπίδες, στη μεμψιμοιρία ή την αδιαφορία τους. Ηταν «μόνοι μαζί», όπως (παραλληλιζόμενο με τις ψευδεπαφές του ψηφιακού μας σήμερα) αναφέρεται σε απόσπασμα άρθρου του Roger Copeland στο πρόγραμμα της παράστασης. Ακόμη και στις ελάχιστες σωματικές επαφές (παρηγορητικό αγκάλιασμα, ερωτικό φιλί, ενθουσιασμός, αλληλοστήριξη) τα πρόσωπα διατηρούν την εσωστρέφειά τους.

Μοναδική η σκηνή του τραπεζιού. Σκηνή γλεντιού, συνόλου, ομήγυρης, όπου μετρούσες τόσα σχεδόν βουβά αφηγήματα όσα και πρόσωπα.

Οσο για τον χρόνο που χάνεται από σκηνή σε σκηνή, από πράξη σε πράξη, από λεπτό σε λεπτό, είχε σχεδόν υφή χειροπιαστή καθώς η απώλειά του αντικατοπτριζόταν σε: διαφορετική εκφορά ίδιων λέξεων, φωνητικές μεταπτώσεις και αποχρώσεις, εκφράσεις, κινήσεις, χειρονομίες, ρυθμούς, ένταση συγκινήσεων, παροξυσμών στις ερμηνείες Ολγας, Μαρίας, ιδίως Ειρήνης, του αδελφού τους Ανδρέα, του ερωτευμένου με τη Μαρία, μοιρολάτρη και λογά, Βερσίνιν, της γριάς υπηρέτριας Ανφίσας, του υπέργηρου υπηρέτη Φεραπόντ, του βυθιζόμενου σε γενική αδιαφορία γιατρού Τσεμπουτίκιν. Αντίστοιχα, όσο ο χρόνος χάνεται γι’ αυτούς, κερδίζεται συστηματικά από την, γελοίας ευτέλειας, φαυλότητας και ιδιοτέλειας μικροαστή γυναίκα του Ανδρέα, Ναταλία, που σφετερίζεται σπίτι, ζωές, όνειρα των Πρόζοροφ. Το ίδιο κι από τον πλακατζή αξιωματικό Σολιόνι, φιγούρα αστεία, μυστήρια ταυτόσημη με θάνατο, καθώς σκοτώνει τον αρραβωνιαστικό της Ειρήνης, βαρώνο Τούζενμπαχ, σε μονομαχία. Ο χρόνος κερδίζεται ακόμη και για τον κοντόφθαλμο επαρχιώτη δάσκαλο, τον γελοίο Κουλίγκιν, κωμικοτραγικό σύζυγο της Μαρίας και μονίμως «ευτυχή», όπως δηλώνει.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη (συγκαταβατική, νοσταλγική Ολγα) αποτύπωνε στην ψηλόλιγνη και άκαμπτη φιγούρα της την απρόθυμη παραίτηση από χαρές ζωής και έρωτα. Αντ’ αυτών φανέρωνε τη προσήλωση στα καθήκοντα διδασκαλίας, σπιτιού και οικογένειας. Γλυκιά, γενναιόδωρη, συμβιβαστική, βράχος σε αρχές και αξίες της ανατροφής της με μια κρυφή φλόγα να τρεμοπαίζει πλάι στην ερωτική παραφορά ή την ερωτική αναζήτηση των αδελφών της.

Η Ιωάννα Παππά, διάφανη, γοητευτική Μαρία, εξουθενωμένη από τον αταίριαστο γάμο της με τον γελοία σχολαστικό και υποταγμένο Κουλίγκιν, απελπισμένα ερωτευμένη με τον απελπισμένα δέσμιο του άβουλου χαρακτήρα του και της ψυχασθενούς γυναίκας του, Βερσίνιν (πόσο ξεχωριστός και κόντρα στα στερεότυπα ο θαυμάσιος Γιάννης Νταλιάνης!), ακροβατεί με θρηνητική χάρη και απραξία ανάμεσα σε νεύρωση και κατάρρευση.

Η Λένα Παπαληγούρα κέντησε με ταλέντο και συνέπεια τον χρόνο πάνω στην εικοσάχρονη Ειρήνη. Από τους ενθουσιασμούς, τον αυθορμητισμό, τις προσδοκίες της νιότης, στις συγκρατημένες ελπίδες, στους συμβιβασμούς και, τέλος, στη ματαίωση όλων και στην πιο μοναχική πορεία απ’ όλους.

Ο τόσο δυνατός Λαέρτης Μαλκότσης (Ανδρέας) έμοιαζε να μην εξάντλησε τις δυνατότητες του ρόλου, η Μαριάννα Δημητρίου (Ναταλία) εξάντλησε τα όρια της υπερβολής, ενώ ωραία –αν και λίγο καρικατούρα– ήταν η φιγούρα του Κώστα Κορωναίου (Κουλίγκιν). Πλήρης αινιγμάτων και συμβολισμών ο σκοτεινός Σολιόνι του Δημήτρη Μπίτου, πολύ καλός, σε απόσταση από γραφικότητες ο Τσεμπουτίκιν (Γιώργος Μπινιάρης), με πειστική δύναμη συναισθημάτων ο Παντελής Δεντάκης (Τούζενμπαχ), αυθεντικού μέτρου η Ανφίσα της Μαριέττας Σγουρδαίου και ο Φεραπόντ του Χάρη Τσιτσάκη. Καλοί σε περιφερειακούς ρόλους και περάσματα οι Πάρις Θωμόπουλος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Κορίνα Κόκκαλη, σε μια παράσταση που αποκάλυψε τη Μόσχα του καθενός μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή