Τα κρατικά χρέη αυξήθηκαν κατά 19,5 τρισ. δολ. λόγω πανδημίας

Τα κρατικά χρέη αυξήθηκαν κατά 19,5 τρισ. δολ. λόγω πανδημίας

3' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πιο χρεωμένες από ποτέ στη σύγχρονη ιστορία τους είναι σήμερα οι χώρες ανά τον κόσμο, εξαιτίας του εκτεταμένου δανεισμού στον οποίο κατέφυγαν για να αντιμετωπίσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας. Το αποτέλεσμα ήταν να προστεθεί στο παγκόσμιο χρέος το ιλιγγιώδες ποσό των 19,5 τρισ. δολαρίων μέσα στο περασμένο έτος σύμφωνα με το Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF). Πρόκειται για μέγεθος πολύ μεγαλύτερο από την προηγούμενη εκτίμηση του IIF που μιλούσε για πρόσθετο χρέος ύψους 15 τρισ. δολαρίων.

Σε όρους ποσοστού επί του ΑΕΠ το χρέος των ανεπτυγμένων οικονομιών ανέρχεται σε επίπεδα παρόμοια με εκείνα στα οποία είχε εκτοξευθεί τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα γύρω στο 124%. Σε ό,τι αφορά τις αναδυόμενες οικονομίες, το χρέος τους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τους εκτινάχθηκε το 2020 στο  62,5%, όταν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρισκόταν στο 46,9% και με την κρίση των ασιατικών οικονομιών του 1998 πλησίασε το 50%.

Από τη Γερμανία μέχρι την Ιαπωνία και από τον Καναδά μέχρι την Κίνα οι Αρχές δαπάνησαν ιλιγγιώδη ποσά για να προστατεύσουν τους πληθυσμούς τους και να θωρακίσουν τις οικονομίες τους από τις ολέθριες συνέπειες της πανδημίας. Την ίδια στιγμή, όμως, οι επιχειρήσεις ανά τον κόσμο ενθαρρύνθηκαν από τη στήριξη που παρείχαν οι κυβερνήσεις στην αγορά και εξέδωσαν και εξακολουθούν να εκδίδουν έναν άνευ προηγουμένου όγκο ομολόγων. Οικονομολόγοι και πολιτικοί επισημαίνουν, βέβαια, πως η μοναδική εναλλακτική που είχαν οι κυβερνήσεις δεν ήταν άλλη από μια παρατεταμένη και βαθύτατη ύφεση. Ως εκ τούτου, η υπερχρέωση αποτέλεσε την ενδεδειγμένη λύση.

Και όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, επί του παρόντος έρχεται με πολύ μικρό κόστος, καθώς το χρέος έχει μεν εκτιναχθεί σε διαστημικά ύψη, πλην όμως παραμένει διαχειρίσιμο δεδομένου ότι σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο τα επιτόκια βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και σε σημαντικό τμήμα των ανεπτυγμένων οικονομιών σε αρνητικό έδαφος.

Προς το παρόν, όλα δείχνουν ότι στο εγγύς μέλλον  το κόστος του δανεισμού θα παραμείνει ιδιαιτέρως χαμηλό όπως φαίνεται από τις δηλώσεις, αφενός της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, και αφετέρου, του επικεφαλής της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας, Τζ. Πάουελ. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε ο κ. Πάουελ, ο ιλιγγιώδης δανεισμός των κυβερνήσεων στη διάρκεια της πανδημίας έχει λειτουργήσει ως «γέφυρα», βοηθώντας τες να διασχίσουν το χάσμα που έχουν δημιουργήσει η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας,  η ραγδαία μείωση των καταναλωτικών δαπανών, η καθήλωση των κρουαζιερόπλοιων στα λιμάνια, τα κενά ξενοδοχεία και τα εκατομμύρια των χαμένων θέσεων εργασίας.

Ο δανεισμός επέτρεψε στις επιχειρήσεις να πληρώνουν υπαλλήλους που δεν απέλυσαν και να διατηρήσουν κεφαλαιουχικά αγαθά σε ετοιμότητα για να μπορούν να λειτουργήσουν μόλις κληθούν να το κάνουν. Ο δανεισμός κατέβαλε τα επιδόματα ανεργίας σε όσους απολύθηκαν, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να πληρώσουν και αυτοί με τη σειρά τους το ενοίκιό τους και να αγοράσουν τρόφιμα.

Σχετικό σχόλιο του Bloomberg επισημαίνει, πάντως, πως αν οι κεντρικές τράπεζες αυξήσουν τελικά τα επιτόκια ταχύτερα από όσο έχει εκτιμηθεί, τότε με το τέλος της πανδημίας θα αρχίσει ο απολογισμός και θα έρθει ο λογαριασμός. Οπως, όμως, επισημαίνει ο Ντριού Μάτους, στρατηγικός αναλυτής στη MetLife Investment Management, που διαχειρίζεται κεφάλαια άνω των 650 δισ. δολαρίων, «όποιο κι αν είναι το τίμημα, θα ήταν μεγαλύτερο αν δεν είχαμε κάνει τίποτε». Αλλοι αναλυτές τονίζουν πως αν ο δανεισμός των κυβερνήσεων είναι η γέφυρα για να διαβούν οι οικονομίες το χάσμα, τότε οι κεντρικές τράπεζες είναι οι πυλώνες που τη στηρίζουν.

Οι κεντρικές τράπεζες μείωσαν τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης έχουν αγοράσει αθροιστικά τίτλους αξίας άνω των 5 τρισ. δολαρίων. Εδωσαν, έτσι, στις κυβερνήσεις τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε αυτόν τον άνευ προηγουμένου δανεισμό. Σχετική ανάλυση της Bloomberg Economics εκτιμά πως ακόμη κι αν το χρέος των G7, των 7 πιο ανεπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη, έχει αυξηθεί από το 85% που ήταν το 2005 στο 140% σήμερα, το κόστος εξυπηρέτησης αυτού του χρέους έχει μειωθεί από περίπου 2% του ΑΕΠ τους στο 1,5%. Και οι προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια μέχρι τουλάχιστον το 2030 συγκλίνουν στην εκτίμηση πως το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα παραμείνει διαχειρίσιμο.

Δεδομένου, όμως, ότι αναμένεται  να ανακάμψουν οι οικονομίες, οι κεντρικές τράπεζες θα βρεθούν ενώπιον του διλήμματος αν θα διατηρήσουν χαμηλό το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ή θα αυξήσουν το κόστος του δανεισμού για να αποτρέψουν τυχόν επιτάχυνση του πληθωρισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή