Αρθρο του Τζέφρι Σακς στην «Κ»: Η ανάπτυξη επιτυγχάνεται με επενδύσεις

Αρθρο του Τζέφρι Σακς στην «Κ»: Η ανάπτυξη επιτυγχάνεται με επενδύσεις

Το κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη και τον τερματισμό της φτώχειας είναι οι επενδύσεις. Τα κράτη επιτυγχάνουν την ευημερία επενδύοντας σε τέσσερις πρωταρχικούς τομείς. Ο κυριότερος είναι η επένδυση στους ανθρώπους, μέσω της ποιοτικής εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης

4' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη και τον τερματισμό της φτώχειας είναι οι επενδύσεις. Τα κράτη επιτυγχάνουν την ευημερία επενδύοντας σε τέσσερις πρωταρχικούς τομείς. Ο κυριότερος είναι η επένδυση στους ανθρώπους, μέσω της ποιοτικής εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης. Ο επόμενος είναι οι υποδομές, όπως ηλεκτρική ενέργεια, πόσιμο νερό, ψηφιακά δίκτυα και δημόσιες συγκοινωνίες. Ο τρίτος είναι το φυσικό κεφάλαιο, η προστασία της φύσης. Ο τέταρτος είναι οι επιχειρηματικές επενδύσεις. Το κλειδί είναι η χρηματοδότηση: η συγκέντρωση κεφαλαίων για επενδύσεις στην απαιτούμενη κλίμακα και ταχύτητα.

Κατ’ αρχήν, ο κόσμος πρέπει να λειτουργεί ως ένα διασυνδεδεμένο σύστημα. Οι πλούσιες χώρες, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης, υποδομών και επιχειρηματικού κεφαλαίου, θα πρέπει να παρέχουν άφθονη χρηματοδότηση στις φτωχές χώρες. Καθώς οι χώρες της αναδυόμενης αγοράς θα γίνονται πλουσιότερες, τα κέρδη και οι τόκοι θα επιστρέφουν στις πλούσιες χώρες ως απόδοση των επενδύσεών τους.


Αυτή είναι μια πρόταση από την οποία όλοι βγαίνουν κερδισμένοι. Ωφελούνται τόσο οι πλούσιες όσο και οι φτωχές χώρες. Αυτές γίνονται πλουσιότερες – και οι πλούσιες κερδίζουν υψηλότερες αποδόσεις από ό,τι αν επένδυαν μόνο στις δικές τους οικονομίες.

Παραδόξως, η διεθνής χρηματοδότηση δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Οι πλούσιες χώρες επενδύουν κυρίως σε πλούσιες οικονομίες. Οι φτωχές χώρες παίρνουν κεφάλαια με το σταγονόμετρο, όχι αρκετά για να βγουν από τη φτώχεια.

Το πρόβλημα είναι ότι η επένδυση σε φτωχότερες χώρες μοιάζει πολύ επικίνδυνη. Αυτό ισχύει αν το δούμε βραχυπρόθεσμα. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση μιας χώρας με χαμηλό εισόδημα θέλει να δανειστεί για να χρηματοδοτήσει τη δημόσια εκπαίδευση. Οι οικονομικές αποδόσεις της εκπαίδευσης είναι πολύ υψηλές, αλλά χρειάζονται 20-30 χρόνια για να τις αποκομίσεις. Ομως τα δάνεια χορηγούνται συνήθως μόνο για πέντε χρόνια.

Ας υποθέσουμε ότι η χώρα δανείζεται σήμερα δύο δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία είναι απαιτητά σε πέντε χρόνια. Κανένα πρόβλημα, αν σε πέντε χρόνια η κυβέρνηση μπορεί να αναχρηματοδοτήσει τα δύο δισεκατομμύρια δολάρια με ένα ακόμη πενταετές δάνειο. Με πέντε δάνεια αναχρηματοδότησης, το καθένα πενταετές, η αποπληρωμή του χρέους καθυστερεί για 30 χρόνια, οπότε η οικονομία θα έχει αναπτυχθεί επαρκώς για να αποπληρωθεί το χρέος χωρίς άλλο δάνειο.

Ωστόσο, κάποια στιγμή στην πορεία, η χώρα θα δυσκολευτεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος. Ισως μια πανδημία, ή μια τραπεζική κρίση στη Γουόλ Στριτ, ή η αβεβαιότητα των εκλογών τρομάξει τους επενδυτές. Οταν η χώρα προσπαθήσει να αναχρηματοδοτήσει τα δύο δισεκατομμύρια δολάρια, θα βρεθεί αποκλεισμένη από τη χρηματοπιστωτική αγορά. Χωρίς επαρκή δολαριακή διαθεσιμότητα και χωρίς νέο δάνειο, η χώρα χρεοκοπεί και καταλήγει στην εντατική του ΔΝΤ, ενώ ακολουθούν περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, κοινωνική αναταραχή και παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με τους ξένους πιστωτές.

Οι πλούσιες χώρες, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης, υποδομών και επιχειρηματικού κεφαλαίου, θα πρέπει να παρέχουν άφθονη χρηματοδότηση στις φτωχές χώρες.

Με αυτό ως δεδομένο, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, όπως οι Moody’s και S&P Global, δίνουν στις χώρες αυτές χαμηλό βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας, κάτω από την «επενδυτική βαθμίδα». Ως αποτέλεσμα, οι φτωχότερες χώρες αδυνατούν να δανειστούν μακροπρόθεσμα και πληρώνουν εξοντωτικά υψηλά επιτόκια. Ενώ η κυβέρνηση των ΗΠΑ πληρώνει λιγότερο από 4% ετησίως για 30ετή δανεισμό, οι φτωχές χώρες συχνά πληρώνουν 10% για 5ετή δανεισμό.

Το ΔΝΤ, από την πλευρά του, συμβουλεύει τις κυβερνήσεις των φτωχότερων χωρών να μη δανείζονται πολύ. Στην ουσία, το ΔΝΤ λέει στην κυβέρνηση ότι είναι προτιμότερο να παραιτηθεί από την εκπαίδευση (ή την ηλεκτρική ενέργεια, ή το πόσιμο νερό, ή τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους) για να αποφύγει μια μελλοντική κρίση χρέους. Πρόκειται για τραγική συμβουλή! Οδηγεί σε μια παγίδα φτώχειας, παρά σε έξοδο από αυτήν.

Η κατάσταση έχει γίνει απαράδεκτη. Το φτωχότερο ήμισυ του κόσμου δέχεται οδηγίες από το πλουσιότερο ήμισυ: να απαλλαγεί από τις εκπομπές άνθρακα, να εγγυηθεί την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και την πρόσβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες για όλους, να προστατεύσει τα τροπικά δάση, να εξασφαλίσει πόσιμο νερό και αποχέτευση και πολλά άλλα. Αλλά τους λένε να τα κάνουν όλα αυτά με το σταγονόμετρο των 5ετών δανείων με επιτόκιο 10%!

Το πρόβλημα δεν είναι οι στόχοι. Αυτοί είναι εφικτοί, αλλά μόνον αν οι επενδυτικές ροές είναι αρκετά υψηλές. Οι φτωχότερες χώρες χρειάζονται 30ετή δάνεια με επιτόκιο 4%, όχι 5ετή δάνεια με επιτόκιο άνω του 10%, και χρειάζονται πολύ μεγαλύτερη χρηματοδότηση.

Οι κυριότερες λύσεις είναι δύο. Η πρώτη, να πενταπλασιαστεί περίπου η χρηματοδότηση από την Παγκόσμια Τράπεζα και τις περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες (όπως η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης). Οι τράπεζες αυτές μπορούν να δανείζονται με 30ετή διάρκεια και με επιτόκιο περίπου 4% και να δανείζουν περαιτέρω τις φτωχότερες χώρες με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Ωστόσο, οι συναλλαγές τους είναι πολύ μικρές. Για να επεκταθούν, οι χώρες του G20 (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ε.Ε.) πρέπει να βάλουν περισσότερα κεφάλαια στις πολυ-μερείς τράπεζες.

Η δεύτερη λύση είναι ο αναπροσανατολισμός του παγκόσμιου συστήματος χρηματοδότησης προς τη μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη, με καλύτερες συμβουλές, σχεδιασμό και ακριβείς αξιολογήσεις. Οι μεγαλύτερες χώρες θα πραγματοποιήσουν τέσσερις συναντήσεις για την παγκόσμια χρηματοδότηση φέτος: τον Ιούνιο στο Παρίσι, τον Σεπτέμβριο στο Δελχί και στα Ηνωμένα Εθνη, και τον Νοέμβριο στο Ντουμπάι. Αν οι μεγάλες χώρες συνεργαστούν, μπορούν να βρουν λύση. Αυτή είναι η πραγματική δουλειά τους, και όχι η διεξαγωγή ατελείωτων πολέμων.

Ο κ. Τζέφρι Σακς είναι καθηγητής και διευθυντής του Κέντρου Αειφόρου Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και πρόεδρος του δικτύου λύσεων βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, www.jeffsachs.org.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή